Θεολογική προσέγγιση των διαπροσωπικών σχέσεων (μέρος β΄)
3 Φεβρουαρίου 2011
του Γεωργίου Μαντζαρίδη, ομότιμου καθηγητή Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ο Χριστός μεταδίδει την σωτήρια και ανακαινιστική χάρη του όχι μόνο στην φύση αλλά και στην υπόσταση του κάθε ανθρώπου[1]. Με τα μυστήρια της Εκκλησίας, με τις εντολές και την διδασκαλία του Χριστού διαγράφεται το «πρόγραμμα», που καλείται να ακολουθήσει ο άνθρωπος, για να ενεργοποιήσει την πανανθρώπινη ομοουσιότητα. Η ενεργοποίηση αυτή προβάλλει στον πιστό ως έργο ζωής. Με κάθε σκέψη και κάθε πράξη, με το όλο φρόνημα και την όλη ζωή του ο πιστός καλείται να φανερώσει την αλήθεια της εντάξεώς του στο σώμα του Χριστού· καλείται να φανερώσει την οικείωση και την αφομοίωση της θείας αγάπης στο οστράκινο σκεύος του.
Βέβαια ποτέ η αγάπη του ανθρώπου δεν μπορεί να φτάσει την αγάπη του Θεού. Και ποτέ το άνοιγμα του προσώπου του προς τους άλλους δεν μπορεί να φτάσει στον βαθμό του ανοίγματος των προσώπων του Τριαδικού Θεού. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αγάπη και η κοινωνία των προσώπων των Χριστιανών δεν πρέπει να καλλιεργούνται με πρότυπο την αγάπη και την κοινωνία του Τριαδικού Θεού.Το έργο αυτό δεν είναι εύκολο, γιατί απαιτεί την πλήρη αυταπάρνηση και αυτοπροσφορά του ανθρώπου στον Θεό και τον πλησίον. Είναι έργο πίστεως που πραγματοποιείται με την άρση του σταυρού και την όδευση της στενής και τεθλιμμένης οδού που οδηγεί στην όντως ζωή.
Η ανακαίνιση λοιπόν που προσφέρει ο Χριστός στον κόσμο συντελείται: α) με την οντολογική αποκατάσταση της ομοουσιότητας της ανθρώπινης φύσεως, που πραγματοποιήθηκε με την πρόσληψή της από τον Θεό Λόγο, και β) με την οικείωση της ομοουσιότητας αυτής από τον άνθρωπο, που πραγματοποιείται με την πίστη, την κοινωνία των μυστηρίων της Εκκλησίας, την υπακοή στο θέλημα του Θεού και την τήρηση των εντολών του ‒πρωτίστως βέβαια της εντολής της διπλής αγάπης‒ στην καθημερινή ζωή.
Τα μυστήρια της Εκκλησίας αποκαθιστούν τον άνθρωπο στην οντολογική του ομοουσιότητα με τους συνανθρώπους του, που έρχεται μετά την προπατορική πτώση ως δώρο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και βιώνεται μέσα στην Εκκλησία. Οι πιστοί με την χάρη αυτή αποκτούν την δυνατότητα να ενεργοποιήσουν την μυστηριακή ομοουσιότητα στο ηθικό επίπεδο μεταφράζοντας τις εντολές σε τρόπους ζωής. Και στο στάδιο όμως αυτό δεν πρέπει να λησμονείται ο εκκλησιολογικός και χαρισματικός χαρακτήρας της ανακαινίσεως. Αυτό άλλωστε υποδηλώνεται εξαρχής με τα μυστήρια που εισάγουν τον άνθρωπο στην Εκκλησία, το Βάπτισμα, το Χρίσμα και την θεία Ευχαριστία, τα οποία εμπεριέχουν συμβολικά και το «πρόγραμμα» της χριστιανικής ζωής.
Όπως είναι γνωστό, οι πρώτοι χριστιανοί των Ιεροσολύμων επιδίωξαν την ενότητά τους με την αποταγή όλων των υπαρχόντων τους και την ελεύθερη προσφορά τους για κοινή χρήση: «Ουδέ είς τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ήν αυτοίς άπαντα κοινά»[2]. Η κοινοκτημοσύνη όμως αυτή, που αφορούσε μόνο την κατανάλωση αγαθών, εκδηλώθηκε ως χαρισματικό φαινόμενο, που δεν προσέλαβε θεσμική μορφή. Γι’αυτό άλλωστε δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί διαχρονικά και καταργήθηκε. Την διαχρονική διατήρηση της κοινοκτημοσύνης κατέστησε δυνατή ακολούθως ο θεσμός του μοναχισμού που προβλέπει όχι μόνο κατανάλωση αλλά και παραγωγή αγαθών. Στον μοναχισμό καθιερώνεται μαζί με την αποταγή της ατομικής ιδιοκτησίας και η αποταγή του ατομικού θελήματος. Έτσι αίρεται ευρύτερα η αιτία της διασπάσεως και γίνεται δυνατή η ενότητα των μελών της κοινότητας.
Βέβαια και ο μοναχικός θεσμός έχει την κοσμική του διάσταση με την κοινή περιουσία, την κατοικία, τα διακονήματα κ.τ.λ., που είναι απαραίτητα για την επιβίωση των μοναχών. Εδώ όμως όλα αυτά ρυθμίζονται με άξονα την κατακόρυφη κοινωνικότητα, δηλαδή την κοινωνία με τον Θεό. Ο πρώτος άλλωστε σκοπός του μοναχισμού είναι η τήρηση της πρώτης και μεγάλης εντολής, της εντολής της αγάπης προς τον Θεό. Αυτή όχι μόνο δεν αλλοτριώνει την φύση των διαπροσωπικών σχέσεων των ανθρώπων, αλλά αντιθέτως τις τοποθετεί στην οντολογική τους βάση και προοπτική.Έτσι η οριζόντια κοινωνικότητα προβάλλεται σε υψηλότερο πνευματικό επίπεδο και ευρύνεται απεριόριστα: «Μοναχός εστιν ο πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος»[3].
Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Χριστιανισμό η ύπαρξη της αγάπης στις διαπροσωπικές σχέσεις προβάλλεται ως μαρτυρία της νίκης εναντίον του θανάτου και της μετοχής στην αληθινή ζωή[4]. Και ο ορθόδοξος μοναχισμός συνδέει την ταυτότητά του με την βίωση της αγάπης στις διαπροσωπικές σχέσεις: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου»[5]. Ή, όπως γράφει ο άγιος Σιλουανός, «ο αδελφός μας είναι η ζωή μας…η χάρη έρχεται με την αγάπη προς τον αδελφό και με την αγάπη προς τον αδελφό διατηρείται»[6]. Γι’ αυτό και η εκκοσμίκευση του μοναχισμού ή η θεολογική αλλοτρίωσή του αποστερεί και την κοσμική κοινωνία από την παρουσία κέντρων αναφοράς, όπου επιχειρείται η ιδεώδης μορφή αναπτύξεως των διαπροσωπικών σχέσεων.
Η παρουσία του μοναχισμού προσφέρει άφθονα στοιχεία για την ανάπτυξη σωστών διαπροσωπικών σχέσεων στην καθημερινή ζωή του κόσμου. Η παραίτηση από το ατομικό θέλημα και η φροντίδα για τους άλλους, ο παραμερισμός του ατομικού συμφέροντος για την εξυπηρέτηση του πλησίον, η ειλικρίνεια και η φιλαλήθεια στις καθημερινές σχέσεις, η αποφυγή της κατακρίσεως ή και αυτής ακόμα της κρίσεως των άλλων, η θεώρηση του πλησίον ως αδελφού, όπως και πολλά άλλα που συνιστούν βασικές θέσεις του ορθόδοξου μοναχισμού, εξευγενίζουν και εξυψώνουν ουσιαστικά τις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων.
Τα μέλη της Εκκλησίας, ως μέλη αλλήλων, είναι συνεργάτες και συνυπεύθυνοι για ολόκληρο το σώμα. Αλλωστε αυτό το αίσθημα υπαγορεύει και η ομοουσιότητα των ανθρώπων. Γι’αυτό και η συμπεριφορά προς τον πλησίον, η στήριξή του, η συμμετοχή στον πόνο και την χαρά του, η αποφυγή της προσβολής ή του σκανδαλισμού του αποτελούν βασικές υποχρεώσεις για τον πιστό. Η ανακαίνιση του ανθρώπου δεν είναι ατομικό αλλά συλλογικό έργο, που πραγματοποιείται με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Οι διαπροσωπικές σχέσεις δεν ανήκουν στο περιθώριο αλλά στο επίκεντρο της χριστιανικής ζωής.
Εκφραστικό για το θέμα αυτό είναι το αίτημα που απευθύνεται κατά την Θεία Λειτουργία, λίγο πριν από την Θεία Κοινωνία: «Την ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος αιτησάμενοι, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τώ Θεώ παραθώμεθα»[7]. Ο Χριστιανός δεν φροντίζει μόνο για την προσωπική προσαγωγή του στον Θεό, αλλά και για την στήριξη του πλησίον να πλησιάσει τον κοινό Πατέρα. Και η φροντίδα αυτή δεν αποτελεί δευτερεύον αλλά κύριο έργο που εκφράζει την ταυτότητά του ως μέλους του σώματος του Χριστού. Αυτό το νόημα έχει και η προτροπή που απευθύνει ο Απόστολος Παύλος προς τους πιστούς: «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος»[8].
Εκτός από την εντολή της αγάπης υπάρχει και ο λεγόμενος χρυσός κανόνας της χριστιανικής ηθικής: «Πάντα όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς»[9]. Εδώ καλείται ο άνθρωπος να μεταφέρει τον εαυτό του στην θέση του άλλου και να ενεργήσει απέναντί του έτσι, όπως θα ήθελε να ενεργήσουν οι άλλοι απέναντι σε αυτόν. Ο κανόνας αυτός προσφέρει στον καθένα το ασφαλέστερο πρακτικό μέτρο σωστής συμπεριφοράς, αλλά δεν κάνει λόγο για τα όριά της. Αυτά υποδηλώνονται με την δεύτερη μεγάλη εντολή, που καλεί τον Χριστιανό να αγαπήσει τον πλησίον του ως εαυτό του. Τον καλεί να ανοιχθεί απεριόριστα προς ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Να μή ξεχωρίζει τον πλησίον από τον εαυτό του, αλλά να τον βλέπει και να τον αγαπά ως εαυτό του. Να ζεί την ζωή του πλησίον ως δική του ζωή και να γίνεται ένα μαζί του[10].
Η θεώρηση αυτή του πλησίον δεν κατασκευάζεται σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά προκύπτει ως οντολογική συνέπεια μέσα στο σώμα της Εκκλησίας. Για τον Χριστιανό ο αληθινός εαυτός του είναι ο πλησίον. Χωρίς αυτόν δεν βρίσκεται ουσιαστικά μέσα στο κοινό σώμα. Δεν επαληθεύει την ταυτότητα του Χριστιανού. Αυτό βέβαια δεν γίνεται αισθητό μέσα στην εκκοσμικευμένη εκκλησιαστική κοινότητα. Γι’αυτό και εξαρχής η εκκοσμίκευση της χριστιανικής ζωής οδήγησε πολλούς πιστούς έξω από την κοσμική κοινωνία και συνέβαλε στην εμφάνιση του μοναχισμού.
Ο μοναχισμός δεν επιδιώκει τίποτε περισσότερο από αυτό που πρέπει να επιδιώκει κάθε Χριστιανός. Το μοναστήρι είναι μια εκκλησία που λειτουργεί μέσα στο σώμα της όλης Εκκλησίας και με τον ίδιο σκοπό όπως και αυτή. Γι’αυτό άλλωστε και οι ορθόδοξοι λαοί έβλεπαν στο μοναχικό κοινόβιο την ιδεώδη χριστιανική κοινωνία. Σε σχέση μάλιστα με το θέμα μας μπορεί να λεχθεί ότι αυτό αποτελεί και το τελειότερο πλαίσιο για την καλλιέργεια σωστών διαπροσωπικών σχέσεων. Ουσιαστικά η κοινοβιακή ζωή στην ιδανική της μορφή αποσκοπεί στην πληρέστερη δυνατή προσέγγιση της αγάπης και της ενότητας, που έχει ως έσχατο στόχο την ενότητα του Θεού της αγάπης, του Τριαδικού Θεού.
Γι’αυτήν την ενότητα προσευχήθηκε ο Χριστός: «Ίνα πάντες έν ώσιν»[11]. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ενότητας ο καθένας ως πρόσωπο αποτελεί κατά κάποιον τρόπο το κέντρο του συνόλου· κάθε άνθρωπος και κάθε πράγμα είναι γι’αυτόν. Αλλά και αντίστροφα αυτός ο ίδιος με καθετί που του ανήκει προσφέρεται σε όλους και στον καθένα[12]. Η Τριαδολογία εικονίζεται στην ανθρωπολογία. Κάθε πτυχή του Τριαδικού δόγματος έχει και το ανθρωπολογικό της νόημα. Κάθε θεολογική αλήθεια προβάλλεται στον άνθρωπο ως αλήθεια ζωής.
Η σωστή ανθρώπινη κοινωνία απαιτεί σωστές διαπροσωπικές σχέσεις. Και οι σωστές διαπροσωπικές σχέσεις προϋποθέτουν σωστά πρόσωπα. Σωστά, τέλος, πρόσωπα ή ολοκληρωμένες ανθρώπινες υποστάσεις είναι εκείνες που αγκαλιάζουν με την αγάπη τους ολόκληρο τον κόσμο, όλη την ανθρωπότητα. Η κένωση του ατομικού εγωισμού για την υποδοχή του πλησίον ωριμάζει και ολοκληρώνει το πρόσωπο. Όσο βαθύτερα «συγχωρεί» κάποιος μέσα του τους άλλους, όσο περισσότερο τους αγκαλιάζει με την αγάπη του, τόσο πιο σωστές διαπροσωπικές σχέσεις καλλιεργεί, τόσο περισσότερο ολοκληρώνεται ως πρόσωπο και ανυψώνεται προς το ιδανικό πρότυπό του, τον Τριαδικό Θεό. Και αυτό γίνεται δυνατό με την ταπείνωση, που αποτελεί την άλλη όψη της αγάπης.
Από όσα σημειώθηκαν γίνεται, νομίζουμε, φανερό ότι τέτοια πρόσωπα δεν μπορούν να προετοιμαστούν χωρίς την θεανθρώπινη κοινωνία, έξω από την Εκκλησία· δεν είναι δυνατό να διαμορφωθούν χωρίς τις ανθρωπολογικές και πνευματικές προϋποθέσεις που έχει και προσφέρει αυτή στον άνθρωπο. Στον βαθμό που ο άνθρωπος προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση αυτήν ολοκληρώνεται ως πρόσωπο και καλλιεργεί σωστές διαπροσωπικές σχέσεις. Ζεί την αληθινή αγάπη και γίνεται εκφραστής της στην καθημερινή ζωή. Αυτό φαίνεται δύσκολο, και είναι πράγματι δύσκολο ιδιαίτερα μέσα στην σύγχρονη εγωκεντρική κοινωνία, γι’αυτό θεωρείται συνήθως ως έργο των μοναχών. Η εντολή όμως της αγάπης δεν απευθύνεται μόνο στους μοναχούς αλλά σε όλους τους πιστούς.
Η θεσμοποίηση ενός τέτοιου τρόπου ζωής γίνεται δυνατή με την αυτεξούσια συγκατάθεση των ανθρώπων και όχι με οποιονδήποτε εξωτερικό καταναγκασμό. Ο εξωτερικός καταναγκασμός μπορεί να έχει ορισμένα πρόσκαιρα αποτελέσματα, αλλά προκαλεί αναπόφευκτα έντονες αντιδράσεις και δημιουργεί εκρηκτικές καταστάσεις. Οι νόμοι και οι θεσμοί μπορούν να εμποδίσουν την ακαταστασία ή την παρενόχληση της κοινωνικής ζωής και των διαπροσωπικών σχέσεων, αδυνατούν όμως να κατευθύνουν τις διαθέσεις των ανθρώπων ή να εμπνεύσουν την αγάπη και την καταλλαγή στις καρδιές τους. Αντιθέτως, η Εκκλησία με την αλήθεια των δογμάτων της προσφέρει στους ανθρώπους την δυνατότητα να συλλάβουν το βαθύτερο νόημα της υπάρξεώς τους και να ολοκληρωθούν ως πρόσωπα.
Πηγή: Σύναξη, τχ. 113, Ιαν.-Μαρτ. 2010, σ. 4-13.
[2]. Πράξ. 4,33.
[3]. Ευαγρίου Ποντικού, Περί προσευχής 121, PG 79,1193B.
[4]. Βλ. Α’ ’Ιω.3,14.
[5]. Βλ. Αποφθέγματα αγίων Γερόντων( περί τού αββά Απολλώ), PG 65,136B.
[6]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 102003, σ. 448-450.
[7]. Πληρωτικά Θ. Λειτουργίας.
[8]. Α΄Κορ. 10,24.
[9]. Ματθ. 7,12.
[10]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ. 56.
[11]. .Ιω. 17, 21.
[12]. Βλ. Archimandrite Sophrony, Parole à la Communauté 72 (2008), σ. 7-8.