Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας του Χριστιανισμού (μέρος β΄)

21 Φεβρουαρίου 2011

Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας του Χριστιανισμού (μέρος β΄)

«Ιησούς Χριστός - Η χώρα των ζώντων». Ψηφιδωτό 14ου αι. Ιερά Μονή της Χώρας Κωνσταντινούπολη.

του Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να αποδεχθεί ή να απορρίψει το σχέδιο που του προτείνει ο Θεός: την ομοίωση προς αυτόν και την τελείωσή του κατά το δικό του πρότυπο: «Έσεσθε ούν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών τέλειός εστιν»[16]. Κατά βάση βέβαια ο άνθρωπος δεν αρνείται το σχέδιο της θείας τελειότητος. Αντίθετα μάλιστα το σφετερίζεται και προσπαθεί να το πραγματοποιήσει. Αλλωστε η τάση αυτή υπάρχει έμφυτη μέσα του. Με όλα τα μέσα που διαθέτει ο άνθρωπος προσπαθεί να θεωθεί. Το λάθος του έγκειται στο ότι προσπαθεί να το κατορθώσει αυτό με τις δικές του δυνάμεις και αντιλήψεις, και όχι με το θέλημα και την συνεργία του Θεού. Παραμερίζοντας όμως τον Θεό ένα μόνο μπορεί να επιτύχει• την επιστροφή του στο μή όν, από το οποίο και προήλθε. Αλλά το νέο στοιχείο στην περίπτωση αυτήν είναι ότι ο άνθρωπος επιστρέφει στο μή όν όχι ως ανύπαρκτος αλλά ως αλλοτριωμένη ύπαρξη.Αυτή είναι και η κόλασή του. Τα αρνητικά στοιχεία της προσπάθειας του ανθρώπου για αυτοθέωση γίνονται εμφανή και σε ολόκληρο το φάσμα των επιτευγμάτων του. Ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν» του Δημιουργού του έχει και αυτός έμφυτες τις δημιουργικές ικανότητες. Αυτονομώντας όμως τις ικανότητές του και ενεργοποιώντας αυτές ανεξάρτητα από τον Δημιουργό του παράγει δημιουργήματα φαλκιδευμένα από την φθορά και τον θάνατο. Δημιουργεί πολιτισμό και εγκλωβίζεται σε αυτόν. Οργανώνει κράτος και φυλακίζεται μέσα του. Παράγει επιστήμη και τεχνολογία και γίνεται υποχείριό τους. Βρίσκει ανέσεις και ευκολίες που τον κουράζουν και δυσκολεύουν την ζωή του. Αισθάνεται ότι προοδεύει και τελειοποιείται, αλλά δεν αργεί να διαπιστώσει την απατηλή εντύπωση που δημιούργησε. Δεν μπορεί να απαρνηθεί τα επιτεύγματά του, γιατί αυ­τά συνυφαίνονται με την ζωή του. Αλλά και δεν μπορεί να τα απολαύσει αμέριμνα, γιατί διαπιστώνει τις ανητικές και συχνά καταστροφικές πλευρές τους.

Ορισμένοι θεωρούν την χριστιανική τοποθέτηση απέναντι στον κόσμο ως αρνητική για την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Και αυτό από κάποια άποψη είναι σωστό. Η πρόταξη της Βασιλείας του Θεού στην ανθρώπινη ζωή είναι φυσικό να υποτάσσει αλλά και να διαφοροποιεί όλους τους επιμέρους σκοπούς του ανθρώπου. Αυτό διαπιστώνεται και μικροκοινωνιολογικά και μακροκοινωνιολογικά. Και αυτό δεν είναι τόσο εμφανές σε μια συμβατική χριστιανική κοινωνία, όσο σε πρόσωπα ή σε ομάδες προσώπων που αυτοδεσμεύονται για μια συνεπέστερη βίωση του Χριστιανισμού. Παραταύτα δεν παύει η χριστιανική πίστη και η χριστιανική ζωή, ακόμα και στην συμβατική τους μορφή, να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη κοινωνία. Η αξιολόγηση όμως των επιπτώσεων αυτών ως θετικών ή αρνητικών εξαρτάται από τα κριτήρια με τα οποία γίνεται. Πέρα όμως από αυτά πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χριστιανισμός δεν εμποδίζει την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αλλωστε είναι γνωστό ότι η επιστήμη και η τεχνολογία του σύγχρονου κόσμου κατάγονται από τον χριστιανικό μοναχισμό της Δύσεως. Και αυτές έχουν το ασκητικό τους στοιχείο. Εκείνο όμως που δεν λαμβάνεται συνήθως υπόψη είναι ότι δεν υπήρξαν κύρια προϊόντα αλλά υποπροϊόντα του δυτικού μοναχισμού. Προήλθαν από μια εκκοσμικευμένη εκδοχή του. Δεν προέκυψαν ως καρποί αναζητήσεως και βιώσεως της Βασιλείας του Θεού, ως επιτεύγματα στον χώρο της ελευθερίας του Πνεύματος, αλλά ως κατορθώματα μέσα στο πλαίσιο της φυσικής νομοτέλειας και της χρηστικής σκοπιμότητας.

Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το κρίσιμο ή ακόμα και το επικίνδυνο σημείο της επιστήμης. Ο μεγάλος σεβασμός που αποδόθηκε στην επιστήμη εξαιτίας των εντυπωσιακών κατακτήσεών της οδήγησε σε ένα είδος απολυτοποιήσεως και θεοποιήσεώς της. Θαμβωμένος από τις κατακτήσεις της έφτασε ο άνθρωπος να στηρίξει όλες τις ελπίδες και τις προσδοκίες του σε αυτήν. Ταύτισε ακόμα την όλη αλήθεια με την επιστημονική αλήθεια και στάθηκε επιφυλακτικός ή και εχθρικός απέναντι σε κάθε αλήθεια που δεν θεμελιώνεται σε υλική εμπειρική μέθοδο. Αλήθεια από τον άνθρωπο της εποχής μας θεωρείται μόνο η επιστημονική αλήθεια• η αλήθεια που αντικειμενοποιεί τα πάντα και επαληθεύεται αντικειμενικά. Η προσωπική αλήθεια ή ακριβέστερα η αλήθεια ως πρόσωπο και ως ζωή παραθεωρήθηκε μέχρις αφανισμού. Με τον τρόπο όμως αυτόν εγκλωβίστηκε ο άνθρωπος στην απρόσωπη και άτεγκτη κοσμική νομοτέλεια και έγινε δέσμιός της. Μέσα στην ίδια προοπτική αναπτύχθηκε και ολόκληρος ο σύγχρονος πολιτισμός, ο οποίος παραθεωρεί τελείως το επίπεδο της ελευθερίας του πνεύματος, και αποσκοπεί στην εμπέδωση μιας εγκόσμιας τάξεως και αρμονίας. Έτσι συμβαίνει ο άνθρωπος να χάνει την πνευματική ελευθερία και να φυλακίζεται στην λογική αναγκαιότητα, να εγκαταλείπει την ανιδιοτέλεια και να υποδουλώνεται στην σκοπιμότητα, να αλλοτριώνεται από την πληρότητα της ζωής και να φοβάται μόνο τον βιολογικό θάνατο. Ο θαυμαστός και παράδοξος χαρακτήρας του Χριστιανισμού, που ήταν έντονος κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αμβλύνθηκε μέσα στην πορεία της ιστορίας. Η έλξη του κόσμου και των πραγμάτων του κόσμου απομάκρυνε την ζωή των πιστών από τον κύριο στόχο της και αλλοίωσε τα πνευματικά αισθητήρια και κριτήριά τους. Και αυτό δεν παρατηρείται μόνο στην προσωπική ζωή των πιστών αλλά και ευρύτερα στην ζωή της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι και κατά την αναζήτηση της διατηρήσεως ή της αποκαταστάσεως της ενότητας της Εκκλησίας η σταύρωση και η εν τάφω ζωή της παραμένουν στο περιθώριο. Εκείνο που συνήθως υπολογίζεται είναι η ισχύς, η εξουσία, η κοινωνική δραστηριοποίηση και άλλα παρόμοια κοσμικά κριτήρια. Με τον τρόπο όμως αυτόν η ζωή της Εκκλησίας αλλοτριώνεται και αλλοιώνεται. Μέσα στο κλίμα αυτό αλλοιώνονται και βασικές χριστιανικές αρχές και έννοιες, όπως η αγά­­πη, η ειρήνη και η ελευθερία, που έχουν στον Χριστιανισμό ιδιαίτερο νόημα και περιεχόμενο. Οι έννοιες αυτές, που γίνονται ευρύτατα αποδεκτές από τον κόσμο, εκλαμ­βάνονται και εφαρμόζονται συνήθως με πνεύμα ασύμφωνο ή και εντελώς αντίθετο προς το πνεύμα του Ευαγγελίου. Έτσι μπορεί να υπάρχει μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου πλήρης συμφωνία στις έννοιες και ταυτόχρονα πλήρης διαφωνία στο περιεχόμενο.

Παράσταση των «χαρισματικών Πεντηκοστιανών» στην Αυστραλία.

Το χειρότερο όμως είναι, όταν η διαφωνία στο περιεχόμενο των ίδιων εννοιών εμφανίζεται ανάμεσα στους ίδιους τους Χριστιανούς. Και αυτό δεν είναι σπάνιο μέσα στον σύγχρονο εκκοσμικευμένο χριστιανικό κόσμο. Η χριστιανική αγάπη πηγάζει από τον Θεό• ο Θεός είναι αγάπη[17]. Χωρίς την κοινωνία με τον Θεό και την τήρηση των εντολών του δεν μπορεί να υπάρξει στον κόσμο χριστιανική αγάπη. Η χριστιανική αγάπη είναι ανιδιοτελής. Ο Χριστιανός που αγαπά αληθινά δεν ζητεί το δικό του συμφέρον αλλά το συμφέρον του άλλου. Και αποκτά την δύναμη να το κάνει αυτό, βλέποντας στο πρόσωπο του άλλου τον ίδιο τον Χριστό, στο σώμα του οποίου ανήκει. Η προσήλωση όμως του ανθρώπου στον Χριστό προϋ­ποθέτει την αυταπάρνηση. Μόνο στο μέτρο που απαρνείται ο άνθρωπος τον εαυτό του μπορεί να ζήσει την αυθεντική χριστιανική αγάπη. Και όταν ζεί την αγάπη αυτή προσηλωμένος στον Χριστό, απαλλοτριώνει την πρόσκαιρη ζωή του,γιά να βρεί την ακατάλυτη ζωή. Ο Χριστιανός αρνείται τον κόσμο και όσα θεωρούνται πολύτιμα μέσα στον κόσμο, για να προσηλωθεί στο ουράνιο πολίτευμά του[18]. Παραμερίζει και «μισεί», τον πατέρα, την μητέρα, τα παιδιά και κάθε σαρκικό δεσμό που τον εμποδίζει να δοθεί ολόκληρος στον Χριστό[19].

Ζώντας όμως με τον Χριστό ξαναβρίσκει σε ένα υψηλότερο επίπεδο όσα παραμέρισε και «μίσησε». Ανάλογες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και για την ελευθερία. Η ελευθερία κατά την χριστιανική διδασκαλία δεν έγκειται στην απεριόριστη δυνατότητα ικανοποήσεως των ατομικών επιθυμιών. Η ελευθερία αυτή είναι εμπαθής υποδούλωση στη φιλαυτία. Και αυτό σημαίνει ότι είναι ριζικώς αντίθετη προς την χριστιανική έννοια της ελευθερίας. Η πραγματική ελευθερία συνυφαίνεται με την υπέρβαση της φιλαυτίας. Αλλωστε έτσι μόνο η ελευθερία του ενός δεν προσβάλλει την ελευθερία του άλλου. Η πραγματική ελευθερία πηγάζει από τον Θεό και βιώνεται εν κοινωνία με τον Θεό και τους άλλους. Η απόκτηση της ελευθερίας αυτής προϋποθέτει την πλήρη αυταπάρνηση του ανθρώπου και την τήρηση των εντολών του Θεού. Μόνο με την ελεύθερη και πλήρη αυτοπροσφορά του στο θείο θέλημα και με την μετοχή του στην θεία ζωή κερδίζει ο άνθρωπος την πραγματική ελευθερία του, αλλά και κάνει πάντοτε το κατά φύση θέλημά του. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Αββάς Δωρόθεος, μή έχοντας δικό του θέλημα, κάνει πάντοτε το δικό του θέλημα, γιατί ό,τι και αν γίνεται τον αναπαύει, αφού δεν γίνεται όπως το θέλει, αλλά το θέλει όπως γίνεται[20]. Εφόσον ο άνθρωπος δεν είναι αίτιος του εαυτού του, αλλά και ακόμα περισσότερο εφόσον είναι δούλος της φθοράς και του θανάτου, δεν μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος. Η ελευθερία που περιορίζεται στον φθαρτό κόσμο και απειλείται από τον θάνατο δεν είναι αληθινή. Η καθήλωση στην εγκοσμιότητα δεν περιορίζει μόνο, αλλά και αφανίζει τελικά την ελευθερία. Η αληθινή ελευθερία έχει απεριόριστους ορίζοντες. Έρχεται ως καρπός νίκης εναντίον της φθοράς και του θανάτου και μετοχής στην άφθαρτη και αιώνια ζωή. Με την ελευθερία αυτή διασκελίζει ο άνθρωπος όλους τους περιορισμούς του κόσμου και επεκτείνεται στην αιωνιότητα και την απειρότητα. Από την στιγμή της εισόδου του στην Εκκλησία ο άνθρωπος τοποθετείται σε μια παράδοξη προοπτική. Καλείται να γνωρίσει την αληθινή αγάπη μισώντας και τον ίδιο τον εαυτό του. Καλείται να βρεί την ελευθερία περνώντας μέσα από μια τέλεια δουλεία. Καλείται τέλος να κατακτήσει την ζωή παραδιδόμενος στον θάνατο. Στο Γεροντικό διαβάζουμε: «Αδελφός ηρώτησε τον Αββά Μωυσέα λέγων• ορώ ενώπιόν μου πράγμα, και ου δύναμαι αυτό κατασχείν. Λέγει αυτώ ο γέρων• εάν μή γίνη νεκρός ως οι ταφέντες, ου δύνασαι αυτό κατασχείν»[21]. Η νέκρωση αυτή γίνεται πηγή ακατάλυτης ζωής. Με την αποδοχή της νεκρώσεως, στην οποία κορυφώνεται η παραδοξότητα της χριστιανικής ζωής, δεν φαλκιδεύεται η ανθρώπινη φύση, αλλά αντιθέτως οδηγείται στην τελείωσή της. Πεθαίνει σαν το σιτάρι, για να φέρει «πολύν καρπόν»[22].

Η νέκρωση της ανθρώπινης φύσεως γίνεται μέσα στην προοπτική της κοινωνίας της θείας φύσεως εν Χριστώ. Ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να καθηλωθεί στην κτιστή φύση του: «Εις τούτο πεποίηκεν ημάς ο Θεός, ίνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως»[23]. Η κοινωνία αυτή δεν δόθηκε εξαρχής στον άνθρωπο, ούτε ήταν δυνατό να κατακτηθεί με τις φυσικές του δυνάμεις. Η κοινωνία αυτή, που διανοίγει τον άνθρωπο στην απεριόριστη ελευθερία, προσφέρεται με την θεία ενέργεια και ζωή. Και ο άνθρωπος μετέχοντας στην θεία ενέργεια και ζωή υπερβάλλει τον εαυτό του και την φύση του• δεν περιορίζεται στην ατομικότητά του ούτε εξαντλείται στην κτιστότητά του. Γίνεται θεός κατά χάρη• μετέχει στην άκτιστη θεία ζωή και αγκαλιάζει ολόκληρη την κτίση.

Πρώτη δημοσίευση με τον τίτλο «Ο χριστιανικός ριζοσπαστισμός», Θεολογία, τόμ. 81, τχ. 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010, σ. 7-17. Το παρόν κείμενο έχει επεξεργασθεί για την ιστοσελίδα.

Υποσημειώσεις:

[16]. Ματθ. 5,48.

[17]. Βλ. Α΄ Ιω.4,7-8.

[18]. Βλ. Φιλιπ. 3,20.

[19]. Βλ. Λουκ.14,26.

[20]. Βλ. Αββά Δωροθέου, Ρήματα διάφορα εν συντόμω,

PG 88,1810BC.

[21]. Περί του Αββά Μωυσέως 11, PG 65,285C.

[22]. Βλ. Ιω. 12,25.

[23]. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα 1, 42, PG