“Δεν ήρθε ο Υιός του Θεού για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει…”
22 Μαρτίου 2011
Ο άγιος Γέροντας Θεόδωρος που καταγόταν απ΄ τα Άδανα, μας διηγήθηκε ότι όταν ζούσε στα μέρη της Αγίας Πόλεως, στο κοινόβιο του Πενθουκλά, κοντά στον άγιο ποταμό Ιορδάνη, ήρθε κάποιος απ΄ τα μέρη της Ασίας θέλοντας να γίνει μοναχός στο μοναστήρι αυτό. Και ο ηγούμενος τον δέχτηκε.
Έμεινε κάποιο χρονικό διάστημα και επειδή ωφελήθηκε πνευματικά απ΄ την καλή κατάσταση του μοναστηριού, μια που είχε αρκετό χρυσάφι το φέρνει και το δίνει στον αββά, λέγοντάς του: «Αββά, επειδή ωφελήθηκα απ΄ την ζωή στο κοινόβιο και θέλω εάν και ο Θεός συγκατανεύει, να κάνεις την κουρά μου και να μου δώσεις το άγιο σχήμα, πάρε αυτήν την ευλογία και διαχειρίσου την όπως νομίζεις», και του δείχνει το χρυσάφι.
Ο ηγούμενος όμως που ήταν άνθρωπος ενάρετος και είχε φόβο Θεού, δεν έσπευσε να πάρει το χρυσάφι, αλλά του λέει: «Αυτά, παιδί μου, εδώ δεν τα χρειαζόμαστε. Όπως γνωρίζεις δεν είμαστε πολυέξοδοι στις ανάγκες μας, αλλ΄ όπως τύχει με φτηνά πράγματα περνούμε, καθώς ζούμε εδώ στην έρημο.
Αλλά σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, πήγαινε και δώσ΄ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Εκείνος όμως επέμενε να παρακαλεί και να λέει: «Το έταξα, πάτερ, όπου εγκαταβιώσω, εκεί να τα προσφέρω». Κι ο Γέροντας του απαντά: «Εγώ, παιδί μου, εάν τα πάρω, θα τα δώσω στους φτωχούς. Γιατί δεν μάθαμε να συγκεντρώνουμε θησαυρό επάνω στη γη». Εκείνος πάλι επέμενε λέγοντας, «Πάρε τα, Πάτερ, και όπως νομίζεις διαχειρίσου τα».
Τότε ο αββάς δέχτηκε τον χρυσό και του έκανε την κουρά και του ΄δωσε το άγιο σχήμα.
Κατ΄ οικονομίαν Θεού όμως δεν ξόδεψε ο αββάς τα χρήματα, αλλά περίμενε θέλοντας να δει την προκοπή του. Ωστόσο κανένας δεν γνώριζε, ούτε και ο ίδιος ο αδελφός, ότι υπήρχαν ακόμη τα χρήματα. Στην αρχή λοιπόν, που είχε ακόμη τη θέρμη της αποταγής, εκπλήρωνε κάθε υποταγή και έκανε ακούραστα και το διακόνημα που του ανέθεταν.
Μετά όμως από καιρό άρχισε να χαλαρώνει και να μη δείχνει την ίδια προθυμία, αλλά σιγά-σιγά άρχισε κάπως να μουρμουρίζει λέγοντας: «Εγώ είχα δώσει πολλά λεφτά στο κοινόβιο και δεν τρώω δωρεάν το ψωμί».
Όταν άκουσαν λοιπόν αυτά κάποιοι αδελφοί, άρχισαν να σκανδαλίζονται και προπαντός οι πιο απλοϊκοί. Όταν το ΄μαθε αυτό ο αββάς, τον κάλεσε και του είπε:
«Δεν με πίεσες, αδελφέ, συ ο ίδιος, για να δεχθώ τα χρήματά σου? Δεν τα έχεις δώσει για να τα μοιράσουμε στους φτωχούς; Ή μήπως κάναμε συμφωνία να μην εργάζεσαι και να σκανδαλίζεις τους αδελφούς με τους γογγυσμούς σου; Όχι, έτσι, παιδί μου, γιατί η Γραφή λέει:
Προσέξτε να μην σκανδαλίσετε κανέναν απ΄ αυτούς τους μικρούς». Κι ενώ πολλές και διάφορες νουθεσίες του έκαμε ο αββάς, δεν απομακρύνθηκε απ΄ τη διαβολική ενέργεια, πού ενισχύθηκε μέσα του απ΄ την πονηρή συνήθεια του γογγυσμού. Βλέποντας, λοιπόν, ο αββάς ότι δεν αλλάζει γνώμη, του λέει κάποια μέρα, «Έλα, αδελφέ, να πάμε κάτω στον Ιορδάνη». Όπως είπαμε παραπάνω, το μοναστήρι βρίσκεται σε κοντινή απόσταση απ΄ το ποτάμι. Κατέβηκαν, λοιπόν, εντελώς μόνοι οι δυο τους. Και καθώς περπατούσαν στις όχθες του Ιορδάνη, άρχισε ο αββάς να τον νουθετεί. Βγάζει κάποια στιγμή το χρυσάφι έτσι όπως ήταν σφραγισμένο και του λέει: «Το γνωρίζεις αυτό?» «Ναι, δέσποτα», του απαντά.
Τότε του λέει ο αββάς: «Πάρε, παιδί μου, τον χρυσό και είτε, όπως έταξες, δώσ΄ τα στους φτωχούς, είτε κατά την κρίση σου κράτα τα. Γιατί δεν παραβαίνω τον κανόνα του κοινοβίου εξαιτίας αυτών των χρημάτων, ούτε πάλι σκανδαλίζω τους αδελφούς, ώστε να παροργίζω και τον Θεό. Είναι αδύνατο να μένεις μαζί μας χωρίς να κάνεις διακόνημα, όπως ακριβώς κάνουν και οι άλλοι αδελφοί. Και εγώ όταν ήμουν νέος έκανα το ίδιο και μέχρι τώρα πιέζω τον εαυτό μου να κάνω όσο μπορώ, όπως και συ ο ίδιος το γνωρίζεις».
Ο αδελφός μόλις είδε τον χρυσό και άκουσε αυτά απ΄ τον αββά, πέφτει στα πόδια του λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, πάτερ, αυτά τα έχω δώσει στον Θεό και σε σας, και δεν τα παίρνω πίσω».
Κι ο Γέροντας του λέει:
«Παιδί μου, ο Θεός δεν έχει ανάγκη απ΄ αυτά, διότι όλα είναι δικά του δημιουργήματα. Ζητάει όμως την ψυχική μας σωτηρία. Αποκλείεται να τα κρατήσω αυτά από δω και πέρα». Εκείνος πάλι επέμενε πέφτοντας στα πόδια του και λέγοντας: «Δεν σηκώνομαι απ΄ τα πόδια σου, εάν δεν μου δώσεις τον λόγο σου ότι δεν θα με αναγκάσεις να τα πάρω».
Βλέποντας, λοιπόν, ο Γέροντας να τον παρακαλεί με πόνο ψυχής, του λέει:
«Σύμφωνοι, παιδί μου, ούτε κι εγώ στο εξής σε αναγκάζω να τα πάρεις, αλλ΄ ούτε κι εγώ τα κρατώ».
Και μόλις, λοιπόν, σηκώθηκε ο αδελφός, λύνει ο αββάς το κομπόδεμα και του λέει: «Αυτά είναι, παιδί μου, τα νομίσματα».
Κι εκείνος είπε: «Όπως μου ΄κανες τη χάρη να συμφωνήσεις μαζί μου, πάτερ, μη μου ξαναμιλήσεις γι αυτά». Κι ο Γέροντας χαμογέλασε ήρεμα και είπε, «Όχι, παιδί μου».
Και μόλις είπε αυτά, μπροστά στα μάτια του αδελφού, τα εκσφενδονίζει στον βυθό του ποταμού. Και λέει στον αδελφό: «Όλα αυτά, παιδί μου, διδαχτήκαμε από τον Κύριο να τα περιφρονούμε, ο οποίος είπε: «Ποιο το όφελος αν κάποιος κερδίσει όλο τον κόσμο, χάσει όμως την ψυχή του?»
Και «πόσο δύσκολα θα μπουν στη Βασιλεία των ουρανών αυτοί που έχουν χρήματα!»
Κι ο Μωυσής, πάλι, όταν είδε τους Ισραηλίτες να έχουν ξεπέσει στην ειδωλολατρία, το ίδιο το χρυσό αυτό είδωλο, αφού το έσπασε σε πολύ μικρά κομμάτια, το διασκόρπισε μέσα στα νερά, δείχνοντας πώς απ΄ όλα τα πράγματα προτιμότερη είναι η ευσέβεια.
Έλα, λοιπόν, παιδί μου, στο κοινόβιο και μαζί με τους αδελφούς αγωνίσου χωρίς ντροπή σε κάθε διακόνημα για τον Κύριο, φέροντας στη μνήμη σου τον ίδιο τον Κύριο, πού έλεγε:
«Δεν ήρθε ο Υιός του Θεού για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να δώσει την ψυχή του λύτρο για πολλούς». Βλέποντας ο αδελφός την θεοφιλή πρόθεση του αββά και την περιφρόνησή του προς τα χρήματα, ένιωσε κατάνυξη με τον φόβο του Θεού και επέστρεψε μαζί του στο κοινόβιο. Απέκτησε μεγάλη ταπείνωση και υποταγή σε όλους. Και με τη χάρη του Θεού έγινε σκεύος εκλογής και εκοιμήθη σ΄ αυτή τη μονή.