«Χριστώ συναντηθώμεν»
14 Φεβρουαρίου 2011
Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου
Με τη σημερινή Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου ξεκινά η εκκλησιαστική περίοδος του Τριωδίου, που είναι καιρός Μετανοίας, αλλαγής δηλαδή τρόπου ζωής. Και ο σκοπός της αλλαγής; Για να ζήσουμε τον σταυρικό τρόπο ζωής, «Ίνα Χριστώ συναντηθώμεν». Να μη μείνουμε δούλοι της «κατά σάρκα ζωής», της αμαρτίας και των παθών, αλλά να ζήσουμε «εν Χριστώ», να χριστοποιηθούμε, που θα πει να θεωθούμε.
Για την αγία μας Εκκλησία όλος ο ανθρώπινος βίος είναι καιρός Μετανοίας, για πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Επειδή όμως είμαστε αμελείς και ράθυμοι (=οκνηροί) στα πνευματικά και πρέπει να καταβάλουμε τις αντιστάσεις της επαναστατημένης σάρκας, που δε θέλει να υποταγεί στην πνευματική ζωή, η Εκκλησία κηρύσσει Μετάνοια και μας καλεί ν’ αγωνισθούμε, έστω και σ’ αυτό το διάστημα προ του Πάσχα. Η μορφή δε του αγώνα αυτού βρίσκεται στις λέξεις: «Νεκρούμενοι και ανιστάμενοι» κάθε ήμερα
Πριν από τη Μετάνοια η σχέση μας και η αγάπη μας αναφέρονται στον «εκπεσόντα» εαυτό μας, τον «παλαιόν άνθρωπον», όπως τον ονομάζει ο απ. Παύλος, ή αλλιώς τον «κατά σάρκα». Όλος ο βίος μας εξαντλείται στην ικανοποίηση των επιθυμιών και επιδιώξεων του εγωκεντρικού εαυτού μας. Αυτή όμως η σχέση και η αγάπη οδηγούν τον άνθρωπο στον αιώνιο θάνατο, που είναι η απομάκρυνση από τον Θεό. Η πρόσκληση της Εκκλησίας για Μετάνοια σημαίνει να «απολέσωμεν» τον παλαιό εαυτό μας, που κυριαρχείται από τα πάθη, η δε σχέση με αυτόν να μεταμορφωθεί σε σχέση και αγάπη και κοινωνία με τον Θεό και τον άνθρωπο. Αυτό δεν σημαίνει αλλαγή στην εξωτερική συμπεριφορά, αλλά αλλοίωση εσωτερική, μεταμόρφωση της ζωής και της ύπαρξής μας, ριζική αλλαγή όλης της υπόστασής μας.
Η αναφορά της Εκκλησίας μας κατά την περίοδο αυτή, περισσότερο στον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους, είναι ακριβώς η μεταστροφή της αγάπης, από τον κόσμο και τα πράγματά του στον Χριστό. Και η μεν σχέση μας με τα πράγματα, που εξυπηρετούν τον «παλαιόν» άνθρωπο, αναφέρονται στη βιολογική ζωή, που καταλήγει στον θάνατο, ενώ η σχέση με τον Χριστό γίνεται πηγή ζωής αιωνίας.
Στον Μοναχισμό δεν υπάρχει κενό στην αγαπητική σχέση του Μοναχού με τον Θεό, χάρη στη νοερά και αδιάλειπτη προσευχή, που συνίσταται στις πέντε λέξεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Η προσευχή αυτή χαρίζει στους μοναχούς «πνοήν ζωής». Απομάκρυνση από τη σχέση με τον Θεό είναι απομάκρυνση από τη ζωή, δηλαδή θάνατος, έστω και αν διαθέτουμε αφθονία υλικών αγαθών. Όπου υπάρχει παρουσία του Θεού, είναι ζωή αιωνία. Απ’ όπου ο Θεός απουσιάζει, είναι θάνατος, πρώτα της ψυχής και ύστερα του σώματος. Σ’ αύτη την αλλαγή ζωής αποβλέπουν η νηστεία, η προσευχή, η άσκηση γενικά, η ελεημοσύνη, η συμμετοχή στα μυστήρια κ.λπ. για να πέσουν οι αντιστάσεις του σαρκικού φρονήματος. Είναι ο τρόπος συμμετοχής μας στα πάθη του Κυρίου μας. Νεκρούμενοι στα πάθη και την «κατά σάρκα» ζωή, συμμετέχουμε στον Σταυρό Του και ζώντας με τον Θεό, ενεργοποιούμε τη Χάρη Του μέσα στην ύπαρξή μας, που είναι Ανάσταση. «Περιπατούμεν εν καινότητι ζωής», για να γίνουμε «καινοί άνθρωποι» (=καινούργιοι) κατά το πρότυπό μας, που είναι ο Χριστός και αυτό είναι σωτηρία.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε, πως ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό με πρότυπο τον Θεάνθρωπο Χριστό και φέρει μέσα του την έφεση να ομοιωθεί με το πρότυπο Του. Γι’ αυτό πήραμε λογισμό (=σκέψη) για να σκεπτόμαστε τον Χριστό και νουν και επιθυμία για να τρέχουμε σ’ Αυτόν και μνήμη για να τον φέρουμε συνεχώς μέσα σ’ αυτή. Δεν είναι ο παλαιός άνθρωπος η βάση για να γίνει η ενανθρώπηση του Νέου, αλλά ο Νέος -ο Σαρκωμένος Λόγος, ο Χριστός- είναι παράδειγμα για τον παλαιό.
Αυτή η στροφή, τόσο της ψυχής όσο και του σώματος, προς τη Χάρη του Θεού προς βοήθεια, για να γίνουμε συνοδοιπόροι του Χριστού -νεκρούμενοι και ανιστάμενοι- είναι ο σκοπός του αρχομένου Τριωδίου και ιδιαίτερα της Μ. Τεσσαρακοστής.
Στη σημερινή Παραβολή του Τελώνη και Φαρισαίου, ο Χριστός μας δίνει να καταλάβουμε τί είναι και τί δεν είναι Μετάνοια.
1. Η Μετάνοια του Τελώνη
Ο Τελώνης είναι παράδειγμα αληθινής μετανοίας. Και το πρώτο σημείο από το οποίο ξεκινά η μετάνοια, είναι να νοιώσει ο άνθρωπος την ανεπάρκειά του χωρίς τον Θεό. Ο Τελώνης κατέχει πολλά, εν τούτοις δεν νοιώθει αυτάρκης. Δεν είναι σε θέση τα πλούτη να αναπληρώσουν τη δωρεά της αγάπης και της Χάριτος του Θεού. Γι’ αυτό αποφασίζει να μετανοήσει, δηλαδή να νεκρώσει την αυτόνομη από τον Θεό εγωκεντρική ζωή του και να εγκαινιάσει για τον εαυτό του την καινούργια ζωή με τον Θεό.
Η νέκρωση της παλαιάς ζωής θα έχει κόστος, είναι ένας εσωτερικός θάνατος του «θελήματος της σαρκός», αλλ’ ο Τελώνης είναι πρόθυμος να «δώσει και αίμα για να πάρει Πνεύμα». Είναι θάνατος, που φέρει ζωή και χαρά, γιατί θανατούται η φιλαυτία και το αμαρτωλό θέλημά μας. Όλος εκείνος ο αγώνας και η επιστράτευση των δυνάμεων της ψυχής και του σώματός του για να αποκτήσει τα τεράστια πλούτη και τα κέρδη του, πρέπει να νεκρωθούν ή μάλλον να μεταποιηθούν σε αγώνα για κέρδη ουράνια, πνευματικά.
2. Ως «κύων τεθνηκώς»
Ανεβαίνει στον Ναό μαζί με τον Φαρισαίο για να προσευχηθούν. Το «ανέβασμα» για τον Τελώνη δεν ήταν φαινομενικό, επειδή ο Ναός βρισκόταν σε ψηλό μέρος, αλλά εσωτερικό, της ψυχής. Ανέβασμα προς τη θεία ζωή, επειδή αποφάσισε να νεκρώσει τη μέχρι τώρα ζωή του. «Ανέβαινε με επίδοση της ψυχής στην αρετή και μάλιστα στην ταπεινοφροσύνη». Με την ταπεινοφροσύνη αφανιζόταν η «κατά σάρκα» ζωή, που διψούσε για πλούτη και επαίνους των ανθρώπων, αλλά ανέβαινε η κατά Θεόν ζωή της αγάπης και της κοινωνίας με τον Θεό και τον πλησίον. Η ταπεινοφροσύνη είναι η αρχή, το μέσο, αλλά και το τέλος της Μετανοίας. Είναι το ένδυμα που ντύθηκε ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του και τώρα που το ντύνεται και ο Τελώνης, αρχίζει η σχέση του με τον Χριστό. Γιατί, όπως λένε οι Πατέρες, «οποίος ντυθεί την ταπεινοφροσύνη, ντύνεται τον ίδιο τον Χριστό».
Ο Τελώνης δεν υποκρίνεται και δεν προσποιείται τον καλό, για να κερδίσει την υπόληψη και τον θαυμασμό του κόσμου. Το προσποιημένο είναι πλαστό, ψεύτικο. Ο Τελώνης είναι άνθρωπος αληθινός, όπως αληθινοί είναι οι Άγιοι, που πίστευαν και μιλούσαν για την αθλιότητά τους. Και ο Τελώνης αυτό πιστεύει. Παρουσιάζεται όπως είναι: άδικος, άρπαγας, ακάθαρτος στην ψυχή, ως «κύων τεθνηκώς» (=ψόφιο σκυλί). Δεν προσποιείται τον ευσεβή, αφού δεν είναι. Λέγει την αλήθεια όσο κι αν είναι πικρή. Με τέτοια συναίσθηση, όχι μόνο ταπεινοφρονεί, αλλά και συντρίβεται μπροστά στον Θεό, μεταμελείται για την αμαρτωλή ζωή του και λαχταρά να συναφθεί εσωτερικά με τον Χριστό. Μπαίνοντας στον Ναό αποφεύγει κάθε περίοπτη θέση, προσεύχεται με συντριβή, δάκρυα και στεναγμούς, κτυπά το στήθος του και ζητά το μεγαλύτερο αγαθό, το έλεος του Θεού. «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», είναι η συνεχής προσευχή του. Το πάθος του πλούτου μεταποιήθηκε σε πάθος για το έλεος του Θεού. Και αυτό είναι Μετάνοια.
Είναι δυνατό ο φιλάνθρωπος Θεός να αρνηθεί το έλεός Του σε τέτοια προσευχή, που βγαίνει από καρδιά «συντετριμμένη και τεταπεινωμένη»;
Ο Φαρισαίος τον κατακρίνει δημόσια, τον εξευτελίζει για να τον γελοιοποιήσει και αυτός τα δέχεται και δεν εξοργίζεται, δεν ανταποδίδει τις ύβρεις, γιατί πιστεύει πως είναι και χειρότερος από ό,τι τον κατηγορεί. Δέχεται τις ταπεινώσεις και την αδοξία, γιατί μ’ αυτά ο Θεός τον δικαιώνει και τον υπερυψώνει. Τους επαίνους και τον θαυμασμό του κόσμου δεν τα επιθυμεί, γιατί νεκρώθηκε για τον κόσμο. Έχει διαγράψει τον εαυτό του για τον κόσμο. Έγινε «μωρός διά Χριστόν».
Με την «απώλεια» του «εγώ» του, με την καθήλωση στον σταυρό των ονειδισμών και της οδύνης του ανθρώπου της αμαρτίας, συντάσσεται με τον Χριστό και γίνεται συνοδοιπόρος του για τους ονειδισμούς και τους εμπαιγμούς, που θα υποστεί στον Γολγοθά. Γίνεται «καινός άνθρωπος», κατά το υπόδειγμα του Χριστού. Αυτή την «κοινότητα της ζωής» εκφράζει ο Χριστός όταν λέγει: «Κατέβη δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού», διότι ο «ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Η μετάνοια του Τελώνη τον ανέδειξε «εκ νεκρών ζώντα». Μεταστράφηκε, άλλαξε, ο δε έρωτας του πλούτου και η δόξα του κόσμου μεταποιήθηκαν σε έρωτα για τον Θεό και τη Βασιλεία Του. Μόνο που αυτά που ένοιωσε ο Τελώνης στο βάθος της ψυχής του, τη χαρά της ανάστασης από τους ονειδισμούς, τη γλυκύτητα από την πικρία των προσβολών και εξευτελισμών, την ανάπαυση από τον κόπο, θα παραμένουν άρρητα (=ανείπωτα) για μας, που δεν έχουμε εμπειρίες της αληθινής Μετάνοιας.
3. Ο Φαρισαίος, αμετανόητος και υπερόπτης
Ο Φαρισαίος, που αναφέρει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, ποτέ του δε μετανόησε, γιατί ποτέ δεν ένοιωσε την ανάγκη του Θεού. Ένοιωθε αυτάρκεια με τον εαυτό του. Γιατί ν’ αλλάξει ζωή; Γιατί να συναφθεί με τον Θεό, αφού δεν τον έχει ανάγκη; Ήταν άνθρωπος εγωκεντρικός, αλαζόνας, υπερόπτης, σκληρός και απάνθρωπος, ιδιαίτερα δε στους αμαρτωλούς. Καυχόταν πως γνώριζε τον Νόμο και αγνοούσε τον Νομοθέτη. Εκτός από τη φιλαυτία του (=την αγάπη στον εαυτό του) δεν γνώριζε τί είναι αγάπη. Αγνοούσε ότι η αγάπη είναι το «πλήρωμα του Νόμου», τον οποίο ερμήνευε. Αυτό δε οφείλεται, στο ότι δεν είχε ούτε και αμυδρά σχέση με τον Θεό, που είναι αγάπη.
Σκοπός του Φαρισαίου ήταν να αναγνωρίζεται από τους ανθρώπους ως καλός, σπουδαίος, σοφός, δάσκαλος της αρετής. Γι’ αυτό και ό,τι καλό έκανε, απέβλεπε «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις». Πάσχει από εγωκεντρισμό και αυτοϊκανοποίηση. Ποτέ του δεν παρουσιάζεται όπως είναι, για να μη μειωθεί η υπόληψη και το κύρος του μεταξύ των ανθρώπων. Η κενοδοξία του δεν έχει όρια. Υποκρίνεται τον ευσεβή και πλάθει μια ψεύτικη εικόνα για τον εαυτό του. Δεν μοιάζει με τον Τελώνη που παρουσιάζει την αληθινή εικόνα και γίνεται κατήγορος του εαυτού του.
Πώς λοιπόν θα μετανοήσει ο άνθρωπος αυτός, αφού η Μετάνοια προϋποθέτει το «απαρνησάσθω εαυτόν»; Πώς να σταυρώσει το «εγώ» του και να το θέσει κάτω από όλους, αφού πασκίζει να είναι πάνω από όλους; Ποτέ του δεν γεύθηκε την υψοποιό ταπείνωση.
Πώς θα γίνει «μωρός» για τον κόσμο, ο άνθρωπος που υποφέρει από αλαζονεία και υψηλοφροσύνη; Προσπαθεί να συντηρήσει τον αμαρτωλό εαυτό του, που θα έπρεπε να νεκρώσει.
Ανεβαίνει κι αυτός στον Ναό με τον τελώνη για να προσευχηθεί, για να συναντήσει τον Θεό. Δεν ξέρει όμως, ότι ο Θεός βρίσκεται στην «οδόν των ταπεινών».
Στην παραβολή ο Χριστός λέγει: «Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο». Οι Πατέρες λένε, πως το «σταθείς» σημαίνει το «αγέρωχον, το υψηλόφρον και αταπείνωτον» του Φαρισαίου. Και μάλιστα δεν προσεύχεται στον Θεό, αλλά «προς εαυτόν», στον εαυτό του.
Ευχαριστεί τον Θεό, όχι για τις ευεργεσίες του, αλλά γιατί διαφέρει από όλους: Όλοι είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί και ονομαστικά ο Τελώνης. Κατακρίνει, προσβάλλει και εξευτελίζει όλους, έκτος από τον εαυτό του. Και αυτό είναι χαρακτηριστικό του υπερόπτη και υπερήφανου. Ο ταπεινός δέχεται τις προσβολές και δεν τις ανταποδίδει. Αυτό που έκανε και ο Τελώνης.
Ο Φαρισαίος καυχάται πως «νηστεύει, δίνει ελεημοσύνη το δέκατο της σοδειάς του» και με αυτά δικαιώνει μόνος του τον εαυτό του. Ο Κύριος όμως είπε, πως και αν ακόμη τηρήσουμε «όλο τον Νόμο», να λέμε πως είμαστε «αχρείοι δούλοι».
Όλες οι αρετές αφανίζονται, όταν συζευχθούν με την υπερηφάνεια. Η υπερηφάνεια έκανε δαιμονικό το αγγελικό τάγμα του Εωσφόρου. Η ίδια κακία εξόρισε τον Αδάμ από τον Παράδεισο. Γι’ αυτό και ο Χριστός, για να μας ανοίξει τον Παράδεισο ντύθηκε την ταπεινοφροσύνη.
Οι Άγιοι, επειδή μιλούσαν για την αθλιότητά τους, έπιαναν τα θηρία με τα χέρια τους. «Λέγανε για τον άγιο Μακάριο, ότι έγινε κατά το γεγραμμένο, θεός επίγειος, διότι όπως ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι έγινε και ο αββάς Μακάριος σκεπάζων τα ελαττώματα που έβλεπε, σαν να μη τα έβλεπε και όσα άκουε, σαν να μη τα άκουε», γιατί αγαπούσε τον κόσμο και ήταν ταπεινός.
Κάποιος άλλος αναχωρητής που έβγαλε δαιμόνια, τα ρωτούσε: Τί είναι εκείνο που σας κάνει να εξέρχεσθε; Και απαντούσαν: Τίποτε δεν μας νικά, παρά μόνο η ταπεινοφροσύνη.
Ας τελειώσουμε με αποφθέγματα των Πατέρων: «Όλη η εν Χριστώ ζωή είναι η κάθαρση της ψυχής από την υπερηφάνεια». Και «είναι προτιμότερο να αμαρτάνουμε και να μετανοούμε και να ταπεινωνόμαστε, παρά να έχουμε πνευματικά επιτεύγματα και να υπερηφανευόμαστε».
(Π.Μουχταρούδη, θεολόγου, «Διήρχετο δια των σπορίμων», τ.Β΄ εκδ. Ι.Μητροπόλεως