Ο όσιος Λουκάς εν Στειρίω
7 Φεβρουαρίου 2011
Οι πρόγονοι του Οσίου Λουκά, ο παππούς και η γιαγιά από τον πατέρα του, είχαν γεννηθεί στην Αίγινα, την οποία όμως, όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι του νησιού, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών των Σαρακηνών, γύρω στα έτη 865 – 870 μ.Χ. Έτσι, από την Αίγινα κατέφυγαν στην επαρχία του Χρυσού (ή Χρισού, δηλαδή της αρχαίας Κρίσσας) της Φωκίδος και εγκαταστάθηκαν αρχικά στο παράλιο όρος του Ιωάννου ή του Ιωαννίτζη επιλεγόμενο.
Αλλά, επειδή και εκεί δεν βρήκαν ασφάλεια, αφού και τις παραθαλάσσιες εκείνες περιοχές λυμαίνονταν και λεηλατούσαν οι Σαρακηνοί πειρατές με τις συχνές επιδρομές τους, αναγκάσθηκαν πάλι οι πρόγονοι του Οσίου Λουκά να εγκαταλείψουν και το όρος του Ιωαννίτζη. Στη συνέχεια μετακινήθηκαν και κατέφυγαν κοντά σε ένα λιμάνι, στην σημερινή Ιτέα, πού ονομαζόταν Βαθύς. Εκεί γέννησαν τον πατέρα του Οσίου, τον οποίο ονόμασαν Στέφανο.
Και πάλι όμως οι προπάτορες του Οσίου, σαν κάποιο θεϊκό νεύμα να τους καλούσε, μετοίκησαν από τον τόπο αυτό και διάλεξαν τελικά ως τόπο διαμονής τους το Καστόριον της Φωκίδος, το νεότερο Καστρί, κοντά στους αρχαίους Δελφούς. Εκεί ο υιός Στέφανος, όταν ενηλικιώθηκε, νυμφεύθηκε την Ευφροσύνη, μητέρα του Οσίου, πού ήταν και αυτή από το ίδιο νησί, την Αίγινα και από επιφανή οικογένεια.
Ο Στέφανος και η Ευφροσύνη, με την ευλογία του Θεού, απέκτησαν από τον γάμο τους αυτό, επτά παιδιά: τον Θεόδωρο πρώτο, τη Μαρία δεύτερη, τον Λουκά τρίτο, την Καλή τέταρτη πού ενδύθηκε και αυτή το αγγελικό σχήμα, τον Επιφάνιο πέμπτο πού και αυτός ως μοναχός αφιερώθηκε στον Θεό και δύο ακόμη άλλα παιδιά πού πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Στο Καστόριον λοιπόν της Φωκίδος γεννήθηκε στα τέλη του 896 ή στις αρχές του 897 μ.Χ. ο Όσιος Λουκάς.
Ο Λουκάς, από την παιδική ηλικία, έδειχνε την τάση και την θεϊκή κλίση και κλήση του προς τον θρησκευτικό και μοναχικό βίο. Διακρινόταν για την απέραντη αγάπη του προς τους φτωχούς και την παροιμιώδη φιλανθρωπία του, πού έφθανε μέχρι του σημείου να μοιράζει τα ρούχα του σε κάθε ενδεή τον οποίο συναντούσε στον δρόμο του και να επιστρέφει στο σπίτι του σχεδόν γυμνός, χωρίς να υπολογίζει για τίποτε τις επιπλήξεις και παρατηρήσεις των γονέων του. Με κάθε τρόπο εκδήλωνε την αφοσίωση και την αγάπη του προς τον Θεό. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας το αφιέρωνε στην προσευχή και πολύ λίγο στον ύπνο. Δεν παρέλειπε όμως καθόλου και τα καθήκοντά του προς τους φυσικούς του γονείς, τους οποίους σεβόταν, αγαπούσε, τιμούσε και εξυπηρετούσε με κάθε προθυμία, βοηθώντας τους στις ποιμενικές και γεωργικές τους εργασίες. Μόλις στην τρυφερή ηλικία των 12 – 13 ετών, κατά το έτος 908 – 909 μ.Χ., έχασε τον πατέρα του και έμεινε ορφανός.
Όταν κάποια φορά φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του από την μητέρα του δύο μοναχοί, πού κατευθύνονταν από την Ρώμη προς τα Ιεροσόλυμα, ο Λουκάς θεώρησε το γεγονός αυτό ευκαιρία, για να εκπληρώσει το ζωηρό και ενδόμυχο πόθο του να ασπασθεί και αυτός το μοναχικό βίο. Έτσι, κρυφά από την μητέρα του, ακολούθησε τους δύο μοναχούς. Αυτοί, όταν έφθασαν στην Αθήνα, τον άφησαν εκεί, στο μοναστήρι όπου κατέλυσαν πιθανότατα, στη μονή της Παντάνασσας στο Μοναστηράκι, ενώ οι ίδιοι συνέχισαν την πορεία τους. Εκεί ο Όσιος, σε ηλικία 14 ετών, στα τέλη του 910 ή στις αρχές του 911 μ.Χ., κείρεται μοναχός και περιβάλλεται με το σχήμα των μοναχών.
Ο ηγούμενος όμως της μονής αναγκάζεται και τον στέλνει πίσω στην μητέρα του, καθώς, κατά θαυματουργικό τρόπο, την βλέπει στο όνειρό του να θρηνεί απελπισμένη και να του καταλογίζει βαρύτατες ευθύνες, γιατί της στέρησε και κατακρατεί το μονάκριβο παιδί της, την μόνη παρηγοριά της χηρείας και της δυστυχίας της. Έτσι ο Όσιος επιστρέφει στην μητέρα του, στο πλευρό της οποίας συμπαραστέκεται με μεγάλη προθυμία και στοργή, βοηθώντας και εξυπηρετώντας την σε κάθε της ανάγκη.
Μετά από τέσσερις μήνες, με την συγκατάθεση πιά και την ευχή της μητέρας του, εγκαταλείπει οριστικά τα εγκόσμια, ακολουθεί το θείο νεύμα και αποσύρεται ως μοναχός στο όρος του Ιωαννιτζή, στα νότια της Δεσφίνας της Φωκίδος, στον Κορινθιακό κόλπο. Εκεί κοντά στη θάλασσα, όπου υπήρχε και ο ναός των Αγίων Αναργύρων, έστησε το αναχωρητήριό του και παρέμεινε για μία επταετία (911 – 918). Στην ερημική τοποθεσία του Ιωαννιτζή, εκτός από την προσήλωσή του στον Θεό με τις ατέλειωτες προσευχές, νηστείες και αγρυπνίες και την σθεναρή και σταθερή αντίστασή του στους παντοδαπούς πειρασμούς, ανέπτυξε και σπουδαία κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Πολλοί είναι εκείνοι πού απόλαυσαν την ζεστασιά της φιλοξενίας του, τη θέρμη των παραμυθητικών του λόγων. Πολλοί ευεργετήθηκαν από τις θαυματουργικές του ενέργειες και την προορατική του δύναμη, ενδυναμώθηκαν και στερεώθηκαν στην χριστιανική τους πίστη με το θαυμαστό και πειστικό παραινετικό του λόγο, καθοδηγήθηκαν και ακολούθησαν το δρόμο του Ευαγγελίου.
Ενώ βρισκόταν εκεί, προείπε και την επιδρομή των Βουλγάρων του Συμεών στην κυρίως Ελλάδα, πού έγινε στις αρχές ή τα μέσα του 918 μ.Χ. και τον εξανάγκασε, καθώς και τους συμμοναστές και τους άλλους γνωστούς του, να εγκαταλείψει το ερημητήριό του στού Ιωαννιτζή το όρος και να φθάσει στην απέναντι Πελοποννησιακή ακτή, κοντά στην Κόρινθο, για λόγους ασφαλείας. Ο νεαρός, τότε, Λουκάς ήταν 21 περίπου χρόνων.
Στην Πελοπόννησο παρέμεινε μία ολόκληρη δεκαετία (918 – 928 μ.Χ.), στο χωριό Ζεμενό της Κορινθίας και στο ευκτήριο του Μάρτυρος Προκοπίου. Κατά την εκεί παραμονή του προσέφερε με πολύ μεγάλη προθυμία κάθε είδους υπηρεσία και εξυπηρέτηση στον γέροντα στυλίτη ερημίτη πού μόναζε εκεί, η αυστηρή και ασκητική ζωή του οποίου τον παραδειγμάτισε στην κατά Θεόν ζωή και τον δίδαξε πολλά.
Μετά τον θάνατο του τσάρου των Βουλγάρων Συμεών (17 Μαΐου 927 μ.Χ.) και την σύναψη συνθήκης ειρήνης (Οκτώβριος 927 μ.Χ.) του υιού και διαδόχου του Πέτρου με τους Βυζαντινούς, ο Όσιος επέστρεψε πάλι στις απέναντι ακτές της Φωκίδος, στο γνώριμο σ’ αυτόν όρος του Ιωαννιτζή. Εκεί έμεινε μία δωδεκαετία (928 – 939/940 μ.Χ.), οργάνωσε δραστήρια μοναστική κοινότητα και επιδόθηκε σε νέους άθλους και άλλα ασκητικά σκάμματα και παλαίσματα. Κατά το διάστημα της δεύτερης, μακρόχρονης, παραμονής του η γύρω περιοχή γνώριζε ξανά την ευεργετική δράση της άκρας φιλανθρωπίας του, των παραινέσεων και θαυμάτων του.
Επειδή όμως το πλήθος των καθημερινών επισκεπτών και περαστικών είχε αρκετά κουράσει τον μεγάλο αναχωρητή, διότι του κατέστρεφε την ησυχία και γαλήνη της ασκητικής του ζωής, ο Όσιος αποφάσισε να εγκαταλείψει, οριστικά αυτήν την φορά, το όρος του Ιωαννιτζή και να αναζητήσει καταφύγιο σε ερημικότερους και ησυχότερους τόπους. Έτσι διάλεξε το λιμάνι Καλάμιον, ανατολικά της Αντίκυρας της Φωκίδος, όπου έμεινε τρία χρόνια (939/940 – 943 μ.Χ.). Εκεί, γύρω στο 941 μ.Χ., προείπε την κατάλυση της Αραβοκρατίας και την επανάκτηση της Κρήτης από τους Βυζαντινούς, πράγμα πού έγινε είκοσι χρόνια αργότερα, στις 7 Μαρτίου του έτους 961 μ.Χ., στα χρόνια του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’.
Περί το έτος 943 μ.Χ., εξαιτίας νέων επιδρομών, Ούγγρων στην προκειμένη περίπτωση, ο Όσιος Λουκάς εγκατέλειψε το Καλάμιον και μετεγκαταστάθηκε στο γειτονικό ξερό και άνυδρο νησάκι Αμπελών, όπου παρέμεινε άλλα τρία χρόνια (943 – 946 μ.Χ.). Εκεί τον επισκεπτόταν συχνά και η αδελφή του μοναχή Καλή.
Οι φίλοι και γνωστοί του, πού είχαν με ποικίλους τρόπους ευεργετηθεί από αυτόν και δεν ήθελαν να τον βλέπουν να υποφέρει στο ξερονήσι Αμπελών και να ενοχλείται επιπλέον και από το πλήθος των περαστικών, ναυτικών κυρίως, τον έπεισαν να αφήσει το νησί και να εγκατασταθεί, οριστικά πιά, στο Στείρι της Φωκίδος, Βοιωτίας σήμερα. Βρισκόταν σε τόπο ησυχότερο, μακριά από την βοή και την τύρβη του κόσμου, αλλά και προικισμένο με φυσικές καλλονές και αρετές, κατάλληλο για πνευματική άσκηση και προσευχή. Εκεί ο Όσιος Λουκάς έζησε τα τελευταία επτά χρόνια της επίγειας ζωής του (946 – 953 μ.Χ.).
Στην αρχή διάλεξε ένα απόμερο και ερημικό χωριό, ανάμεσα σε θάμνους και έκτισε εκεί το ταπεινό κελί του, για να μην τον βρίσκουν εύκολα οι περαστικοί. Αυτόν λοιπόν, τον ήσυχο και γαλήνιο τόπο, με την παρθένα άγρια ομορφιά του και την κατανυκτική και βαθύτατα στοχαστική σιωπή του, πέρα από τον τάραχο των εγκοσμίων, διάλεξε ο ερημοπολίτης Όσιος για να στήσει την ασκητική του καλύβα καί, με τους πνευματικούς του αγώνες και μόχθους, τις αδιάλειπτες προσευχές και ανύστακτες αγρυπνίες, να πετύχει την άνοδό του στα ουράνια δώματα και την ένωσή του με το θείο.
Σύντομα όμως και εδώ, στον τόπο της τελικής εγκαταβιώσεώς του οργάνωσε νέο μοναστικό κοινόβιο, με πλήθος μαθητών και συμμοναστών του. Ανάμεσα σε αυτούς ονομαστοί υπήρξαν για την οσιακή τους βιωτή και την αφοσίωση στον γέροντά τους ο Πρεσβύτερος Γρηγόριος, ο Παγκράτιος και ο Θεόδωρος.
Παρόλο πού ο Όσιος ήταν εραστής του ησύχιου και γαλήνιου βίου, μακριά από την κοσμική τύρβη, καθόλου δεν απέφευγε τους ανθρώπους. Η φήμη των αγαθοεργιών του, της θερμής φιλοξενίας, της φιλανθρωπίας και κυρίως των θαυματουργικών και προφητικών θείων χαρισμάτων του συγκέντρωνε στο απόμακρο Στείρι πλήθη πιστών και ενδεών ανθρώπων. Όλοι ζητούσαν την συμβουλή και την παραμυθία του, τους ενθαρρυντικούς του λόγους, την βοήθειά του για την λύση κάθε λογής προβλημάτων και για την ικανοποίηση πιεστικών βιοτικών αναγκών, προπάντων όμως τη λυτρωτική των παραπτωμάτων τους και θαυματουργική του επέμβαση. Σε κανέναν από αυτούς δεν αρνιόταν τίποτε. Σε όλους έδειχνε χαρούμενος, ευπροσήγορος, αυθόρμητος, πλημμυρισμένος από αγάπη και συμπάθεια, πρόθυμος για κάθε είδους προσφορά και βοήθεια, εκπληρώνοντας και βιώνοντας σε όλο του το πλάτος και το βάθος το θεϊκό λόγιο: «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Δεν ήταν όμως μόνο οι απλοί και ανώνυμοι, οι ταπεινοί και πονεμένοι άνθρωποι του λαού πού προσέφευγαν σε αυτόν. Τον επισκέπτονταν και επιφανέστατοι αξιωματούχοι και δημόσιοι άνδρες της επίσημης Βυζαντινής κρατικής ιεραρχίας, πράγμα πού μαρτυρεί την αγαθή φήμη και το υψηλό κύρος και ακτινοβολία πού διέθετε ο Στειριώτης αναχωρητής.
Τον επισκέφθηκε έτσι ο γνωστός σε όλους τους συγχρόνους του Πόθος, στρατηγός του Θέματος της Ελλάδος, το οποίο είχε τότε ως έδρα την πόλη των Θηβών. Ο Όσιος του έσωσε, κατά θαυματουργικό τρόπο, τον ετοιμοθάνατο στην Κωνσταντινούπολη υιό του.
Στενότατες επίσης υπήρξαν οι σχέσεις του Οσίου με τον άλλο στρατηγό του Θέματος της Ελλάδος, «τόν επιφανή και περίβλεπτον Κρηνίτη», πιθανότατα άμεσο διάδοχο του Πόθου στο αξίωμα αυτό. Η γνωριμία των δύο ανδρών, του ταπεινού ερημίτου και απλού στρατιώτου του Χριστού από το ένα μέρος και του υψηλού κοσμικού άρχοντος και στρατιωτικού αξιωματούχου από το άλλο μέρος, πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε θερμή φιλία και αγάπη.
Έτσι ο Κρηνίτης, σε όλο το διάστημα πού παρέμεινε ως στρατηγός στην Θήβα, προσέφερε στον Όσιο κάθε λογής υπηρεσία και εξυπηρέτηση με μεγάλη προθυμία, χωρίς καθόλου να υπολογίζει ούτε κόπους ούτε χρηματικές δαπάνες. Ανάμεσα και σε άλλες προσφορές, μεγάλη υπήρξε η προσωπική και η οικονομική συμβολή του στην ανέγερση του ναού της Αγίας Βαρβάρας. Δεν πρόκειται για την κρύπτη πού τιμάται σήμερα στη μνήμη της Μεγαλομάρτυρος και βρίσκεται κάτω από το Καθολικό της Μονής, αλλά για τον παράπλευρα στο Καθολικό της Μονής ναό της Παναγίας, ο οποίος ανεγέρθηκε ενόσω ζούσε ακόμη ο Όσιος, ανάμεσα στα χρόνια 947 και 952 μ.Χ.
Όταν προαισθάνθηκε το ερχόμενο τέλος του, χωρίς να ανακοινώσει σε κανέναν τίποτε σχετικό, βγήκε από το κελί του και αποχαιρέτισε με συγκίνηση και ασπασμούς όλους τους περιοίκους, φίλους και γνωστούς του. Μετά από τρεις μήνες ασθένησε. Την όγδοη ημέρα της ασθένειάς του έγινε φανερό ότι ο Όσιος βάδιζε προς την έξοδο από τον μάταιο τούτο κόσμο για να καταλήξει εκεί «ένθα ουκ έστι λύπη, ου πόνος, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Οι γύρω κάτοικοι πού το έμαθαν, παρά την σφοδρή βαρυχειμωνιά και τα χιόνια, έτρεξαν στο κελί του ετοιμοθάνατου Οσίου, για να δούν για τελευταία φορά, με τη σωματική του παρουσία, τον μεγάλο ευεργέτη, τον προστάτη τους και ισχυρό μεσίτη προς τον Θεό. Με συγκινητικές εκδηλώσεις αγάπης και δάκρυα του συμπαραστάθηκαν στις τελευταίες του στιγμές.
Το βράδυ της 7ης Φεβρουαρίου του έτους 953 μ.Χ. ο Όσιος, σε ηλικία 56 ετών. Αφησε την τελευταία του πνοή και παρέδωσε με ηρεμία και γαλήνη το πνεύμα του στον Θεό, για να απολαύσει εκεί τους καρπούς των άθλων και καμάτων του επί της γής. Το πρωί της επομένης ημέρας, 8ης Φεβρουαρίου, ο πρεσβύτερος Γρηγόριος με τους λοιπούς μοναχούς, αφού προσκάλεσε και τους γύρω χωρικούς, ενταφίασε το σεπτό σκήνωμα του Οσίου στο δάπεδο του κελιού του, στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, όπου ακριβώς του είχε υποδείξει ο ίδιος λίγο πριν από την κοίμησή του, προφητεύοντας μάλιστα ότι ο τόπος εκείνος έμελλε να δοξαστεί.
Περί τον Ιούλιο του έτους 953 μ.Χ., έξι μήνες μετά την κοίμηση του Οσίου, ο μοναχός Κοσμάς από την Παφλαγονία, πού ταξίδευε προς την Ιταλία, σταμάτησε μετά από Θεϊκό όνειρο στο Στείρι, στη μονή όπου με ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη επιμελήθηκε και καλλώπισε το νωπό τάφο του Οσίου. Τον ανύψωσε λοιπόν με επιχωμάτωση, τον έντυσε με εγχώριες πλάκες και τον περιέβαλε με κιγκλίδες.
Δύο χρόνια αργότερα, γύρω στα μέσα του έτους 955 μ.Χ., μαθητές και συμμοναστές του Οσίου, σε ένδειξη σεβασμού και αγάπης προς τον πνευματικό τους πατέρα, συμπλήρωσαν και διακόσμησαν το ναό της Αγίας Βαρβάρας, πού είχε ακόμη ορισμένες ατέλειες. Έκτισαν επιπλέον κελιά για τους μοναχούς, των οποίων ο αριθμός είχε αυξηθεί, καθώς και ξενώνες για την υποδοχή και εξυπηρέτηση των προσκυνητών και επισκεπτών. Τέλος, το κελί του Οσίου, όπου βρισκόταν και ο τάφος του, το μετέτρεψαν σε ωραιότατη Εκκλησία σταυρικού σχήματος.
Ο τάφος με το ιερό λείψανο του Οσίου έγινε πόλος έλξεως πλήθους πιστών και πηγή ακένωτη θαυματουργικών ιάσεων.
Ο μικρός σταυρόσχημος ναός με τον τάφο του Οσίου δεν επαρκούσε όμως για να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες και να εξυπηρετήσει τα συνεχώς αυξανόμενα πλήθη των πιστών πού συνέρρεαν εκεί, για να καταθέσουν θερμό το δάκρυ του πόνου τους και να ζητήσουν την προστασία και αντίληψη του μεγάλου ασκητού και την λυτρωτική του επέμβαση για κάθε λογής σωματικά τους πάθη και τις ψυχικές αλγηδόνες.
Γι’ αυτό στις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., με πρωτοβουλία του καθηγουμένου της μονής, του ευσεβέστατου ιερομονάχου Φιλοθέου, κατεδαφίστηκε το σταυρόσχημο ευκτήριο και στην ίδια θέση, αλλά σε μεγαλύτερο χώρο ως προς την έκταση, ανεγέρθηκε το σημερινό επιβλητικό καθολικό της μονής, με την περίλαμπρη γλυπτική ζωγραφική και ψηφιδωτή του διακόσμηση, στο οποίο φυλάσσεται το ιερό σκήνωμα του Οσίου.