Μεγάλη Τεσσαρακοστή: Συμμετοχή στο σταυρό του Χριστού
5 Μαρτίου 2011
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ
Με το Ευαγγέλιο, αλλά και το περιεχόμενο της Υμνολογίας της σημερινής Κυριακής της Τυροφάγου, η Εκκλησία μας εισάγει στον σταυροαναστάσιμο τρόπο ζωής της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Όλα τα μέσα που μας προσφέρονται κατά την περίοδο αυτή, έχουν σκοπό να μας βοηθήσουν να γίνουμε «κοινωνοί» στα παθήματα του Κυρίου μας, να «άρωμεν τον Σταυρόν» Του -έστω και στο ελάχιστο- στον οποίο είναι «κεκρυμμένη η Ανάστασης» (ι. Χρυσόστομος).
Το περιεχόμενο της ημέρας αυτής εκφράζουν τόσο το Συναξάρι όσο και η Υμνολογία. Είναι η ανάμνηση της εξορίας του Αδάμ από τον Παράδεισο της αγάπης του Θεού, που είναι τρυφή και απόλαυση αέναη, στη «γη των ακανθών» του σκότους των παθών, που είναι οδύνη, πικρία, φθορά και θάνατος. Και έγινε αυτό, γιατί ο άνθρωπος σταμάτησε να αντλεί ζωή από την αγάπη και τη σχέση του με τον Θεό, απέρριψε και απέβαλε τη Χάρη, που τον ζωοποιούσε, για να ζήσει αυτόνομα, κάνοντας αυτοσκοπό την ικανοποίηση των βιολογικών του αναγκών και απαιτήσεων. Αποκόπηκε από τον Θεό, που ήταν στέρηση της αληθινής ζωής και ακολούθησε τη βιολογική, η οποία τερματιζόταν με τον θάνατο. Στα πρόσωπο όμως του Αδάμ εκπροσωπείται όλη η ανθρωπότητα, ο καθένας μας. Όλοι γευόμαστε την πικρία, την εξορία, την οδύνη του θανάτου, κατά το μέτρο που μετέχουμε στον τρόπο ζωής του Αδάμ. Η μόνη διέξοδος:
1. Χριστός, ο νέος Αδάμ
Ο Κύριος μας με τη Σάρκωσή Του έγινε ο νέος Αδάμ, αλλά ακολούθησε τον αντίθετο τρόπο ζωής από τον πρώτο. Υπακούοντας στο θέλημα του Πατρός Του και μένοντας απόλυτα αναμάρτητος, αποδέχθηκε εκούσια την έσχατη συνέπεια της πτώσεως μας, τον σταυρικό θάνατο και τον μεταμόρφωσε σε ζωή και ανάσταση για τον άνθρωπο, γιατί «κατέκρινε εν τη σαρκί αυτού» την αμαρτία της παρακοής μας, που έφερε τον θάνατο. Έτσι έσωσε την ανθρώπινη φύση, γιατί πέτυχε τον προορισμό, για τον οποίο πλάστηκε: Να είναι «εικόνα» και «δόξα» του Θεού.
2. «Συσταυρωθώμεν Αυτώ»
Κατά το πρότυπο του Κυρίου, η αγία μας Εκκλησία προσκαλεί κι εμάς πάντοτε, ιδιαίτερα δε κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, αν επιθυμούμε να επιστρέψουμε στον Παράδεισο της υπακοής και της αγαπητικής σχέσης και κοινωνίας με τον Θεό, να συμμορφωθούμε με τον σταυρικό τρόπο ζωής του Κυρίου μας. Με τη νηστεία, την εγκράτεια των επιθυμιών, τη συγχωρητικότητα, την υπέρβαση των επίγειων θησαυρών, που φθείρονται και αφανίζονται, με την προσευχή, τη συμμετοχή στα Μυστήρια και τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, μας καλεί η Εκκλησία να καθαρθούμε από τα πάθη μας, για να συμμετάσχουμε -έστω και λίγο- στον σταυρό του Κυρίου μας. Να σταυρώσουμε και νεκρώσουμε τις αμαρτίες μας, τις αυτόνομες ενέργειες της σαρκικής φύσης μας, τα πάθη μας, που ικανοποιούν το «φρόνημα της σαρκός» και είναι μετάβαση «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Είναι η «διά βίου» μετάνοια των Αγίων, που έζησαν σταυρικά, για να έχουν «κοινωνία ζωής» με τον Χριστό. Η συμμετοχή μας στην ανάσταση της ζωής ως αγάπης και κοινωνίας με τον Θεό, θα είναι ανάλογη με τη συμμετοχή μας στον σταυρό της άσκησης, για θάνατο καθημερινό του «φρονήματος της σαρκός». Είναι η προσφορά της δικής μας μικρής αγάπης, ως ανταπόκρισης στην άπειρη δική Του. Έτσι γινόμαστε «κατά χάριν» υιοί του Θεού, όχι με εξωτερικούς τύπους και πλαστά σχήματα, για να εντυπωσιάσουμε τους ανθρώπους, αλλά «εν τη ανακαινώσει του νοός ημών και τη ειρήνη των λογισμών και τη αγάπη του Κυρίου και τω ουρανίω έρωτι». Γινόμαστε «καινή κτίσις». για την οποία ο ερχομός του «Κυρίου γέγονε» (αγ. Μακάριος).
3. Μας προτρέπει και το Ευαγγέλιο
Και το σημερινό Ευαγγέλιο είναι μια προτροπή να καταβάλουμε τις αντιστάσεις του ανθρώπου της πτώσεως, που αρνήθηκε τον τρόπο ζωής, που του υπόδειξε ο Θεός. Ο «παλαιός άνθρωπος» έχει ανάγκη «σταυρού και ταφής» για να γίνει καινούργιος. Τρία σημεία υποδεικνύει το σημερινό Ευαγγέλιο και είναι:
α) Η συγχωρητικότητα
Το πρώτο σημείο της σταυροαναστάσιμης πορείας μας είναι η συγχωρητικότητα στους «οφειλέτες» μας, για τα πταίσματα που μας έχουν πταίσει, τα μεγάλα και σοβαρά, αλλά και τα μικρά και ασήμαντα. Γι’ αυτό και η αγία μας Εκκλησία ονομάζει «εσπερινόν της συγχώρησης», τον κατανυκτικό εσπερινό της σημερινής Κυριακής, που αναγγέλλει την είσοδο στη Μ. Σαρακοστή.
Η συγχώρηση των δικών μας αμαρτιών -λέγει ο Χριστός-περνά από τον αδελφό μας. Έτσι μας αποκαλύπτει τον πιό σύντομο δρόμο, για να δεχθούμε συγχώρηση από τον Θεό. Αν δείξουμε επιείκεια και αγάπη στα σφάλματα του αδελφού μας, αποκτούμε παρρησία μπροστά στον Θεό, όταν προσευχόμαστε και ζητούμε να συγχωρήσει και τις δικές μας αμαρτίες. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να του πούμε: Όπως εμείς συγχωρήσαμε τα πταίσματα των αδελφών μας, συγχώρησε και Συ τα δικά μας.
Όταν η καρδιά μας είναι φωτεινή από το φως της συμφιλίωσης με τους αδελφούς μας, πετυχαίνει τη χάρη των καλών, για τα οποία προσεύχεται, λένε οι Πατέρες. «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος». Η συμμόρφωση με αυτό τον κανόνα είναι δύσκολη, πραγματικός σταυρός, γιατί αντιστέκεται η έκπτωτη φύση μας, που κυριαρχείται από τον εγωκεντρισμό, τη φιλαυτία, τη σκληρότητα, τη μνησικακία, τη «δικαιοσύνη», γι’ αυτό δε συγχωρεί εύκολα. Τα πάθη αυτά νεκρώνονται με την οδύνη της αγάπης, τον σταυρό της ταπείνωσης και της επιείκειας, για να ακολουθήσει η συγχωρητικότητα.
Έτσι «διά σταυρού» μεταβαίνουμε από τον θάνατο των παθών, στη ζωή και την ανάσταση της αγάπης και μετέχουμε στον σταυρό του Κυρίου. Και εκεί που δέσποζε η έχθρα, η μνησικακία, το μίσος, θα βασιλεύει τώρα η αγάπη και η αδελφοσύνη. Η συγχώρηση του αδελφού μας, μας βοηθά και στο έργο της προσευχής και μάλιστα της καρδιακής, που επιτείνεται κατά την περίοδο αυτή, όπως δείχνουν και οι αυξημένες ιερές Ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Ο καθαρός νους αμιλλάται τους αγίους Αγγέλους, στο έργο της δοξολογίας του Θεού, βλέπει δε «τα κεκρυμμένα μυστήρια εν ταις Γραφαίς». Όταν σκεπτόμαστε το κακό που μας έκανε ο αδελφός μας, ο νους μας αντί να ανεβαίνει στον Θεό, σχολιάζει διαρκώς την κακία του αδελφού. Γι’ αυτό ο Χριστός μας συμβουλεύει: Πριν προσφέρουμε τα δώρα μας στον Ναό, να συμφιλιωθούμε με τον αδελφό μας.
β) Η θεάρεστη νηστεία
Το δεύτερο σημείο, που ορίζει το σημερινό ευαγγέλιο, προκειμένου να μετάσχουμε στον σταυρό του Κυρίου, είναι η νηστεία: «Όταν νηστεύητε -λέγει- μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες». Ο άνθρωπος της αμαρτίας, επειδή απέτυχε σ’ αυτό που κλήθηκε από τον Θεό να είναι, δηλαδή «εικόνα» και «δόξα» (=φανέρωση) του Θεού, θηρεύει δόξα από τους ανθρώπους, όπως έκαναν και οι κενόδοξοι Φαρισαίοι, που νήστευαν μπροστά στους ανθρώπους, για να πάρουν τη δόξα τους. Αυτή είναι κούφια δόξα, γιατί δεν μας συνδέει με τον Θεό, δεν προέρχεται από τη σχέση μας μαζί Του.
Η νηστεία, που σκοπεύει στην επίδειξη, είναι διαβολική παγίδα, γιατί αυξάνει την υπερηφάνεια, τον ανθρώπινο έπαινο και γίνεται ακερδής και επιζήμια. Και για την υπέρβαση της παγίδας αυτής, απαιτείται ο σταυρός της νέκρωσης, δηλαδή της ταπείνωσης, της αθέατης νηστείας, της «εν κρυπτώ», που αποβλέπει στον Θεό, που βλέπει τα αθέατα. Τότε η νηστεία είναι θεοφιλής και θεάρεστη, γιατί είναι «άμικτος κακίας».
γ) Η υπέρβαση των επιγείων θησαυρών
Το τρίτο σημείο για κάθαρση του οπτικού της ψυχής, του νου, και συμμετοχή στον σταυρό του Κυρίου, είναι η μη προσήλωση μας στους γήινους και φθειρόμενους θησαυρούς. Να αρκούμαστε στη χρήση και να αποφεύγουμε την κατάχρηση. Να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε μόνο σάρκες και να αποφεύγουμε τη «φιλία της ύλης». Να ζητούμε τον «Άρτον της ζωής», όχι άπλα για να ζήσουμε, «αλλ’ ίνα Θεώ ζήσωμεν». Επειδή ο άνθρωπος «απέστη Θεού» και απέρριψε τον αληθινό θησαυρό, τον Θεό και τη Χάρη του, στράφηκε στους επίγειους θησαυρούς για να καλύψει το κενό. Αλλ’ αυτοί φθείρονται.
Ο Κύριος λοιπόν μας προτρέπει, όχι μόνο να μη μαζεύουμε τέτοιους θησαυρούς, αλλά και να μη τους αγαπάμε, γιατί μας παίρνουν την καρδιά, μας υποδουλώνουν. «Όπου ο θησαυρός σας, εκεί και η καρδιά σας», μας λέγει. Αν υποδουλωθούμε στους θησαυρούς αυτούς, αλλοτριούμεθα από τον σταυρό του Κυρίου μας. Και μόνο γι’ αυτό, οι Πατέρες μας συμβουλεύουν να μη τους κατέχουμε, αλλά να τους διανέμουμε στους πτωχούς και να τείνουμε, όσο είναι δυνατό, στην ακτημοσύνη. Να είμαστε δούλοι του Χριστού και όχι του χρυσού. Έτσι, όσους διανέμουμε, αποταμιεύονται στους ουρανούς και φυλάγονται με ασφάλεια και γίνονται δικοί μας, ενώ όσους φυλάμε και κρύβουμε για τους εαυτούς μας, χάνονται. Μ’ αυτό τον τρόπο «θησαυρίζομεν θησαυρούς εν ουρανοίς», όπως είπε ο Κύριος. Η λύση έρχεται διά της ελευθερίας του σταυρού και της νέκρωσης.
Η σωτηρία μας είναι υπόθεση μεταθέσεώς μας από τη ζωή των παθών, στον καινούργιο τρόπο ζωής και υπάρξεως της Εκκλησίας. Αυτή η μετάθεση συνοδεύεται από εσωτερική οδύνη, σταυρό, που είναι διάβαση από τον θάνατο στη ζωή, δηλαδή ανάσταση.
Η νηστεία, μέσον ασκήσεως
α) Συμμετοχή και του σώματος
Στον αγώνα που κάνει ο άνθρωπος για αγιασμό, δεν είναι δυνατό να μετέχει μόνο η ψυχή, αλλά και το σώμα. Ο αγιασμός αναφέρεται στον όλο άνθρωπο – ψυχή και σώμα. Και τα δύο κλήθηκαν στον αγιασμό, στη ζωή και τη δόξα τού Θεού, του οποίου το Σώμα σταυρώθηκε, αλλά και αναστήθηκε και δοξάσθηκε. Και το σώμα μας μετέχει με τη δική του θυσία, τη νηστεία, την εγκράτεια των επιθυμιών του, τη συμμετοχή στην προσευχή, τον κόπο από την ορθοστασία, τις «μετάνοιες», την ελεημοσύνη, τις φαινομενικά ταπεινωτικές πράξεις διακονίας σε όσους υποφέρουν κ.ά. Όλα αυτά είναι μικρές θυσίες, με τις οποίες επιβεβαιώνουμε την έφεσή μας να μη ασχολούμαστε συνεχώς με τις εξωτερικές και τις γήινες ανάγκες του σώματος, αλλά και με τις εσωτερικές της ψυχής.
Ο πεπτωκώς άνθρωπος αρνείται να νηστέψει, γιατί και το τί θα φάγει, το κανονίζει εγωιστικά. Αρνείται την υπακοή στην Εκκλησία, που την οδηγεί το Άγιο Πνεύμα «εις πάσαν την αλήθειαν». Ζει για να ικανοποιεί τις φυσικές του επιθυμίες.
δ) Νηστεία – ταπείνωση – υπακοή
Η νηστεία προϋποθέτει υπέρβαση της φιλαυτίας μας και υπακοή στη ζωή της Εκκλησίας, που είναι Σώμα Χριστού. Υπακούουμε στην Εκκλησία, ακόμη και στο απλό θέμα του φαγητού, γιατί με την υπακοή μας αυτή ακολουθούμε το υπόδειγμα υπακοής του Χριστού και μετέχουμε στον σταυρό Του. Δεν είναι απλώς το είδος της τροφής η ουσία της νηστείας, αλλά η υπακοή στην Εκκλησία, που γνωρίζει πόσο τα πάθη τυραννούν τον άνθρωπο και ορίζει τα φάρμακα για τη νέκρωσή τους. Η αποδοχή τους προϋποθέτει ταπείνωση.
Η μεγάλη, λοιπόν, σημασία της νηστείας είναι, ότι και για το θέμα του τί θα φάμε, δεν το κανονίζουμε μόνοι μας, αυθαίρετα, εγωιστικά, αλλά δεχόμαστε την απόφαση τής Εκκλησίας, με την οποία διατηρούμε κοινωνία. Ο άνθρωπος μέσα στον Παράδεισο δεν κανονίζει μόνος του τίποτε, ούτε και το είδος της τροφής του. Ο Θεός του ορίζει: «Από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή». Συγχρόνως του ορίζει και τί να μη τρώγει: «Από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού». Πού απέβλεπε η εντολή αυτή; Στο να συντηρεί ο άνθρωπος μέσα του την ταπείνωση, για να ακολουθήσει η υπακοή στον Θεό και η διαρκής αγαπητική σχέση και κοινωνία μαζί του.
Η τροφή θα γινόταν το μέσο για να ευχαριστεί και να δοξολογεί τον Θεό και να τον συνδέει μαζί Του. Ο τρόπος αυτός θα εξασφάλιζε στον άνθρωπο ζωή και αθανασία. Όμως δεν του εξασφάλισε, γιατί κυριάρχησαν μέσα του οι βιολογικές επιθυμίες και αποφάσισε να τις ικανοποιήσει και έφαγε από τον καρπό, που δεν είχε ευλογία να φάγει.
Όταν λοιπόν ο Θεός ορίζει το είδος της τροφής μας, είναι για να μας συνδέει μαζί Του, να μας κρατά σε κοινωνία και σχέση αγάπης, ώστε, όχι «απλώς να ζώμεν, αλλ’ ίνα Θεώ ζώμεν». Αυτό είναι το «τέλος», ο σκοπός, στον οποίο αποβλέπει η νηστεία.
γ) Για να συντηρείται η σχέση
Όταν ο διάβολος έπεισε τους Πρωτοπλάστους να καταλύσουν τη νηστεία, που όρισε ο Θεός και να φάνε από τον καρπό, που τους είχε απαγορεύσει να φάνε, δεν ήταν σκοπός του να τους προσθέσει ακόμη μια γεύση, αλλά να τους αποσυνδέσει από τον Θεό για να βρουν τον θάνατο.
Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται, πως οι Εβραίοι στο ταξίδι τους για τη γη Χαναάν «έφαγον και έπιον και επελάθοντο (= λησμόνησαν) Κυρίου του Θεού». Επομένως η τροφή, που τους έδωσε ο Θεός, απέβλεπε στη συντήρηση αυτής της μνήμης, της αγάπης και της σχέσης τους με τον Θεό. Οι Εβραίοι χρησιμοποίησαν το αγαθό της τροφής αυτόνομα. Δεν το σύνδεσαν με τον Θεό, δεν ευχαρίστησαν και δεν δοξολόγησαν, γιατί «επελάθοντο». Αν ο σκοπός της «μνήμης Θεού» παύσει να υπάρχει, τότε ο άνθρωπος κάνει την τροφή και την ικανοποίηση της επιθυμίας του αυτοσκοπό.
Η νηστεία μας λοιπόν, δεν πρέπει να είναι μια τυπική αλλαγή τροφής, αλλά ενίσχυση της αγάπης και της σχέσης μας με τον Θεό και εξάρτηση απ’ Αυτόν.
δ) Νηστεία – προσευχή
Ο Κύριός μας, όταν βαπτίσθηκε και επρόκειτο να αρχίσει τον ευαγγελισμό του λαού, πρώτα νήστεψε σαράντα μέρες και σαράντα νύκτες και συγχρόνως προσευχόταν, για να δείξει ότι η νηστεία αποβλέπει στην προσευχή, στη σχέση και κοινωνία με τον «Πατέρα τον εν τοις ουρανοίς». Είναι η απόσπαση της καρδίας, του νου, από τα «κάτω» και πραγματοποίηση του «άνω σχώμεν τας καρδίας». Γι’ αυτό η νηστεία είναι επίπονη, κοπιώδης, «κοστίζει», όχι χρήματα, αλλά αλλαγή τρόπου ζωής. Κυριολεκτικά «δίνεις αίμα για να πάρεις Πνεύμα».
Είναι νέκρωση της πείνας για τα γήινα και ανύψωση στην πείνα για τον Θεό. Αυτό είναι πορεία σταυρού, θυσίας, άσκησης, οδύνης εσωτερικής, κοινωνίας στα παθήματα και τον Σταυρό του Κυρίου μας, που είναι ο σκοπός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τυπική νηστεία νήστεψε και ο Φαρισαίος. Όχι μια φορά, άλλα «δις του Σαββάτου». Δεν τον ωφέλησε όμως, γιατί δεν απέβλεπε στη σχέση του με τον Θεό, αλλά στην επίδειξη, την κενοδοξία, τη μεγαλαυχία του, ότι την αρετή του την κατόρθωσε με τη δική του δύναμη. Γι’ αυτό συνιστούν οι Πατέρες, να είναι η «νηστεία άμικτος πάσης κακίας», για να είναι σε θέση να προωθεί τη σχέση μας με τον Θεό και την ταύτιση της με την υπακοή και τον σταυρό του Κυρίου.
Με τη νηστεία του ο Μωϋσής, επειδή καθαρίσθηκε από τα γήινα, δέχθηκε τη χάρη του Θεού και πήρε τις θεόγραφες πλάκες της Διαθήκης και έγινε ελευθερωτής του γένους των Εβραίων. Ο Ηλίας πάλι νήστεψε θεαρέστως, δηλαδή δόθηκε στον Θεό και είδε τον Θεό «ουκ εν πυρί, αλλ’ εν φωνή αύρας λεπτής» και στη συνέχεια ανελήφθη «εις τύπον Χριστού».
Ο άνθρωπος που νηστεύει και διψά τον Θεό, διανυκτερεύει στην προσευχή και τηρεί τις θείες εντολές, για να μετάσχει στη θεία ζωή.
(Παύλου Μουκταρούδη, θεολόγου. «Διήρχετο διά των σπορίμων»,τ.Β΄ εκδ. Ι.Μητροπόλεως Λεμεσού-2008)