Παράθυρο στον ουρανό.(Η μεταστροφή μιας Επισκοπελιανής κοινότητας στην Εκκλησία)
21 Μαρτίου 2011
Η εικόνα! Αγνοούσα τη σιωπηλή της επίδραση, που ενεργούσε μέσα μας, χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε. Σιωπηλά αλλά σταθερά, όπου κι αν πηγαίναμε. Oι εικόνες που συνέλεγα ως όμορφα δείγματα θρησκευτικής τέχνης ήταν οι μάρτυρες του ταξιδιού μας απ’ το σκοτάδι στο φως που είναι η Ορθοδοξία.
Ήταν για μένα μια αισθητική απόλαυση· αντικείμενα που κάθε καλό πρεσβυτέριο πρέπει να κατέχει. Η θητεία μου στην ιστορία της τέχνης μού είχε διδάξει ότι οι εικόνες είναι «επίπεδοι, πρωτόγονοι προάγγελοι της Αναγέννησης –κατά την περίοδο της οποίας η Τέχνη δόξασε τον Άνθρωπο.» Δεν είναι παράξενο που η αληθινή φύση και το νόημά τους ήταν άγνωστα σ’ εμένα. Ακριβώς όμως λόγω αυτής της φύσεως, επιδρούσαν πάνω μας και μας περίμεναν υπομονετικά.
Ο σύζυγός μου, ο πατήρ Τσαντ, κι εγώ είμαστε γνωστοί ως «Αγγλο-Καθολικοί», υπέρμαχοι της Αγγλικανικής Εκκλησίας, όπως αυτή ορίζεται από το Κίνημα της Οξφόρδης. (Αυτό το Κίνημα άρχισε στην Αγγλία το 1833 από λογίους και θεολόγους, οι οποίοι σκοπό είχαν να αφυπνίσουν την Αγγλικανική Κοινότητα ως προς το δόγμα, τη λατρεία και την πνευματική ζωή της Εκκλησίας πριν από το Μεγάλο Σχίσμα του 1054.) Όλα ακτινοβολούσαν μια λαμπρή μεγαλοπρέπεια, γεμάτη από ευωδιές, καμπάνες και μια περίτεχνα χορογραφημένη τελετουργία. Κάθε Κυριακή είχε τη δική της υπερπαραγωγή, ένα σόου επί σκηνής, για να συγκινήσει και να εμπνεύσει τις μάζες. Διόλου παράξενο που το εκκλησίασμα σχολίαζε περισσότερο την ευχάριστη μουσική παρά το περιεχόμενο της ομιλίας ή των αναγνωσμάτων. Αυτό δεν κατάφερνε να με ικανοποιήσει και αναζητούσα πάντα μια βαθύτερη έκφραση της πίστεως. Ως μαέστρος της χορωδίας, ένιωθα ότι οι μεγάλες παραγωγές, αντί να με γεμίζουν, μάλλον μου άφηναν ένα βαθύ κενό.
Σκεπτόμουν ωστόσο, ότι, αν τα κάναμε όλα σωστά και με τάξη, αν παραμέναμε πιστοί, με κάποιο τρόπο θα αναβίωνε η δόξα του Αγγλικανισμού. Καθήκον μας ήταν να πολεμούμε τις αιρέσεις (όπως η άρνηση της εκ Παρθένου γεννήσεως και της Αναστάσεως, και η απόρριψη των δογμάτων της πίστεως) που έκαναν θραύση στην Επισκοπελιανή Εκκλησία, και να υπερασπιστούμε την Αγγλικανική κληρονομιά μας. Ο κόσμος περίμενε από μάς.
Από τη στιγμή που ο σύζυγός μου χειροτονήθηκε ιερέας της Επισκοπελιανής Εκκλησίας, άρχισε να κηρύττει εναντίον των λανθασμένων δογμάτων που αργά αλλά αδυσώπητα κατέστρεφαν τα θεμέλια της Καθολικής και Αποστολικής Πίστης μέσα στην Εκκλησία. Ως ιεραπόστολοι στη Νότια Αφρική, είμασταν επιθετικοί Αγγλο-Καθολικοί επαναστάτες. Αφυπνίζοντας πολλούς από εκείνους που είχαν θάψει το κεφάλι τους μέσα στην άμμο της σιωπηλής παραίτησης.
Δεν χρειάζεται καν να πω ότι είχαμε γίνει η μάστιγα της φιλελεύθερης Προτεσταντικής πτέρυγας της εκκλησίας που ήθελε να ξαναγράψει την Αγία Γραφή και να απορρίψει την Παράδοσή μας. Ως σύζυγος του πάστορα δεχόμουν συνεχώς επιθέσεις. Με ονόμαζαν «spouse mouse», απλώς και μόνο επειδή είχα την ίδια άποψη με τον σύζυγό μου στο θέμα της χειροτονίας των γυναικών. Ασπαζόμουν τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες και ένιωθα την αξία της πνευματικής ζωής, άρα είχα προδώσει το φύλο μου.
Παρατηρούσαμε τόσους και τόσους καλούς και αγίους επισκόπους, ιερείς και διακόνους να συνθλίβονται κάτω από μια πίεση που άλλους έστελνε πρόωρα στον τάφο και άλλους τους οδηγούσε να ασπαστούν αιρέσεις που δεν μπορούσαν άλλο να πολεμούν. Αν και αποθαρρυμένοι, μέναμε αφοσιωμένοι στην στέρεη πεποίθησή μας ότι το δικό μας καθήκον ήταν να μείνουμε με το μέρος του λαού και να δώσουμε τη μάχη.
Θυμάμαι πόσο θύμωνα μ’ εκείνους πού είχαν ήδη προσχωρήσει στην Ορθοδοξία. Πώς μπορούσαν να μας αφήνουν να παλεύουμε μόνοι; Δεν μπορούσα να το αντιληφθώ τότε, αλλά αυτοί απλώς είχαν έρθει στα συγκαλά τους νωρίτερα. Ήξεραν πως δεν απόμενε τίποτε να σώσουν και τίποτε για να αγωνιστούν. Το ήξερα, στα βάθη της καρδιάς μου, αλλά για ένα διάστημα τους ζήλευα πολύ και η πικρία μου ήταν μεγάλη για να το παραδεχθώ. Και όμως, οι εικόνες παρέμεναν ως σιωπηλοί μάρτυρες της Αλήθειας που επρόκειτο να βρούμε.
Ενδιαφέρθηκα για την αγιογραφία, όταν, στα σαράντα μου, πέρασα μια κρίση μέσης ηλικίας. Επί χρόνια ήμουν η απρόθυμη μουσικός, που διηύθυνε χορωδίες και έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο και πιάνο, τελικά όμως παραδέχτηκα ότι η καρδιά μου δεν αναπαυόταν σ’ αυτά. Ο Θεός με καλούσε σ’ ένα νέο καλλιτεχνικό χώρο και, με δισταγμό αλλά ταυτόχρονα και θέρμη, είπα το «ναι».
Όσο μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου, άκουγα πάντα μια μικρή φωνή μέσα μου, που με ενθάρρυνε να σχεδιάζω, να ζωγραφίζω, να δημιουργώ. Το πάθος μου θα γινόταν η τέχνη, όχι η μουσική. Στα σαράντα μου χρόνια, χωρίς τυπική καλλιτεχνική εκπαίδευση, σχεδόν παρορμητικά, πήρα την απόφαση και γράφτηκα σ’ ένα διετές πρόγραμμα Γραφιστικής. Έχω την ευλογία να έχω ένα σύζυγο με το σπάνιο χάρισμα να βλέπει τις δυνατότητες των άλλων και, με την πλήρη υποστήριξή του, ξεκίνησα τη ζωή της σπουδάστριας με πλήρες ωράριο.
Τη δεύτερη χρονιά των σπουδών μου, έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο γραμμένο από έναν Αγγλικανό μοναχό, ο οποίος περιέγραφε την εμπειρία του σε μια Ορθόδοξη κατασκήνωση στην Πενσυλβάνια, με την ονομασία «Αντιοχειανό Χωριό». Είχε πάει εκεί για να σπουδάσει την τέχνη της εικονογραφίας στην Ακαδημία Ιερών Τεχνών Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Το άρθρο του μου προκάλεσε ένα τέτοιο ενδιαφέρον που δεν μπορούσα να σκεφθώ τίποτε άλλο. Έγραψα στον μοναχό και του ζήτησα περισσότερες πληροφορίες. Τελικά, με τη βοήθεια κάποιων γενναιόδωρων ενοριτών βρέθηκα στην Πενσυλβάνια.
Δέος ανάμικτο με θαυμασμό με κατέλαβε από την ομορφιά των πρωινών και βραδινών Ακολουθιών που παρακολούθησα στο Χωριό. Και βέβαια, στη διάρκεια της θείας λατρείας έμαθα τελικά το αληθινό νόημα των εικόνων. Δεν είναι οι επίπεδες, δισδιάστατες, άψυχες ζωγραφιές, που φιλοτέχνησαν αγράμματοι αφελείς, όπως είχα διδαχθεί στο Κολλέγιο στα μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης. Είναι παράθυρα στον ουρανό που μας εμπνέουν και μας εξυψώνουν και μας οδηγούν σε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον Θεό. Ο ορισμός του Πάβελ Φλορένσκυ με εκφράζει περισσότερο απ’ όλους: «Η εικόνα υπάρχει ως η ορατή εκδήλωση της μεταφυσικής ουσίας αυτού που απεικονίζει.» Μοιάζει με γλωσσοδέτη, αλλά σημαίνει ότι οι εικόνες μάς βοηθούν με το να αποδίδουν οπτικά τις πνευματικές πραγματικότητες που γνωρίζουμε.
Πάντα αισθανόμουν μια ακαθόριστη οικειότητα με τον απόστολο Πέτρο. Βάδιζα με κόπο και πίστη και στο τέλος άναβε κάποιο φως. Από την άλλη, τον άνδρα μου άγγιζαν οι Παύλειες εμπειρίες της βροντής και των οραμάτων. Κατά την παραμονή μου στο Αντιοχειανό Χωριό, κάτι βαθύ και ανεξήγητο συνέβαινε, κάτι που σχεδόν ανταγωνιζόταν τις βροντές του π. Τσαντ. Κάθε πρωί, έκανα ένα γύρο της κατασκήνωσης, προσευχόμενη με το ροζάριό μου (ναι, το ροζάριο το χρησιμοποιούν και κάποιοι μη καθολικοί). Και κάθε πρωί σταματούσα στο ναό της Αγίας Θέκλας. Δεν ήξερα τίποτε γι’ αυτήν, ένιωθα όμως ότι έπρεπε να ζητήσω τη μεσιτεία της. Αργότερα έμαθα ότι η αγία Θέκλα, η Πρωτομάρτυς, ήταν μαθήτρια του αποστόλου Παύλου και η πρώτη γυναίκα μάρτυς της εκκλησίας. Τι πιο φυσικό λοιπόν, όταν δέχθηκα το Άγιο Χρίσμα, να πάρω το όνομα Θέκλα.
Από πολύ νωρίς στο Αντιοχειανό Χωριό –και καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μου- ένιωσα τα πρώτα σκιρτήματα του πόθου να μάθω περισσότερα για την Ορθοδοξία. Να ήταν άραγε αυτή η απαρασάλευτη Αλήθεια που τόσα χρόνια αναζητούσα ή απλώς μια σύντομη στιγμή έμπνευσης σ’ έναν ιερό και όμορφο χώρο; με τον καιρό άρχισα να υποψιάζομαι μάλλον το πρώτο!
Η πνευματική και συναισθηματική αλλαγή που γεύθηκα, έγιναν αμέσως φανερές μόλις γύρισα στο σπίτι και δεν εξέπληξαν μόνο εμένα, αλλά κυρίως τους γιούς και τον σύζυγό μου! Είχα βρει μια απερίγραπτη σχεδόν ανάπαυση, μια ζεστασιά που φώλιαζε στα κατάβαθα της καρδιάς μου και έβρισκε σιγά σιγά το δρόμο προς την επιφάνεια. Στην αγιογραφία είναι το εσωτερικό Φως αυτό που καταλάμπει από μέσα το εικονιζόμενο πρόσωπο, όχι η αντανάκλαση ενός φωτός που προέρχεται από εξωτερική πηγή.
Τις επόμενες εβδομάδες προσπάθησα να κρατηθώ μέσα στο θαύμα, το ένιωθα όμως να θαμπώνει όλο και περισσότερο μέσα στο νου μου, καθώς μπήκα πάλι στον αγώνα της επιβίωσης από τις καθημερινές μάχες που μαίνονταν στην καρδιά της Επισκοπελιανής εκκλησίας. Νοσταλγώντας να ξαναζήσω όσα ένιωσα στο ταξίδι μου, ξεφύλλισα μια μέρα τις σελίδες του τηλεφωνικού καταλόγου και βρήκα το τηλέφωνο του ορθόδοξου Καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου στη Wichita. Aπάντησε η ευγενική φωνή του πατρός Βασιλείου. Τον ρώτησα αν μπορούσαμε να κατεβούμε και να δούμε την εκκλησία και κανονίσαμε μια συνάντηση η οποία επρόκειτο να αλλάξει για πάντα τη ζωή μας.
Εκείνη η συνάντηση ήταν από μόνη της ένα θαύμα. Όχι μόνο δημιουργήθηκε αμέσως ένας σύνδεσμος με τον πατέρα Βασίλειο (τώρα επίσκοπο Βασίλειο), αλλά άναψε μέσα μας και μια μικρή ορθόδοξη φλόγα. Ο Σην, ο μικρότερος γιός μας κι εγώ, κατεβαίναμε στον άγιο Γεώργιο για τις Ακολουθίες, στις σπάνιες ευκαιρίες που μπορούσα να το σκάσω, και θυμάμαι πόσο έκλαψα όταν ανακάλυψα ότι αυτή είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την οποία αναζητούσαν αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να βρουν οι πατέρες μας από το Κίνημα της Οξφόρδης.
Έκλαιγα από λύπη γιατί ήξερα ότι εμείς, ως οικογένεια του πρωτοπρεσβύτερου του Επισκοπελιανού Καθεδρικού Ναού, δεν μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι θα πάρουμε ποτέ μέρος σ’ αυτήν. Το να αφήσουμε την Επισκοπελιανή εκκλησία σήμαινε ότι θα αποξενωθούμε, θα απορριφθούμε μια για πάντα από τους ενορίτες μας, θα χάσουμε τη σύνταξή μας, την υγειονομική μας κάλυψη και τον μισθό. Θα άνοιγε ένας ολόκληρος κύκλος συνταρακτικών εμπειριών, που δεν είχα το κουράγιο ούτε να τις σκέπτομαι. Όταν έμπαινα στον άγιο Γεώργιο, ένιωθα σαν το παιδάκι που στέκεται έξω από ένα μαγαζί με ζαχαρωτά, βλέπει μέσα, λαχταράει αλλά ξέρει ότι οι τσέπες του είναι άδειες. Πόσο λίγη ήταν η πίστη μου!
Κρατούσαμε για τον εαυτό μας τη λαχτάρα μας να γίνουμε Ορθόδοξοι, παρ’ ότι ο π. Τσαντ ήταν πάντα απροκάλυπτα θετικός για την Ορθοδοξία και τη θεολογία της. Με τον καιρό, οι εντάσεις και οι διαιρέσεις γίνονταν όλο και βαθύτερες. Οι δυσαρεστημένοι ενορίτες έκαναν μυστικές συναντήσεις σε μια προσπάθεια να φιμώσουν τον «τρελό πρωτοπρεσβύτερο». Με μια ανόσια συμμαχία με τον τοπικό επίσκοπο, ξεσηκώθηκαν να διώξουν τον π. Τσαντ. Ο άνδρας μου απάντησε στις συκοφαντίες όσο πιο τίμια μπορούσε. Στο τέλος, μετά από μια ψευδή και χαλκευμένη κατηγορία ότι δεν είχε χειροτονηθεί κανονικά, παραιτήθηκε.
Ο δρόμος άνοιγε, αν και όχι με τον τρόπο ακριβώς που το είχαμε φανταστεί. Φύγαμε, με την πίστη μας άθικτη, αλλά και με το φόβο ότι χάθηκαν όλα αυτά για τα οποία είχαμε αγωνιστεί. Άλλοι τριάντα επέλεξαν να εγκαταλείψουν μαζί μ’ εμάς το πλοίο που βυθιζόταν. (Κάποιος είχε πει ότι το να προσπαθείς να αποκαταστήσεις τις αποστατημένες Ομολογίες είναι σαν να τακτοποιείς τα καθίσματα στο κατάστρωμα του Τιτανικού.) Ο κόσμος του Επισκοπελιανού Καθεδρικού εξαπέλυσε άλλη μια επίθεση, αυτή τη φορά προσπαθώντας να συγκρατήσει τους ενορίτες που διασκορπίζονταν: κατηγόρησαν τον π. Τσαντ ως αιρετικό που πληρωνόταν από την Ορθόδοξη εκκλησία για προκαλέσει αυτή τη διαίρεση.
Απτόητοι από τις φημολογίες, την 1η Ιανουαρίου 1994, η οικογένειά μου πήρε το Χρίσμα κι ο σύζυγός μου χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Βασίλειο. Ο αγαπημένος αυτός φίλος μας βοήθησε στις δύσκολες μέρες που έρχονταν, κι εμείς απολαμβάναμε το γεγονός ότι τελικά μπορούσαμε να αναπαυθούμε κάτω απ’ τις φτερούγες ενός καλού και αγίου οδηγού, αληθινά διαποτισμένου από την Αποστολική Παράδοση.
Τριάντα άνθρωποι πήραν το Χρίσμα λίγες εβδομάδες αργότερα και από τότε αρχίσαμε την κοινή μας πορεία προς την Εκκλησία του Θεού. Με τη βοήθεια, τις προσευχές και την ενθάρρυνση των ανθρώπων του Αγίου Γεωργίου, και τις προσευχές αμέτρητων Ορθόδοξων ενοριών, ιδρύσαμε την Ενορία των Αγίων Πάντων, στο Salina του Kansas. Τελέσαμε την πρώτη μας Ακολουθία στο παρεκκλήσιο ενός νεκροταφείου. Τον πρώτο χρόνο μας ως ενορία, γευθήκαμε όλοι την αμφιβολία και τη θλίψη που απορρέει από μια κατάσταση που έμοιαζε με διαζύγιο. Πολλές φορές, ο άνδρας μου κι εγώ, είχαμε να παλέψουμε με το φόβο τι θα γίνουμε εμείς και τα παιδιά μας, χωρίς σύνταξη και ασφάλεια και με τα οικονομικά μας ασταθή. Αναρωτιόμαστε αν είχαμε κάνει σωστή επιλογή, και πάντα ο Θεός απαντούσε με το πλούσιο έλεός Του και με θαύματα.
Πριν κάνουμε, πάντως, το μεγάλο άλμα της Πίστεως, πήραμε τα μέτρα μας ώστε να μην βρεθούμε πάμφτωχοι στους δρόμους, δίνοντας στους επικριτές μας επιπλέον πυρομαχικά. Βρήκα αμέσως μια θαυμάσια δουλειά ως Γραφίστρια. Επιπλέον, πολλοί από τους πιστούς δεσμεύτηκαν να δουν την Ορθόδοξη Ιεραποστολή μας να πετυχαίνει στις δύσκολες μέρες που μας περίμεναν, και πρόσφεραν απλόχερα το χρόνο και τις υπηρεσίες τους.
Πράγματι, το έργο μας ήταν απλό. Το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να παραμένουμε πιστοί και να μην αφήσουμε τον διάβολο να βρει ερείσματα. Εύκολα το λες, αλλά πώς το κάνεις; Ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο, καθώς αποκτούσαμε γνώση της Ορθοδοξίας, το έργο γινόταν με χαρά και η χαρά έκανε εύκολες τις θυσίες.
Το δεύτερο βήμα στην πνευματική μου περιπέτεια έγινε όταν βυθίστηκα στη μελέτη της Ορθόδοξης Υμνολογίας και των Ακολουθιών. Με τη βοήθεια ενοριτών που είχαν γίνει Ορθόδοξοι την προηγούμενη χρονιά, βρήκαμε το δρόμο μας μέσα απ’ την νέα μουσική και τη διαφορετική δομή της Θείας Λειτουργίας, του Εσπερινού και του Όρθρου.
Θυμάστε την στενή οδό για την οποία μιλούσε πάντα ο Κύριός μας; ο Ορθόδοξος δρόμος, ανακάλυψα, ότι δεν είναι εύκολος, σε γεμίζει όμως με ικανοποίηση. Για πρώτη φορά, η προσευχή μετατράπηκε από χλιαρή, χωρίς νόημα επανάληψη σε μια τροφή που αλλάζει τη ζωή μας. Πέφτω καθημερινά, αλλά τώρα έχω τα εργαλεία που με βοηθούν να σταθώ και πάλι και να συνεχίσω να προχωρώ προς τα εμπρός.
Νιώθω ότι εκτιμούν το ρόλο μου ως «khouriya» (η αραβική τρυφερή λέξη για την πρεσβυτέρα), και με έκπληξη βλέπω ότι οι άλλοι Ορθόδοξοι με δέχονται επειδή παίρνω στα σοβαρά αυτή την κλήση. Ναι, δοκιμασίες υπάρχουν ακόμη, αλλά νιώθω επαρκώς οπλισμένη για να τις αντιμετωπίσω. Η Ορθοδοξία είναι το θαύμα που αναζητούσα σε ολόκληρη τη ζωή μου. Βλέπω τον Χριστό όλο κι περισσότερο στα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω μου, και μπορώ επιτέλους να απαλλαγώ από την πικρία και τον πόνο που ήταν η καθημερινή μου τροφή επί τόσα χρόνια.
Είναι μόνο μια μικρή αρχή σε μια μικρή ζωή. Βρήκα το ατίμητο μαργαριτάρι, και ξέρω ότι θα μπορούσα να δώσω και τη ζωή μου γι’ αυτό. Η συμβουλή μου σε όσους ακόμη αναζητούν; Είναι η ίδια μ’ αυτήν που δεχόμουν από αμέτρητους ανθρώπους, οι οποίοι άφησαν άλλες παραδόσεις για να γίνουν Ορθόδοξοι: Μην περιμένετε! Εμείς επρόκειτο να τα χάσουμε όλα και αντ’ αυτού κερδίσαμε τα πάντα. Καταδυθείτε, πιείτε άφθονο νερό. Δεν είμαστε πια απ’ έξω, να κοιτάμε με λαχτάρα μέσα· όπως είπε ο επίσκοπος Βασίλειος «τη στιγμή που λάβατε το Χρίσμα, γίνατε Ορθόδοξοι και εγκεντριστήκατε αληθινά στο Σώμα του Χριστού.»
Shelley Hatfield
ΠΗΓΗ.ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ -ΒΗΜΟΘΥΡΟ—Ο.Ο.Δ.Ε