Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας του Χριστιανισμού (μέρος α΄)
19 Φεβρουαρίου 2011
του Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Το Ευαγγέλιο του Χριστού δεν προέρχεται από τον κόσμο ούτε συμβιβάζεται με το πνεύμα του κόσμου. Επιπλέον όμως το Ευαγγέλιο του Χριστού δεν κηρύσσεται συνήθως ακέραιο στον κόσμο ούτε εφαρμόζεται ή εφαρμόστηκε ποτέ στις πραγματικές του διαστάσεις από την ανθρωπότητα ή από κάποιον λαό μέσα στην ιστορία. Το Ευαγγέλιο του Χριστού βιώθηκε από τους αγίους προσωπικά και εφαρμόστηκε ως ένα βαθμό μέσα στην Εκκλησία, και ιδιαίτερα μέσα στους κόλπους του μοναχισμού.
Παραταύτα η εποχή μας χαρακτηρίζεται συχνά ως «μεταχριστιανική».Ο χαρακτηρισμός όμως αυτός της εποχής μας πρέπει κανονικά να σημαίνει, είτε ότι η εποχή που προηγήθηκε ήταν χριστιανική –ενώ η εποχή μας έπαυσε πλέον να έχει την ιδιότητα αυτή– είτε ότι κατά την περίοδο που προηγήθηκε ξεπεράστηκε ο Χριστιανισμός και η εποχή μας προωθήθηκε πέρα από αυτόν. Και αν μέν ως Χριστιανισμός εκλαμβάνονται τα οποιαδήποτε ιδεολογικά ή θρησκευτικά μορφώματα που έχουν ή ισχυρίστηκαν ότι έχουν κάποια σχέση με τον Χριστό και την διδασκαλία του, το πράγμα γίνεται κάπως κατανοητό. Αν όμως ως Χριστιανισμός νοείται η βίωση και η εφαρμογή της χριστιανικής αλήθειας μέσα στον κόσμο, το πράγμα είναι πολύ διαφορετικό.
Αν λοιπόν ως Χριστιανισμός εκλαμβάνονται τα θρησκευτικά και ιδεολογικά εκείνα μορφώματα που ανάγουν κατά κάποιον τρόπο τις ρίζες τους στον Χριστό και την διδασκαλία του, τότε μπορεί να λεχθεί ότι η εποχή μας είναι μεταχριστιανική. Και στην μεταχριστιανική αυτή εποχή πολλές αρχές και αξίες, που συνδέονταν με την χριστιανική πίστη και γίνονταν γενικότερα σεβαστές ή κυκλοφορούσαν ως κοινωνικά αυτονόητα στον χριστεπώνυμο κόσμο, όντως υποβαθμίστηκαν ή και εγκαταλείφθηκαν. Αλλά και η χριστιανική συνείδηση του κόσμου αυτού έχει κατά το πλείστον αποχρωματισθεί μέχρις αφανισμού.
Αν όμως ως Χριστιανισμός εκλαμβάνεται η βίωση και η εφαρμογή της αλήθειας του Χριστού και της διδασκαλίας του μέσα στον κόσμο, τότε ούτε η εποχή που προηγήθηκε μπορεί να χαρακτηριστεί ως χριστιανική ούτε ο Χριστιανισμός έχει πραγματικά δοκιμαστεί και έχει φανεί ότι έχασε το νόημά του για το παρόν και το μέλλον. Αντίθετα μάλιστα η καλύτερη προσέγγιση της αλήθειας του Χριστιανισμού, όπως και των προσώπων που έζησαν αυθεντικά την αλήθεια του, βεβαιώνει ότι ο Χριστιανισμός βρίσκεται πολύ πιο πέρα από όσα έζησαν οι λεγόμενοι χριστιανικοί λαοί και ότι έχει πολύ περισσότερα να προσφέρει στον άνθρωπο.
Στις συζητήσεις που έγιναν στην εποχή μας για την πολιτιστική ταυτότητα της Ευρώπης πολλοί υποστήριξαν ότι αυτή, μολονότι αποτελεί σύνολο πολλών πολιτισμών και ιδιαιτεροτήτων, πρέπει οπωσδήποτε να ονομάζεται χριστιανική, γιατί μόνο η χριστιανική ρίζα ενώνει αυτό το σύνολο. Η παρατήρηση αυτή είναι σε κοινωνικό ή και θεσμικό επίπεδο κατά βάση σωστή, αν και η συναίσθηση της αναγωγής στην χριστιανική ρίζα εμφανίζεται πλέον ανεπαρκής. Μόνο η βαθύτερη συνειδητοποίηση και η πληρέστερη αξιοποίηση της ρίζας αυτής μπορούν να δώσουν νόημα και περιεχόμενο στην θέση αυτή. Παράλληλα όμως δεν πρέπει να λησμονείται ότι η εξωτερική προσέγγιση ή αξιολόγηση του Χριστιανισμού έχει πάντοτε συμβατική αξία.
Η αλήθεια του Χριστιανισμού δεν παράγεται συλλογιστικά ούτε ανακρίνεται λογικά, αλλά προσεγγίζεται και γνωρίζεται βιωματικά• είναι αλήθεια προσωπική ή ακριβέστερα υποστατική. Η αλήθεια του Χριστιανισμού συνυπάρχει με τα πρόσωπα και φανερώνεται στα πρόσωπα. Δεν ταυτίζεται με αντικείμενα ούτε βέβαια αντλείται από αυτά. Η αλήθεια κατά την χριστιανική διδασκαλία βρίσκεται στον Τριαδικό Θεό, φανερώνεται στην ιστορία με το πρόσωπο του Χριστού[1], και βιώνεται ως υπαρκτική κοινωνία μαζί του. Αυτό σημαίνει ότι η αλήθεια του Χριστιανισμού διαφέρει ουσιαστικά από αυτά που ο κόσμος εκλαμβάνει ως αλήθεια. Αλλωστε σήμερα ο κόσμος αδιαφορεί για την καθολική αλήθεια και ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για επιμέρους συμβατικές αλήθειες χωρίς υπερβατικό κύρος, που εξυπηρετούν πρακτικές ανάγκες. Έτσι συμβαίνει συχνά η χριστιανική αλήθεια να είναι όχι μόνο άσχετη, αλλά και τελείως αντίθετη προς ό,τι προβάλλεται στον κόσμο ως αλήθεια. Γι’ αυτό και η θεώρηση των ίδιων πραγμάτων από χριστιανική και από κοσμική άποψη εί-ναι πολλές φορές όχι απλώς διαφορετική αλλά και διαμετρικώς αντίθετη.
Ο Χριστιανισμός είναι ριζοσπαστικός. Και όπου δεν είναι ριζοσπαστικός, δεν είναι αυθεντικός. Η ριζοσπαστικότητα του Χριστιανισμού αναφέρεται στο καθετί που τον συνδέει με τον κόσμο. Και αυτό οφείλεται στο ότι οι ρίζες του Χριστιανισμού δεν ανάγονται στον κόσμο ούτε τρέφονται από το πνεύμα του. Ο απόλυτος χαρακτήρας του Χριστιανισμού επιβάλλει την ριζοσπαστικότητα στο επίπεδο του σχετικού. Αλλά και η ριζοσπαστικότητα στο επίπεδο του σχετικού δεν μπορεί να γίνεται χωρίς σχέση με το απόλυτο και χωρίς αναφορά προς αυτό.
Η αλήθεια του Χριστιανισμού έρχεται ως «πύρ»μέσα στον κόσμο[2]. Όλες οι κοσμικές αλήθειες είναι συμβατικές, και έχουν την σχετική αξία τους στον βαθμό που είναι αντικειμενικές. Όλες αυτές οι αλήθειες κινούνται στο επίπεδο του σχετικού. Το λάθος γίνεται, όταν απολυτοποιούνται και υποκαθιστούν την καθολική αλήθεια. Και από χριστιανική πλευρά το λάθος γίνεται, όταν για λόγους εκσυγχρονισμού επιχειρείται η συμμόρφωση της αλήθειας του Χριστιανισμού με την κοσμική αλήθεια.
Ο Χριστιανισμός δεν εκσυγχρονίζεται όταν συμμορφώνεται με την σχετικότητα του κόσμου και του κοσμικού πνεύματος, αλλά όταν διατηρεί ζωντανή την παράδοσή του. Περιεχόμενο της παραδόσεως του Χριστιανισμού είναι ο ίδιος ο Χριστός, που πέθανε και αναστήθηκε, για να παραμένει μέσα στον κόσμο με την Εκκλησία του. Και η διατήρηση της παραδόσεως αυτής πραγματοποιείται με την βίωση του θανάτου ως παράγοντος ζωής. Πραγματοποιείται με τον αυτοαφανισμό των εκάστοτε ζωντανών μελών της Εκκλησίας, που κάνει δυνατή την φανέρωση της ζωής του Χριστού και των κεκοιμημένων μελών της Εκκλησίας του μέσα σε νέα «συνάφεια»• στην συνάφεια της ζωής των μελών της, που στρατεύονται μέσα στον κόσμο. Έτσι και η θεολογία της Εκκλησίας είναι πάντοτε «συναφειακή».
Φυσικό ομως είναι να παραμένει Χριστιανισμός ξένος και παράδοξος για τον κόσμο. Ο ίδιος ο Χριστός ήρθε ως ξένος μέσα στον κόσμο• όχι γιατί είναι πραγματικά ξένος προς τον κόσμο, αφού αυτός τον δημιούργησε, αλλά γιατί ο κόσμος αλλοτριώθηκε και αποξενώθηκε από αυτόν. Ήρθε «εις τα ίδια», δηλαδή στα δικά του, αλλά οι δικοί του δεν τον δέχθηκαν. Σε όσους όμως τον δέχθηκαν έδωσε την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού, να θεωθούν[3].
Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να παραμείνει αυτό που είναι[4]. Πλάστηκε για να τελειοποιηθεί και να αναχθεί σε κάτι που δεν είναι. Προήλθε από το μή όν και εικονίζει τον όντως Όντα. Δημιουργήθηκε ως κτίσμα και κλήθηκε να γίνει όμοιος με τον άκτιστο Δημιουργό. Είναι από την φύση του άνθρωπος και του δόθηκε η εξουσία να γίνει θεός[5]. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει αυτός θεός. Η παραδοξότητα αυτή, που βρίσκεται στις ρίζες του Χριστιανισμού, προσδιορίζει την φύση του και διαμορφώνει τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα του. Και εξαιτίας της φύσεως και του χαρακτήρα του ο Χριστιανισμός δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός από τον κόσμο, αλλά «αντιλέγεται», όπως και ο ίδιος ο Χριστός, που έγινε «σημείον αντιλεγόμενον» και «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών»[6].
Η απόρριψη του Χριστού από τους ανθρώπους, αλλά και η αποδοχή του από πολλούς, είναι φαινόμενα διαχρονικά, που διαπιστώνονται και στην εποχή μας. Ο ίδιος ο Χριστός είπε στους μαθητές του: «Ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν• ει τον λόγον μου ετήρησαν, και τον υμέτερον τηρήσουσιν»[7]. Ο κόσμος παραμένει γενικά ξένος προς τον Χριστό και την διδασκαλία του. Αλλά αυτό δεν οφείλεται μόνο στην αρνητική τοποθέτηση των ανθρώπων• οφείλεται και στην κακή εκπροσώπηση του Χριστιανισμού εκ μέρους των πιστών. Εδώ έγκειται και η τραγικότητα του κόσμου, όπως επίσης και η αναγκαιότητα για την σωστή μαρτυρία των Χριστιανών μέσα στον κόσμο.
Οι αληθινοί Χριστιανοί αισθάνονταν εξαρχής «ξένοι», ή «πάροικοι και παρεπίδημοι» μέσα στον κόσμο[8]. Όχι γιατί αποστρέφονταν τον κόσμο ή γιατί αυτός δεν είναι ο τόπος που τους πρόσφερε ο Πατέρας τους, αλλά γιατί ο κόσμος απαρνήθηκε τον Πατέρα του και τον σκοπό για τον οποίο τον έπλασε. Και αισθάνονται έτσι οι Χριστιανοί, επειδή τοποθετούν —καί στον βαθμό που τοποθετούν— τα πάντα στην προοπτική της Βασιλείας του Θεού. Με τον τρόπο όμως αυτόν καταξιώνουν και τον κόσμο και την ζωή του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Μένουν στον κόσμο ως πάροικοι και παρεπίδημοι, γιατί ασκούν —καί στον βαθμό που ασκούν— την εξουσία τους να ζούν ως «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού»[9].
Η χριστιανική αλήθεια προσφέρεται στον άνθρωπο με την Εκκλησία. Η Εκκλησία φανερώνεται μέσα στον κόσμο ως «θεσμός». Ταυτόχρονα όμως η Εκκλησία είναι «κοινωνία της θεώσεως». Τα δύο αυτά πράγματα φαίνονται αντιφατικά. Η κοινωνία της θεώσεως είναι από τη φύση της χαρισματική, ενώ ο θεσμός αποτελεί κτιστό κατασκεύασμα. Η χάρη δεν περιορίζεται σε θεσμούς. Και οι θεσμοί δεν είναι απεριόριστοι, για να χωρέσουν την χάρη. Η διατήρηση όμως της κοινωνίας της θεώσεως μέσα στην ιστορία επιβάλλει την θεσμοποίησή της. Έτσι δημιουργείται η ανάγκη της συνθέσεως θεσμού και χάριτος.
Η Εκκλησία λειτουργεί μέσα στην ιστορία ως «χαρισματικός θεσμός»• ως θεσμοποιημένη χαρισματική κοινωνία ή «κοινωνία της θεώσεως». Έτσι δημιουργείται μία διαρκής διαλεκτική ένταση μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου. Σε κάποιο άλλο μάλιστα επίπεδο δημιουργείται και μέσα στην Εκκλησία μία διαλεκτική ένταση μεταξύ χάριτος και θεσμού, την οποία αμβλύνει ως ένα βαθμό ο μοναχισμός με την μορφή του ερημιτισμού.
Πώς μπορεί λοιπόν να χαρακτηριστεί ή να παρασταθεί η ζωή των Χριστιανών μέσα στον κόσμο;
Ο άγνωστος συγγραφέας της Προς Διόγνητον πραγματείας, που συντάχθηκε κατά την περίοδο των διωγμών, χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής των Χριστιανών ως «θαυμαστόν και ομολογουμένως παράδοξον»[10]. Και αναφέροντας τα βασικότερα στοιχεία του θαυμαστού και παράδοξου τρόπου ζωής των Χριστιανών σημειώνει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι• μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ’ υπομένουσιν ως ξένοι• πάσα ξένη πατρίς εστιν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη….Εν σαρκί τυγχάνουσιν, αλλ’ ου κατά σάρκα ζώσιν. Επί γής διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται…Αγαπώσι πάντας, και υπό πάντων διώκονται…Πτωχεύουσι, και πλουτίζουσι πολλούς• πάντων υστερούνται, και εν πάσι περισσεύουσιν. Ατιμούνται, και εν ταίς ατιμίαις δοξάζονται…»[11].
Η συναίσθηση της παροδικότητας του κόσμου και η βίωση της εσχατολογικής αλήθειας, η αποδέσμευση από την κοσμική συμβατικότητα και η προσήλωση στο ουράνιο πολίτευμα, η αγάπη που αγκαλιάζει ακόμα και τους εχθρούς, η ανταπόδοση καλού αντί κακού, η εκούσια στέρηση για την άσκηση αγαθοεργίας, νοηματοδοτούν τα πράγματα του κόσμου διαφορετικά και προσδίδουν στην καθημερινή ζωή των πιστών ένα ξεχωριστό περιεχόμενο. Παραμερίζουν την προσκαιρότητα και την διάσπαση, και εισάγουν την προοπτική της ενότητας και της αιωνιότητας.
Η ζωή των Χριστιανών, όπως και ολόκληρης της Εκκλησίας του Χριστού μέσα στον κόσμο, μπορεί να παρασταθεί ως ζωή εν τάφω. Ο Χριστός, σημειώνει ο Ωριγένης, ως κεφαλή της Εκκλησίας οδηγεί τα μέλη της διά του θανάτου στην ανάσταση. Όπως το αισθητό σώμα του Χριστού σταυρώθηκε, ενταφιάσθηκε και ακολούθως αναστήθηκε, έτσι και το όλο σώμα των πιστών έχει σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό και δεν ζεί πλέον τώρα. Ο καθένας δηλαδή, όπως ο Απόστολος Παύλος, δεν έχει να καυχηθεί για τίποτε άλλο, παρά μόνο για τον σταυρό του Χριστού, με τον οποίο σταυρώθηκε αυτός για τον κόσμο και ο κόσμος γι’αυτόν[12]. Επιπλέον ενταφιάζεται μαζί με τον Χριστό, για να ζήσει ένα νέο είδος ζωής[13].
Το νέο αυτό είδος ζωής, που παραμένει μυστικό και κρυμμένο από τον κόσμο, δεν είναι μόνο κάτι που αναμένεται πέραν του κόσμου, στην Βασιλεία του Θεού, αλλά και κάτι που βιώνεται στην καθημερινότητα του κόσμου. Ουσιαστικά δηλαδή ο Χριστιανός οφείλει να ζεί την καθημερινή ζωή ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικά επίπεδα• στο αιώνιο και το πρόσκαιρο. Αυτό φανερώνεται πληρέστερα κατά την θεία Λειτουργία. Μέσα σε αυτήν η εναλλαγή των δύο επιπέδων είναι διαρκής. Το πρόσκαιρο επίγειο επίπεδο αναφέρεται διαρκώς στο αιώνιο της Βασιλείας του Θεού. Και το αιώνιο επίπεδο προσλαμβάνει και μεταμορφώνει το επίγειο. Το αιώνιο επίπεδο νοηματοδοτεί το πρόσκαιρο. Και το πρόσκαιρο προσφέρεται ως στάδιο προπαρασκευής για το αιώνιο.
Η θεία Λειτουργία δεν αποτελεί κάποια παρένθεση στην χριστιανική ζωή, αλλά τον δείκτη και το πλήρωμά της. Τα δύο επίπεδα ζωής, που χαρακτηρίζουν την θεία Λειτουργία, προσφέρονται και σε ολόκληρο το μήκος της ζωής των πιστών μέσα στον κόσμο. Και η διατήρηση της επικοινωνίας των δύο αυτών επιπέδων αποτελεί την μόνη δυνατότητα για την αποφυγή της εκκοσμικεύσεως και του «συσχηματισμού» με τον κόσμο. Η διατήρηση όμως της επικοινωνίας αυτής δεν είναι μόνο δύσκολη, αλλά και πολύ κοπιαστική στην σύγχρονη κοινωνία.
Ο κόσμος σήμερα έχασε την παραδοσιακή μορφή του. Η νεώτερη επιστήμη και η τεχνολογία εισέβαλαν καθοριστικά στην ζωή του, αλλοιώνοντας ακόμα και την συνειδησή του. Το έργο του Θεού ήδη καλύπτεται ή και αφανίζεται από τα έργα των ανθρώπων. Ο άνθρωπος δεν ασχολείται με τον Θεό. Παντού συναντά τον εαυτό του, στηρίζεται στα έργα του, θωρακίζεται με τα μέσα του, θεραπεύεται με τα επιτεύγματά του, θαυμάζει και απολαμβάνει τα κατορθώματά του. Αλλαξε ριζικά την ζωή του, και ήδη επιχειρεί να δημιουργήσει και ο ίδιος ζωή• να «παίξει τον θεό».
Ο άνθρωπος της εποχής μας έχασε την φυσική αθωότητά του. Έχασε μαζί με τον Θεό και την χαρά που προσφέρουν τα δημιουργήματά του. Όπως επισημαίνει ο Γέροντας Σιλουανός , «όποιος έχασε τη χάρη δεν αισθάνεται όπως πρέπει την ωραιότητα του κόσμου και δεν εκπλήσσεται από τίποτα. Όλη η ανείπωτα μεγαλειώδης δημιουργία του Θεού δεν τον συγκινεί»[14]. Η αναισθησία του σύγχρονου ανθρώπου αποτυπώνεται και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει και χρησιμοποιεί την κτίση. Γι΄ αυτό και η οικολογική κρίση δεν αποτελεί κάποιο αυτόνομο φαινόμενο, αλλά φυσικό επακόλουθο της πνευματικής εκτροπής του ανθρώπου. Μόνο όταν διατηρεί ο άνθρωπος την φυσική καθαρότητά του ή την ανακτά μετά την απωλειά της, μπορεί να βλέπει σωστά την φύση και τα πράγματα: «Ο γάρ το κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν ή τηρήσας εαυτώ άνωθεν ή ανακαλεσάμενος και απολαβών, και το βλέπειν κατά φύσιν απέλαβεν» [15].
Συνεχίζεται…
Υποσημειώσεις:
[1]. «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια». Ιω.14,6.[2]. «Πύρ ήλθον βαλείν επί την γήν». Λουκ.12,49.
[3]. Βλ. Ιω. 1,11-12.
[4]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως «ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και πέρας του μυστηρίου τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον». Λόγος 38,11, PG 36,324A.
[5]. Βλ. Ιω. 1,12.
[6]. Βλ. Λουκ. 2,34.
[7]. Ιω. 15,20.
[8]. Βλ. Α΄Πέτρ. 2,11.
[9]. Εφεσ. 2,19.
[10]. Προς Διόγνητον 5,4.
[11]. Ό.π. 5,5-17
[12]. Βλ. Γαλ. 2,20.
[13] . Βλ. Ωριγένους, Εις το κατά Ιωάννην 10, 35.
[14]. Αρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 102003, σ. 115-116.
[15]. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά 6,217-219, «Sources Chrétiennes», τόμ.129, σ. 134-136.