Α΄Κυριακή των Νηστειών – Κυριακή της Ορθοδοξίας
12 Μαρτίου 2011
Το φρόνημα της Ορθοδοξίας.
Η σημερινή Κυριακή είναι αφιερωμένη στην Ορθοδοξία μας και γι’ αυτό ονομάζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό τον λόγο θα προσπαθήσουμε σήμερα, με τη βοήθεια του Θεού, να αναλύσουμε αυτό τον όρο για να δούμε το περιεχόμενό του και τη σημασία, που έχει για τη ζωή μας και τη σωτηρία μας.
1. Η σημασία της
Ορθοδοξία είναι η ορθή δόξα, ορθή άποψη, ορθή γνώμη, ορθή απόφαση για κάτι. Στις Πράξεις των Αποστόλων (κεφ. 15, 28) υπάρχει το ρήμα «έδοξε», από το οποίο προέρχεται και η δόξα, στη φράση «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Είναι η απόφαση από τη Σύνοδο των Αγίων Αποστόλων, η οποία λήφθηκε με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό λένε οι άγιοι Απόστολοι: «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν», δηλαδή το Άγιο Πνεύμα αποφάσισε και μας φώτισε να αποφασίσουμε κι εμείς.
Για ποιό θέμα όμως η Ορθοδοξία καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα και έχει «ορθή δόξα»;
2. Ο Θεάνθρωπος
Πρόκειται για το πρόσωπο του Θεανθρώπου, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το «μέγα της ευσεβείας μυστήριον», όπως το αποκαλεί ο απ. Παύλος, ότι ο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α’ Τιμ. 3, 16). Είναι το μεγάλο μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, Κυρίου μας Ιησού Χριστού, για το οποίο μόνο η Ορθοδοξία φρονεί και πιστεύει ορθά.
Το μυστήριο αυτό είναι «κεκρυμμένον αγγέλοις και ανθρώποις», όχι μόνο πριν φανερωθεί, αλλά και μετά που φανερώθηκε, παραμένει μυστήριο. Ο Θεός, λένε οι Πατέρες, «κρύφιος έστι και μετά την έκφανσιν» (=τη φανέρωσή Του). (Διον. Αρεοπαγίτης). Δεν μπορεί κανένας να συλλάβει το μυστήριο του Θεού και να το εκφράσει. Ούτε και τον «ιμάντα των υποδημάτων» δεν μπορούσε να λύσει ο «μείζων των Προφητών», Ιωάννης ο Πρόδρομος, εννοώντας αυτό το μυστήριο, όπως λέγει ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος. Δεν μπορούσε να εισδύσει και να κατανοήσει, ούτε και το ακρότατο σημείο του Μυστηρίου. Το «πώς έγινεν άνθρωπος μένει διαπαντός ανέκφαντον» (=αφανέρωτον) λέγει ο άγιος Μάξιμος. Μπορεί να φαινόταν ως άνθρωπος μεταξύ των ανθρώπων, αλλ’ έμενε κρυμμένος ως Θεός, γιατί δεν ήταν σε θέση οι άνθρωποι να δουν τη θεία Του φύση. Ήταν λοιπόν επόμενο οι άνθρωποι να διατυπώσουν για το Χριστό διάφορες απόψεις, για να Τον πιστέψουν ή ως Θεό και Σωτήρα ή ως ένα απλό άνθρωπο και μάλιστα αμαρτωλό. Πώς λοιπόν θα γνωρίσουμε το Χριστό με τρόπο ορθό, αληθινό;
3. «Εν Αγίω Πνεύματι»
Ο Απόστολος Παύλος στο ρητό που αναφέρει, για το «μέγα μυστήριο της ευσεβείας», λέγει πως ο Χριστός «εδικαιώθη εν Πνεύματι», δηλαδή αποδείχθηκε Θεός και Σωτήρας σε όσους φωτίζονταν από το Άγιο Πνεύμα. Όσοι τον γνώρισαν χωρίς τον θείο φωτισμό, έλεγαν: «Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης». Είναι η γνώση του Χριστού «κατά σάρκα» (Β’ Κορ. 5, 16) μέσα από τα αμαρτωλά πάθη. Όσοι όμως Τον γνώρισαν «εν Πνεύματι Αγίω», με το θείο φωτισμό, Τον είδαν, ως τον «Κύριον της δόξης» (Α’ Κορ, 2, 8). «Εθεασάμεθα την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός» (Ιω, 1, 14) λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης για τους Μαθητές του Χριστού και τους «καθαρούς τη καρδία».
Έτσι ο Χριστός σε όσους ζουν «κατά Θεόν», είναι Θεός Σωτήρας και Λυτρωτής του κόσμου. Γι’ αυτό έγινε και η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητές την ημέρα της Πεντηκοστής, καθώς και σε όσους λαμβάνουν το μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος, ώστε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που λαμβάνουμε, να μπορέσουμε να γνωρίσουμε τον αληθινό Χριστό, τον Θεάνθρωπο, βιώνοντας τον δικό Του τρόπο ζωής.
Αυτή λοιπόν η «εν Αγίω Πνεύματι» πίστη για το Χριστό είναι το φρόνημα της Ορθοδοξίας. που είναι και η υπόθεση της σημερινής Κυριακής: Η ορθή πίστη, η ένυπόστατη Αλήθεια, που αναφέρεται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Κυρίου μας Ιησού Χριστού και γνωρίζεται «εν Αγίω Πνεύματι». Τον πιστεύουμε «ορθοδόξως» ότι είναι «ο εκ Πατρός εκλάμψας Υιός αρρήτως (=ανεκφράστως) και εκ γυναικός ετέχθη διπλούς τη φύσει», τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος». Και αφού από Θεός απερίγραπτος έγινε άνθρωπος με σώμα και ψυχή και μπορεί να περιγραφεί, μπορεί και να εικονισθεί. Γι’ αυτό η Ορθοδοξία ζωγραφίζει και ασπάζεται την «άχραντον εικόνα της Χριστού ενανθρωπήσεως», χωρίς να τη λατρεύει, για να εκφράζει τον άπειρο σεβασμό της στο Χριστό, αλλά και με τη θέα της εικόνας να διεγείρει τα τέκνα της «αεί» (= πάντοτε, συνεχώς, χωρίς παύση) στη μνήμη της «Αυτού ενανθρωπήσεως», για να αγιάζεται και η μνήμη και όλος ο άνθρωπος. Βλέποντας την εικόνα πιστεύουμε σε εκείνα που μας είπε και τα ακούσαμε.
Επί πλέον δε να αναπολούμε τα άρρητα θαύματά Του, την όλη ζωή και την άριστη πολιτεία Του στον κόσμο: Την ταπείνωσή Του, τη νηστεία Του, την προσευχή και την υπακοή Του στον Πατέρα «μέχρι θανάτου», θανάτου δε Σταυρού. Με τον θάνατό Του, ανέστησε τη δική μας εικόνα, την ανθρώπινη φύση, που καταρρυπώθηκε από τον μολυσμό των αμαρτιών μας και την αναμόρφωσε, αφού τη βάσταξε πάνω Του, την θέωσε και την ανύψωσε «εν δεξιοίς του Πατρός». Με την αναμαρτησία Του νίκησε τον εχθρό της σωτηρίας μας, που μας απάτησε. Και με την όλη ζωή Του μας οδήγησε στο αρχαίο αξίωμα, στη ζωή της Χάριτος, που είχαμε και χάσαμε «απάτη του εχθρού».
Βλέποντας ακόμη την απαστράπτουσα εικόνα του Κυρίου μας, να θυμόμαστε, πως πρέπει να καθαρίσουμε κι εμείς την προσωπική μας εικόνα, τη ψυχή μας, από τα προσωπικά μας πάθη, για να γίνει «Θεού οικητήριον». Η αγία μας Εκκλησία μας θυμίζει το χρέος αυτό, όταν ο ιερέας μετά το θυμίαμα των αγίων εικόνων, θυμιατίζει κι εμάς για να καθαρθούμε και να γίνουμε όμοιοι με τις εικόνες των Αγίων.
4. Η Ορθοδοξία ως πράξη και ζωή
Η μνήμη του Χριστού στη καρδιά, ο αγώνας της ασκήσεως για κάθαρση από τα πάθη, ώστε ο άνθρωπος να ζει μέσα στο Χριστό και ο Χριστός μέσα στον άνθρωπο, σημαίνει πως η Ορθοδοξία δεν είναι απλά μια θεωρητική πίστη στο Χριστό, αλλά και «εν Χριστώ ζωή», κατά το υπόδειγμα της ζωής του Χριστού.
Η ορθή πίστη, ως πράξη και βίωμα, βιώθηκε από την Εκκλησία στα πρόσωπα των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Οσίων και «πάντων των Αγίων», με πρώτη την Υπεραγία Θεοτόκο.
Το «ένθεον πλήθος» της Εκκλησίας, αυτοί που έφεραν τον Θεό μέσα τους, είχαν ως φρόνημα τους να μη χωρισθούν ποτέ από τον Νυμφίο Χριστό. Αφού Εκείνος υπέφερε σταυρό και θάνατο για να καθαρίσει και θεώσει εμάς, οφείλουμε κι εμείς να αίρουμε τον σταυρό μας για την αγάπη σ’ Αυτόν. Αυτό που έλεγε ο απ. Παύλος, «ενεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ρωμ, 8, 36), έγινε βίωμα όλων των Αγίων.
Η μαρτυρία της πίστεως και της αγάπης τους στο Χριστό έφθασε στη θυσία και την απώλεια, όχι μόνο μερικών πραγμάτων του κόσμου, αλλά και αυτής της φυσικής ζωής,
5. Η «κατά σάρκα» πίστη στο Χριστό
Ο σταυρός του μαρτυρίου στήθηκε στην Εκκλησία, γιατί αντίθετα προς την ορθή πίστη της Ορθοδοξίας, υπήρξαν και αυτοί που είδαν το Χριστό «κατά σάρκα», μέσα από το πλήθος των αμαρτωλών παθών τους, με καρδιά μολυσμένη. Όπου υπάρχει αμαρτωλή ζωή υπάρχει και απιστία ή πίστη δυσσεβής, ψευδής και νοθευμένη. Αυτοί λοιπόν, μαζί με την παρακίνηση του διαβόλου, είδαν το Χριστό, όχι μόνο απλό άνθρωπο, αλλά και αμαρτωλό (Φαρισαίοι), λαοπλάνο, καταλύτη του Νόμου του Μωϋσέως ή των αρχαίων θεών της ειδωλολατρίας.
Για να εκλείψει το όνομα του Χριστού από τον κόσμο, πολέμησαν το Χριστό στα πρόσωπα των χριστιανών οι Αυτοκράτορες με τους διωγμούς, αλλά και οι αιρετικοί. Αυτοί με την ψευδή διδαχή τους παρουσίαζαν ένα Χριστό απλό άνθρωπο ή μόνο Θεό για να δείξουν ότι Θεός και άνθρωπος δεν συνάπτονται και έτσι να ματαιωθεί η θέωση του ανθρώπου. Να μείνει ο άνθρωπος χωρισμένος από το Θεό. Κατά τον ίδιο τρόπο πολέμησαν και τις άγιες εικόνες του Χριστού και των «κατά χάριν» θεών, των Αγίων Του. Διώχθηκαν οι Μοναχοί, οι Ασκητές, οι Πατέρες της Εκκλησίας, που ζούσαν και κήρυτταν τον αληθινό Χριστό. Υβρίσθηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, ακόμη δε και θανατώθηκαν.
Πρόθεσή τους ήταν η ίδια η πρόθεση του διαβόλου. Να εξαλειφθεί ο αληθινός Χριστός, ο Χριστός της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας, για να μη σωθεί ο άνθρωπος. Να μείνει για πάντα στην πτώση από τη θεία ζωή της Χάριτος, που είναι αθανασία και δόξα.
6. «Ως εθελόθυτα θύματα»
Θύματα της διαβολικής τυραννίας των ειδωλολατρών, αλλά και των ηγετών των Ιουδαίων υπήρξαν όσοι πίστευαν και ζούσαν ορθόδοξα, δηλαδή «κατά Χριστόν».
Έτσι ο σταυρός του Χριστού διαβαίνει στην Εκκλησία. Και εδώ η επινόηση προέρχεται από τον διάβολο, όπως και στον σταυρό του Χριστού. Η αγία μας Εκκλησία, όχι απλά δεν τον αρνήθηκε, αλλά πάντοτε θεωρούσε «χάρισμα» το «υπέρ Χριστού πάσχειν» (Φιλίπ. 1, 29). Σηκώνει τον σταυρό του Χριστού στη ζωή των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Ομολογητών και πάντων των Αγίων της. Όλοι αυτοί για την εμμονή στον έρωτα του Νυμφίου τους, υπέστησαν βρισιές, εξουθενώσεις, εξορίες, φυλακίσεις, δημεύσεις περιουσιών, αλλά και ποικίλους μαρτυρικούς θανάτους.
Έτσι βλέπουμε ότι Ορθοδοξία δεν είναι μόνο το «πιστεύειν» αλλά και το «συμπάσχειν» με το Χριστό. Δεν φτάνει μια συναισθηματική αγάπη στο πρόσωπό Του, αλλά και «κοινωνία στα πάθη Του».
Γι’ αυτό οι Άγιοι θεώνονται, γιατί πιστεύουν και γίνονται κοινωνοί στα παθήματα και το σταυρό του Χριστού μας. Επειδή αγωνίσθηκαν μέχρι θανάτου, δέχθηκαν τη Χάρη και την «ευωδία του Αγίου Πνεύματος», γι’ αυτό ευωδιάζουν τα λείψανά τους μετά τον θάνατό τους και επιτελούν θαύματα. Εμείς προσκυνούμε τόσο τα αγία λείψανά τους, όσο και τις αγίες εικόνες τους. Οι Άγιοι «συνυβρίσθησαν» με τον Χριστό και όταν οι εξευτελισμοί και η ασέβεια των ασεβών και απίστων βεβήλωνε τις αγίες εικόνες τους. Όπως η τιμή των εικόνων μεταβαίνει στο πρωτότυπο, το ίδιο και η ατιμία.
Με τα πάθη τους για το Χριστό, δέχονται το θείο κάλλος, αφού απαλλάγηκαν από την ασχήμια των παθών. Έγιναν πραγματικά ωραίοι στη ψυχή και το σώμα. Ζουν την Ανάσταση, την ελευθερία από όλα τα του κόσμου, ακόμη και από τη φυσική ζωή και απαστράπτουν από τη λαμπρότητα της θείας Χάριτος. Γίνονται Χριστοφόροι και Θεοφόροι, όπως τους βλέπουμε και στις άγιες εικόνες τους. Με τη ζωή και το θάνατό τους φωτίζουν τον κόσμο και τον οδηγούν στην ορθή πίστη ότι η πιό μεγάλη χαρά και απόλαυση του ανθρώπου είναι το «μετά του Χριστού ζην».
Στις ψυχές των Αγίων αναπαύεται ο Χριστός και ο Χριστός είναι η δική τους ανάπαυση. Έτσι η «ορθή δόξα» μεταποιείται σε ορθή δοξολογία του Θεού, που είναι ο θεοπρεπής βίος. Δοξάζουμε το Θεό, όταν ζούμε «κατά Θεόν». Ο απ. Παύλος, ζώντας τους φρικτούς διωγμούς και τους «καθ’ ημέραν θανάτους», αγρυπνούσε για να δοξολογεί τον Θεό (Πράξ. 16, 25) που τον έφερε διαρκώς στη καρδιά Του. Όλη η ζωή του, καθώς και όλων των Αποστόλων και των Αγίων είναι δοξολογία στο Θεό. Ενώ γράφει τις επιστολές του διακόπτει τη ροή του λόγου του, για να παρεμβάλει τη δοξολογία: «ο ων ευλογητός (=δοξασμένος) εις τους αιώνας»,
7. «Εξήλθε νικών και ίνα νικήση»
Με το τέλος των διωγμών, του μαρτυρίου και του αίματος, και του πολέμου των αιρέσεων η νίκη κερδήθηκε από τον Χριστό, γιατί αυτό που ήθελε ο διάβολος να χωρίσει τους Μάρτυρες από το Χριστό για να συνεχίζεται «εις το διηνεκές» η πτώση του ανθρώπου, δεν το πέτυχε. Όπως ο Χριστός μέχρι τελευταίας πνοής στο Σταυρό «έμενεν εν τω Πατρί», υπήκοος στο θέλημά Του, το ίδιο και οι Άγιοι Μάρτυρες του Χριστού. Προτιμούσαν να αλεσθούν από τα δόντια των θηρίων ή να αποκεφαλισθούν ή να υποστούν άλλους θανάτους, να διαχωρισθούν σώμα και ψυχή, αλλά ποτέ να μη χωρισθούν από τον Θεό. Σ’ όλη την πανοπλία τού εχθρού αντέτασσαν τη θεία αγάπη, τον θείο έρωτα. Το «πυρ» του θείου έρωτος έσβηνε τη δύναμη του πυρός, του αισθητού και το έκανε δροσοβόλο. «Έκλιναν τον αυχένα» με χαρά, ολοπρόθυμοι να υποστούν θάνατο με τα ξίφη των τυράννων, για να συναφθούν με τον Νυμφίο Χριστό. Και αυτό το θεωρούσαν προνόμιο.
Έτσι, Ορθοδοξία σημαίνει «κοινωνία στα παθήματα του Χριστού». Αυτή τη νίκη γιορτάζει σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία: Την άρνησή της να χωρισθεί από τον Χριστό με οποιεσδήποτε συνέπειες. Έτσι πραγματοποιήθηκε ο ένας και μοναδικός σκοπός: Η Εκκλησία να γίνει ένα με το Χριστό, να συνεχίζεται η Σάρκωση «κατά πνεύμα» στις καρδιές των ανθρώπων. Και αυτό είναι Ορθοδοξία.
Σήμερα, που πολύς «χριστιανικός» κόσμος αφαίρεσε από τον Χριστιανισμό ό,τι δεν ευχαριστεί το σώμα, τη σάρκα, για να κάνει ένα Χριστιανισμό χωρίς σταυρό, χωρίς θυσία και άσκηση, που είναι «άρνηση του Σταυρού του Χριστού», η Ορθοδοξία είναι η μόνη ελπίδα του ανθρώπου για σωτηρία, γιατί κατέχει το πλήρωμα, που είναι το Θεανθρώπινο. Μόνο με την άρση του Σταύρου τού Χριστού, με τον αγώνα και την άσκησή μας, κατά το πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μπορούμε να ζήσουμε ορθόδοξα, δηλαδή «εν Χριστώ».
(Παύλου Μουκταρούδη, θεολόγου, «Διἠρχετο δια των σπορίμων», τ. Β΄, εκδ. Ι.Μητροπόλεως Λεμεσού)