Ο εξυψωθείς εις τους ουρανούς ταπεινός
14 Φεβρουαρίου 2011
Άγιος Φιλούμενος: Ο συμπατριώτης μας Σοφοκλής Ορουντιώτης στην πορεία της ζωής και της αγιοποίησής του.
Στα μονοπάτια που ανέβαιναν
Μα σεπτή μορφή κινούσε τον δρόμο της. Σιωπηλή, γλυκιά, άκακη -λες κι ήταν αόρατη και άυλη- προχωρούσε με βήματα ανάλαφρα. Στην αρχή δεν διέκρινες τίποτα -τι να καταλάβεις από ένα παιδί- τα μονοπάτια είχαν ροπή ανάβασης. Ανέβαιναν κι όλο ανέβαιναν, χωρίς εκείνου να αλλάζει η μορφή, παρά να γίνεται σοφότερη, ίσως φωτεινότερη. Σίγουρα ταπεινότερη. Ο δρόμος είχε προ πολλού χαραχθεί -ο μοναχικός και δύσβατος- που αν έβαζες λουλούδια με την πρώτη θα φύτρωναν. Πήρε η ζωή την πορεία της -η μοίρα είχε γράψει τις σελίδες της- με τα μονοπάτια να συνεχίζουν στην ίδια κλίση: ψηλά, εκεί που δεν υπάρχει πάρα πέρα.
Τον είχαν πάρει από μόνα τους τα μονοπάτια της ζωής στην υψηλότερη θέση: της αγιοσύνης. Έγινε άγιος -ένας σύγχρονος άγιος- που μόλις μετρά ένα χρόνο από τότε. Στις 29 Νοεμβρίου 2009 συγκεκριμένα, ο μοναχός Φιλούμενος Σοφοκλής Ορουντιώιης ως λαϊκός- αγιοποιήθηκε από την Εκκλησία. Συμπατριώτης μας από την Ορούντα, η μορφή του -η τόσο σεπτή και ταπεινή- έχει περάσει πια στις χρυσές σελίδες της ορθοδοξίας. Μα μέχρι να φτάσει εκεί, είχε διαβεί ένα δρόμο πολύ πειθαρχημένο, που το επίγειο τέλος του έθρυβε μαρτύριο. Κατάκτηση παράλληλα του κόσμου του ουράνιου.
Ουρανός και γη, γη και ουρανός, δέσιμο διάφανο και αθέατο σε μας, ήταν για τον Φιλούμενο κρατήρας ψυχής. Από κάτω είχε στραμμένο το εσωτερικό βλέμμα προς τα πάνω, σε μια σχέση Θεού και ανθρώπου ανώτερη. Ήταν ένα παιδί όπως όλα τα άλλα -έτσι θα νόμιζες- που μεγάλωνε αλλά διακριτικά ξεχώριζε από τους γύρω του, καθώς και ο δίδυμος αδελφός του Αλέξανδρος, όμως, έκρυβαν κάτι το μοναδικό. Το μοναδικό εξελίχθητε και στους δύο, σε αυτές τις όμοιες στάλες μορφών, διαφορετικού ωστόσο χαρακτήρα.
Χάραξε η μέρα και έδωσε φως -μπορεί και να πετούσαν περιστέρια στον ουρανό –όταν τα δυο αγόρια, Σοφοκλής και Αλέξανδρος, γεννιούνταν. Ήταν στις 15 Οκτωβρίου 1913 στην ενορία του Αγίου Σάββα Λευκωσίας, όπου έρχονταν στη ζωή. Οι γονείς Γεώργιος και Μαγδαληνή Ορουντιώτη από την Ορούντα, παντρεύτηκαν και κατέληξαν στη Χώρα, φέρνοντας στον κόσμο 10 παιδιά. Χάνι, ένα μικρό πανδοχείο και φούρνος ήταν οι δουλειές του πατέρα, που ήθελε τα αγόρια του να ακολουθήσουν το εμπόριο (τα μεγαλύτερα αγόρια ασχολήθηκαν με το εμπόριο γαϊδουριών στο Παρίσι).
Στο σπίτι, την εποχή του μεγαλώματος των παιδιών, ήταν και η γιαγιά η Λωξανδρού. Μια γλυκύτατη γυναίκα, με μαντίλα και σοφία ζωής, έβαζε τα παιδιά γύρω γύρω απ’ το τραπέζι για να της διαβάζουν -καθότι αγράμματη- συναξάρια αγίων. Εκείνα μετά αποσύρονταν με τη σειρά στο προσευχητάρι του σπιτιού -με τα εικονίσματα και τα καντήλια- για να προσευχηθούν. Κι ύστερα κατευθείαν για ύπνο.
Τα δίδυμα, όμως, περνούσαν ώρες στο προσευχητάρι και τα άλλα παιδιά διαμαρτύρονταν. Να προσκυνήσουν ήθελαν βιαστικά-βιαστικά και να πάνε να ξαπλώσουν. Σύσκεψη η οικογένεια: αποφασίστηκε να πηγαίνουν πρώτα οι υπόλοιποι κα τελευταία τα δίδυμα, ώστε να περνούν όσο χρόνο θέλουν εκεί μέσα Πολλές ήταν οι φορές, όπου σηκώνονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας και πήγαιναν στο προσευχητάρι. Η γιαγιά κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε με τα δίδυμα -που τα παρότρυνε κιόλας· με τα οποία εκκλησιαζόταν στο ναό του Τρυπιώτη. Τα ενέπνεε εκείνα ο χώρος· το αμυδρό φως των κεριών, οι παλιές θαυματουργικές εικόνες, το ξυλόγλυπτο χρυσοποίκιλτο εικονοστάσι νιώθοντας εκεί πιο κοντά στον Θεό. Ο πατήρ Νεόφυτος ήταν ο πνευματικός τους και ο βίος του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτου σαν την Αγία Γραφή τους. Το κάλεσμα ήταν πασιφανές -δεν θα οργούσε να ‘ρθει- επιθυμώντας τα δίδυμα να αφιερωθούν στη μοναστική ζωή. Τελειώνουν το δημοτικό και αποφασίζουν να αναχωρήσουν για το Σιαυροβούνι. Καλοκαίρι του 1927 -14 χρόνων- και αφού εξασφαλίζουν την ευχή του παπά Νεόφυτου (γνωρίζοντας ότι ο πατέρας τους δεν θα τους επέτρεπε να φύγουν) καταστρώνουν το σχέδιο απόδρασης. Πρότειναν να μείνουν εκείνα κοντά στον πατέρα στις δουλειές και να πάνε τα μεγαλύτερα αγόρια στην Ορούντα με τους άλλους. «Γιατί να στερούνται πάντα οι άλλοι, την εξοχή;» είπαν του πατέρα και έφυγαν. Βέβαια, δεν έμειναν να βοηθήσουν στο χάνι και στο φούρνο, αλλά πήραν τον δρόμο για το Σταυροβούνι. Με τα πόδια. Και στο δρόμο απαντούν έναν αμαξά…
«Πού πάτε;», ρώτησε ο αμαξάς τα δύο αγόρια, που
τους αναγνώρισε από το χάνι του πατέρα που στάθμευε συχνά. «Πάμε στο Σταυροβούνι», απάντησαν, προτείνοντας ο αμαξάς να τους μεταφέρει παρά πέρα –ως εκεί που πήγαινε- με την άμαξά του. «Σε παρακαλούμε. Μην μας μαρτυρήσεις στον πάτερα μας, γιατί θα έρθει να μας πάρει» Το υποσχέθηκε ο αμαξάς, ωστόσο δεν τήρησε την υπόσχεσή του, ενημερώνοντας την επομένη τον πατέρα τους. Πιάνει τότε εκείνος το καμπριολέ μαζί και η σύζυγος και η μικρότερη του κόρη Γαλάτεια -κινώντας για τα βουνά του Στουροβουνίου. «Μπαμπά, μπαμπά, να τον Σοφοκλή και τον Αλέξανδρο», αναγνώρισε η Γαλάτεια τα δύο αδέλφια της, τα οποία με ρούχα καλόγερων σκάλιζαν τη γη στις γεωργικές εργασίες τους. Τους βάζει ο πατέρος στο καμπριολέ και όλοι φτάνουν στο μοναστήρι. Συζητούν με τον ηγούμενο Βαρνάβα -καθοδηγητή των διδύμων- εκείνα ικετεύουν -«και να μας πάρεις πίσω, εμείς θα ξανάρθουμε»- και ο πατέρος λυγίζει. Τα δίδυμα πια ζουν στο μοναστήρι· επιστρέφουν μόνο μία φορά στο πατρικό καθότι αρρωστούν· και το 1934 κινούν για ένα μακρύτερο δρόμο: των Ιεροσολύμων. Τους πρόσεξε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων και Αρχιεπίσκοπος Τιμόθεος, όταν βρέθηκε στο
Σταυροβούνι, για ακολουθία, ζητώντας την άδεια του πατέρα Βαρνάβα για να τους πάρει μαζί του.
Στα Ιεροσόλυμα πηγαίνουν γυμνάσιο. Ο Σοφοκλή -ο άγιος της ιστορίας μας- παρουσιάζει κάτι το ιδιαίτερο: η συμπεριφορά του, η ομιλία του, σε έκαναν να τον συμπάθησε αμέσως. Μιλούσε πάντα με χαμόγελο, ποτέ δεν θύμωνε, καμία φιλοδοξία δεν εξέφραζε. Αντιθέτως ο Αλέξανδρος ήταν μια ηγετική μορφή.
Το 1937 Σοφοκλής και Αλέξανδρος εκάρησαν από τον Πατριάρχη Τιμόθεο μοναχοί, λαμβάνοντας αντιστοίχως τα ονόματα Φιλούμενος και Ελπίδιος. Τον ίδιο χρόνο χειροτονούνται διάκονοι, καθώς αποφοιτούν το 1939 από το γυμνάσιο. Το 1940 ο Ελπίδιος προχειρίζεται πρεσβύτερος. Το 1947 παραλαμβάνεται από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και αναχωρεί από τα Ιεροσόλυμα. Αλλιώτικη η πορεία του Φιλούμενου που παραμένει στην Αγία γη.
Διορίζεται εργοδηγός το 1940 στο Πατριαρχείο, μετά διάκονος στη Μονή του Αγίου Σάββα, αναλαμβάνοντας αργότερα καθήκοντα επιμελητή των πατριαρχικών γραφείων. Χειροτονείται πρεσβύτερος. Ακολούθως υπηρετεί ως βοηθός φροντιστής στο κεντρικό μαγειρείο μέχρι τον Φεβρουάριο του 1946. Διορίζεται ηγούμενος στην Τιβεριάδα και το 1946 χειροτονείται αρχιμανδρίτης.
Στην Ιόππη υπηρετεί για έξι χρόνια. Από το 1959 μέχρι το 1961 είναι διευθυντής του οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής, ενώ τον Μάιο της ίδιας χρονιάς διορίζεται στη μονή του Αρχαγγέλου. Τον Φεβρουάριο του 1962 αποστέλλεται στο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Ακολουθεί η Ραμάλα 1965-1967, όπως και τις χρονιές 1976-1979. Υπηρετεί και στον Άγιο Θεοδόσιο και στον Προφήτη Ηλία. Ο Φιλούμενος γρήγορα αποκτά τη φήμη του εξαίρετου πνευματικού ιερομόναχου. Με ένα μεγάλο ποίμνιο. αναπτύσσει συνομιλίες, πίνει καφέ μαζί τους και συμβουλεύει: «ταπείνωση, προσευχή, ελεημοσύνη». Καθημερινά τον επισκέπτονται χριστιανοί από όλες τις γωνιές του Ισραήλ, τον αγαπούν, τον σέβονται. Φορά αντερί γκρίζο -το αγαπημένο του χρώμα- και σκουφάκι μαύρο, ανεβοκατεβαίνοντας τα σκαλιά του Προφήτη Ηλία και εξυπηρετώντας κόσμο. Αφηγείται βίους αγίων κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, ψάλλει και προσφέρει φρούτο και γλυκά. Ταπεινός -ένας καθόλα σωστός μοναχός- ο Φιλούμενος γαλήνιος μελετά τα βιβλία του. Βοηθά, νηστεύει και προσεύχεται.
Τον Μάιο του 1979 μετακινείται στη Νεάπολη, ηγούμενος στο Φρέαρ του Ιακώβ, αλλά εκεί δεν είναι από όλους αγαπητός. Σιωνιστές, φανατικοί Εβραίοι, θέλουν να τον εξοντώσουν και τον απειλούν…
Η απειλή, η επίθεση και το φρικτό μαρτύριο.
Κατέβασε τα εικονίσματά σου. Αυτός ο χώρος μας ανήκει. Φύγε, γιατί θα το μετανιώσεις πικρά», αγριεμένοι αλλόθρησκα φοβερίζουν τον Φιλούμενο. Διεκδικούσαν το ναό, με τη δικαιολογία ότι ήταν εβραϊκός, εξηγούσε ήρεμα εκείνος ότι ο χώρος μετρά αιώνες χριστιανικής παρουσίας. Τίποτα. Εκείνοι, έρχονταν κάθε Παρασκευή με τις απειλές τους. Ο Φιλούμενος διαισθάνθηκε ότι θα τον σκότωναν, και το είπε στον γέροντα Θεοδόσιο: «Τι να κάνω γέροντα; Με απειλούν. Ας με σκοτώσουν. Ένα μαρτύριο θα μας σώσει» κι αποφάσισε να μείνει στο ναό. Λίγο καιρό μετά, μια εβδομάδα πριν, επισκέπτεται γνωστούς και φίλους μοναχούς. Μια εβδομάδα πριν το προαίσθημά του βγει αληθινό. Ήταν απόγευμα Πέμπτης, της 29ης Νοεμβρίου 1979. Ημέρα βροχερό, ημέρα γιορτής του αγίου Μάρτυρος Φιλουμενου (μαρτύρησε στην Άγκυρα τοα270). Γιόρταζε ο ηγούμενος μας και μετά τις 4 ήταν μονός στο ναό, μιας και ο φύλακος είχε φύγει. Γύρω σιωπή, μόνα η βροχή και κάποιες σκοτεινές φιγούρες κρυμμένες. Όπως και ο Φιλούμενος -ώρα 5- να τελεί τον εσπερινό. Επίθεση. Επίθεση στον Φιλούμενο με τσεκούρι: 36 τσεκουριές σε σχήμα σταυρού στο κρανίο. Ξερίζωσαν μάτια. Ξερίζωσαν δόντια. Έκοψαν χέρια. Έκοψαν πόδια Έκοψαν γεννητικά όργανα. Ο δίδυμος Ελπίδιος από τη θεία χάρη «ενημερώνεται»: «αδελφέ με σκοτώνουν». Η εκκλησία βεβηλώνεται. Την επομένη τον βρήκαν νεκρό. Ειδοποιούνται αστυνομία και πατριαρχείο. Μετά από πέντε ημέρες ιερείς παραλαμβάνουν το σκήνωμα. Ήταν γυμνός ο Φιλούμενος, και παρότι πέρασαν μέρες από τον θάνατό του δεν παρουσίαζε το φαινόμενο της νεκρικής ακαμψίας. «Βοήθα γέροντα να σε ντύσω», είπε ο πατέρας Σωφρόνιος στο νεκρό Φιλούμενο, με το σώμα να «συνεργάζεται» στο ντύσιμό του. Στις 4 Δεκεμβρίου 1979 τελείται από το ναό της Αγίας Θέκλας η κηδεία του. Θάβεται στο κοιμητήριο της Αγιοταφικής Αδελφότητας στην Αγία Σιών. Στο Φρέαρ του Ιακώβ τον τόπο μαρτυρίου του Φιλούμενου- διορίζονται διάφοροι ιερείς, με τελευταίο τον πατέρα Ιουστίνο. Το 1982 δέχεται επίθεση, αλλά νεότερος ο Ιουστίνος τον αφοπλίζει με ένα κηροπήγιο. Έτσι συλλαμβάνεται ο δολοφόνος του Φιλούμενου. Εξακολουθούν φανατικοί να πολιορκούν το Φρέαρ, με τον Φιλούμενο να «προστατεύει» ναό και ιερέα. Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, σης 29 Νοεμβρίου 1963, πεθαίνει και ο δίδυμος του Ελπίδιος. Εκείνον τον καιρό αποφασίζεται η ανακομιδή των οστών του Φιλούμενου και ο ενταφιασμός τους στο Φρέαρ. Όταν, όμως, άνοιξαν τον τάφο μια ευχάριστη μυρωδιά αναδυόταν. Το σώμα άφθαρτο: το χρώμα σκούρυνε λίγο, μαλλιά, γένια, ρούχα –όλα εκεί. Τοποθετείται για προσκύνημα στο ιερό βήμα της Αγίας Σιών. Να ξαναταφεί σε άλλη γη, σε νέο τσιμεντένιο τάφο, για να διαπιστωθεί αν θα φθαρεί. Στις 8 Ιανουαρίου 1985 ανοίγουν τον τάφο. Το σώμα έπλεε στο νερό, ελάχιστη η φθορά του. Σε γυάλινο φέρετρο πια, στην Αγία Τριάδα της Σιών, μέχρι τον Αύγουστο του 2008 όπου μεταφέρεται στο Φρέαρ. Θαύματα! Είναι άγιος, ο οποίος, ανακηρύσσεται στις 29 Νοεμβριίου 2009.
Απόψε τελείται εσπερινός από τον μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτο στο ναό της Ορούντας στη μνήμη και το όνομα του αγίου Φιλουμένου. Του αγίου μας.
(Αναστασία Σιακαλλή. Αφιέρωμα της Εφημερίδας «Φιλελεύθερος» της Κυριακής. Λευκωσία 28 Νοεμβρίου 2010)