Μη ζητάτε πρόσκαιρα «αγαθά», μάταια και ψεύτικα (Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, 1134-1220 μ.Χ.)
10 Μαρτίου 2011
«Αιτείτε και δοθήσεται υμίν», αλλά μη ζητάτε πρόσκαιρα «αγαθά», μάταια και ψεύτικα. Τα βλεπόμενα είναι πάντα εφήμερα. Όλα αυτά «είναι ματαιοπονία και χίμαιρα», ενώ τα μη βλεπόμενα είναι αιώνια· γι’ αυτό, «ζητάτε και θα σας δοθεί» σας παραγγέλλω, όμως, να μη ζητάτε οτιδήποτε υλικό και σωματικό· «ο ουράνιος Πατέρας σας ξέρει καλά ότι έχετε ανάγκη απ’ όλα αυτά προτού ακόμα του το ζητήσετε»· να ζητάτε, γι’ αυτό, τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του κι όλα αυτά θ’ ακολουθήσουν, τα λοιπά θα σας δοθούν και χωρίς να τα ζητήσετε.
Ποιός τόλμησε ποτέ να ζητήσει από επίγειο βασιλιά βελόνι ή κουρέλι ή προβιά ή κάτι ασήμαντο και αταίριαστο για το γόητρο της βασιλείας του; Κι αν κάπου κάποιος παρουσιασθεί να ζητήσει τέτοια ευτελή, όχι μονάχα δεν θα τα λάβει αλλά και θα επισύρει την οργή, γιατί με τέτοια αιτήματα εξύβρισε τον βασιλιά. Αυτός, λοιπόν, ένας επίγειος άρχοντας, εξοργίζεται, όταν του ζητούν ανάξια πράγματα. Τέτοιες ενέργειες τις θεωρεί σαν ατιμωτικές για το πρόσωπό του κι όταν ακόμη είναι φιλοχρήματος. Φαντασθείτε, επομένως, πόσο πολύ περισσότερο θ’ αγανακτήσει ο βασιλεύς των βασιλέων! Οπωσδήποτε θ’ αρνηθεί να παράσχει το αιτούμενο, μια και τούτο είναι ανάξιο της μεγαλοσύνης Του. Αυτά, λοιπόν, συμβαίνουν, και με ‘μάς, όταν ζητούμε υλικά και φθαρτά αγαθά.
Δες, όμως, και το άτοπο του πράγματος: Ο επίγειος βασιλιάς προστάζει τους συνοδούς του με βία ν’ απωθούν απ’ τις βασιλικές αυλές τους ζήτουλες και ανελέητα να τους κτυπούνε! Όμως αυτοί, μ’ αναίδεια, επιμένουν στα αιτήματά τους. Για να εξασφαλίσουν, τελικά, τί; Όχι τη βασιλεία ή τους θησαυρούς της, άλλα κάτι το φτωχό και μηδαμινό. Κάτι το εντελώς ανάξιο των πολλών κόπων και θυσιών που χρειάσθηκε να καταβάλουν.
Αντίθετα ενεργεί ο βασιλεύς των δυνάμεων. Δεν διατάζει τους συνοδούς του ν’ απωθήσουν τους ερχόμενους να υποβάλουν αιτήματα. Ζητά, μάλλον, απ’ αυτούς και να συντρέξουν τους αιτητές. Πολύ περισσότερο! Αυτός μας προτρέπει: «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν». Κι εμείς τί κάνουμε; Είτε διακόπτουμε να ζητάμε το παραμικρό, είτε ζητάμε ανάξια και ανάρμοστα σ’ εμάς πράγματα, είτε απαιτούμε να έχουμε υπεράξια για μας αγαθά. «Αναζητάτε και θα βρείτε· κτυπάτε και θα σας ανοίξουν». Ζητήστε την οδό, για ν’ ακούσετε: «Εγώ είμαι η οδός… κανείς δεν πηγαίνει στον Πατέρα, παρά μόνο αν περάσει από μένα». «Κτυπάτε την πόρτα και θα σας ανοίξουν», γιατί Εκείνος διακήρυξε: «Εγώ είμαι η θύρα». Ψάξετε να βρείτε τη ζωή, την αληθινή ζωή. Ψάξετε να βρείτε την οδό που οδηγεί εκεί· επιστρέψτε στο θείο Παράδεισο. Κτυπάτε την πόρτα και θα σας ανοίξουν. Δεν θ’ ανοίξει η πόρτα με τρόπο αυτόματο, αλλά «κτυπάτε και θα σας ανοίξουν».
Αυτό το διακριβώνουμε και με το παράδειγμα των αρχοντικών και βασιλικών μεγάρων. Όταν κλεισθούν οι πόρτες κι αναλάβουν οι θυρωροί τη φρούρησή τους, δεν ανοίγουν με τρόπο αυτόματο για τους βρισκόμενους έξω απ’ αυτές. Τότε μόνο θ’ ανοίξουν, αν αρχίσουν να τις κτυπούν με τρόπο επίπονο και επίμονο. Τότε και μόνο τότε θ’ ανοίξουν οι θυρωροί, δείχνοντας μάλιστα και πόσο ενοχλήθηκαν από τα κτυπήματα τους.
Επομένως και σεις, παρόμοια, «ζητάτε και θα σας δοθεί»· ζητάτε τη βασιλεία των ουρανών, «ψάξετε και θα βρείτε εκείνη την αγία οδό, την κακοτράχαλη και θλιβερή, την στενή θύρα και απλησίαστη για τους παραφορτωμένους με αμαρτήματα. Την ανοικτή για όσους φέρουν πλούτο ευάρεστων στο Θεό μυριάκριβων αρετών. Τέτοιες αρετές, ο αγιογραφικός λόγος παρομοιάζει με χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμους λίθους και άλλα ισότιμα. «Κρούετε και ανοιγήσεται υμίν», αλλά μην κτυπάτε, σαν εκείνες τις ανόητες παρθένες, που φώναζαν: «Κύριε, κύριε, άνοιξε μας!»· κι εκείνος αποκρίθηκε: «Δεν σας ξέρω». Κτυπάτε με τα έργα τα καλά και θα σας ανοίξουν κι αφού κληθείτε, να εισέλθετε μ’ ευγνωμοσύνη, όπως συνέβηκε με τον δούλο της παραβολής αυτός αξιώθηκε ν’ ακούσει: «εύγε, καλέ κι αξιόπιστε δούλε, έλα να γιορτάσεις και να χαρείς μαζί μου».
Πώς, λοιπόν, Κύριε, να κτυπήσουμε εκείνη την άϋλη πόρτα; Με τί είδος κτυπητήρι να κτυπήσουμε την πόρτα εκείνη την άγια;
Αφού, λες άϋλη και άγια εκείνη την είσοδο, καταλαβαίνεις ότι και το κτυπητήρι πρέπει να ‘ναι ανάλογο: άϋλο και άγιο. Τέτοιο, για με, είναι η πίστη η ειλικρινής. Με τούτο το κτυπητήρι της πίστης κτύπησε εκείνος ο ληστής και του άνοιξε την είσοδο στο παράδεισο. Δεν τολμούσε αυτός, όπως πολλοί από τους αγίους να πει, για με σταυρώθηκε ο Κύριος. Αλλά, αφού ξεκάθαρα ομολόγησε, ότι είναι ληστής και κακούργος και ένοχος καταδίκης, κτύπησε στη συνέχεια με το κτυπητήρι της πίστης. Τότε οι θυρωροί, δηλαδή τα Χερουβείμ και η φλογίνη ρομφαία , αποχώρησαν. Κτύπησε κι’ άνοιξε γι’ αυτόν, πριν απ’ όλους, ο παράδεισος.
Κτύπησε και η πόρνη την πόρτα του θείου ελέους με το κτυπητήρι των δακρύων κι έλαβε την άφεση. Το ίδιο και ο άσωτος της παραβολής και πλούτισε με την υιοθεσία. Κι ο τελώνης, αυτογρονθοκοπούμενος και κτυπώντας τα στήθη του, δικαιώθηκε. Κτυπάτε, λοιπόν, και σεις, όπως εκείνος, το στήθος και θ’ ανοίξει η καρδιά σας για δάκρυα και κατάνυξη και ο νους σας θα διανοιγεί τόσο, ώστε να βλέπει τα αόρατα· τότε, αντικρίζοντας εκείνα με τρόπο νοερό, ζητάτε και θα λάβετε, αφού «πας ο αιτών λαμβάνει, και ο ζητών ευρίσκει, και τω κρούοντι ανοιγήσεται». Και όπως, ακριβώς, συμβαίνει να μη λαμβάνουν τα αιτούμενα οι «κακώς αιτούντες», αυτό θα συμβαίνει με το σύνολο των αιτητών. Δεν θα λαμβάνουν τα αιτούμενα όλοι οι αιτητές, παρά μονάχα εκείνοι που μίσησαν ολόκαρδα τη κακία, αποξενώθηκαν απ’ το κακό και πλουτίζουν σε αγαθοπραξίες.
Αυτοί θα λάβουν τα αιτούμενα, και ψάχνοντας θα βρουν και κτυπώντας την πόρτα του ελέους θα την δουν γι’ αυτούς ολάνοικτη. Γιατί, ποιός από σας, αν του ζητήσει το παιδί του ψωμί, θα του δώσει λιθάρι; Ή αν του ζητήσει ψάρι, θα του δώσει φίδι; «Ποιός», αντί του μηδένας «άνθρωπος θα δώσει στο παιδί του φίδι αντί ψωμί και ψάρι». «Αφού σεις ξέρετε να δίνετε στα παιδιά σας καλά πράγματα, πολύ περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας θα δώσει αγαθά σ’ όσους του το ζητούν». Απ’ αυτά μαθαίνουμε πόσο μεγάλο αγαθό είναι η επίμονη αίτηση προς το Θεό.
(Αγ. Νεοφύτου του Εγκλείστου, Περί του Χριστού εντολών, Λόγος Δ΄-απόσπασμα.)