Κυριακή των Τριών Ιεραρχών
29 Ιανουαρίου 2011
Φωστήρες και φωτοδότες της θεολογίας και της παιδείας
Η σημερινή Κυριακή είναι αφιερωμένη σε τρεις μεγάλους Πατέρες και Ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Πρόκειται για τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, του Μεγάλου Βασιλείου, του ιερού Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου. Η Εκκλησία τους ονομάζει «φωστήρες της τρισηλίου θεότητος». Και η ελληνική Παιδεία τιμά τους εμπνευστές και προστάτες της σύνθεσης της ελληνικής σοφίας με τη θεία Αποκάλυψη του ευαγγελικού λόγου. Μια σύνθεση που άρχισε ήδη από τους μαθητές και αποστόλους του Κυρίου, με μια θαυμάσια ελληνιστική παιδεία, και έφτασε στην αποκορύφωση με τους μεγάλους πατέρες και διδασκάλους του τετάρτου αιώνα μ.Χ. Ο οικουμενικός Ελληνισμός συναντάται με την οικουμενικότητα του Χριστιανισμού.
Τίθεται όμως το ερώτημα, γιατί η Εκκλησία επέλεξε αυτούς τους συγκεκριμένους τρεις Ιεράρχες από μια χορεία μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων της πίστεως μας; Θεωρούνται αυτοί ως οι σημαντικότεροι και οι μοναδικοί, ή παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που χρειάζεται σήμερα να επισημάνουμε και να τα προβάλουμε προς πνευματική ωφέλεια και οικοδομή όλων μας;
Γνωρίζουμε από την εκκλησιαστική ιστορία πως υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός κορυφαίων πατέρων και σοφών διδασκάλων που δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των Τριών Ιεραρχών της σημερινής εορτής.
Και όμως η Εκκλησία και η Παιδεία επέλεξε μόνο αυτούς τους τρεις γνωστούς μας Ιεράρχες.
Φαίνεται, πως κριτήριο της επιλογής τους δεν ήταν ούτε η μοναδική θεολογική προσφορά τους ούτε η ανεπανάληπτη ποιμαντική διακονία τους. Ακόμη κριτήριο δεν ήταν ούτε η ποιότητα της αγιότητας τους ούτε η μοναδικότητα του μαρτυρικού τέλους τους. Το κριτήριο βρίσκεται, σε μια μοναδική ιδιαιτερότητα του καθενός από τους τρεις, που μόνο στη σύνθεση και στην ενότητα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους σηματοδοτείται το νόημα της σημερινής εορτής, ως ημέρας των Γραμμάτων και της ελληνικής Παιδείας.
1. Ανάγκη ασκητικού ήθους ζωής
Ο Μέγας Βασίλειος είναι γνωστό ότι ανέπτυξε ένα τεράστιο κοινωνικό έργο. Το σημερινό κοινωνικό σύστημα με τα διάφορα ιδρύματα περίθαλψης έχει τις ρίζες του στη Βασιλειάδα του Μεγάλου Βασιλείου, μια καταπληκτική κοινωνική οργάνωση ιδρυμάτων για τους πάσχοντες, τους φτωχούς και τους αδύναμους της ζωής. Παράλληλα, όμως, ο Μέγας Βασίλειος θεωρείται και μέγιστος στη θεσμοθέτηση κανόνων οργάνωσης της μοναχικής πολιτείας. Μέχρι την εποχή του υπήρχε ένας ιδιότυπος αναχωρητικός μοναχισμός. Σε πολλές δε περιπτώσεις ο μοναχισμός αυτός λειτουργούσε αυθαίρετα, χωρίς κανόνες, χωρίς έλεγχο και ασφαλώς χωρίς υπακοή και υποταγή στην πνευματική καθοδήγηση κάποιου Γέροντα.
Αυτόν τον ιδιότυπο και αυθαίρετο τρόπο ατομικής και προσωπικής βίωσης του μοναχικού ιδεώδους θέλησε ο Μέγας Βασίλειος να τον ελέγξει και να τον περιορίσει με τη θεσμοθέτηση ενός οργανωμένου κοινοβιακού συστήματος και με την ενσωμάτωση των μοναχών, σε μοναστικές κοινότητες υπό τον άμεσο έλεγχο της τοπικής εκκλησιαστικής ηγεσίας. Κατόρθωσε με άλλα λόγια την εκκλησιοποίηση του μοναχισμού και αναχωρητισμού. Και αυτή ήταν μια προσφορά προς την Εκκλησία υψίστης σημασίας στο θεωρητικό και πρακτικό τομέα.
Ένας μοναχισμός αυτονομημένος και αποκομμένος από το σώμα της Εκκλησίας αποτελεί μέγιστο κίνδυνο και παρεκκλίνει προς εκκλησιολογική αίρεση, όχι μόνο εξαιτίας των ενεργειών διαφοροποίησης από την εκκλησιαστική ηγεσία, αλλά κυρίως εξαιτίας τον ζηλωτικών τάσεων που αναπτύσσονται στους χώρους αυτούς.
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο μοναχισμός ασφαλώς και αποτελεί μια βασική και ουσιώδη μορφή ζωής, βίωσης της πίστεως. Έρχεται ως συνέχεια της πιστότητας και της συνέπειας των Μαρτύρων της πρώτης Εκκλησίας. Γι’ αυτό ο μοναχισμός είναι ουσιαστικά μορφή μαρτυρίου και εσχατολογική βίωση της ιστορίας. Μ’ αυτή την έννοια ο μοναχισμός δεν εκφράζει το σύνολο του λαού του Θεού. Είναι μια επιμέρους λειτουργία της εκκλησιαστικής ζωής και «εκ μέρους» γνώση και βίωση της πίστεως. Υπ’ αυτή την έννοια, ο μοναχισμός ουσιαστικά καταξιώνεται κυρίως ως μορφή μαρτυρίου, παρά ως μορφή βίωσης της πίστεως και λιγότερο ως μορφή ποιμαντικής διακονίας.
Πέρα, όμως, από την εσχατολογική αυτή προοπτική, υπάρχει για τους πιστούς και η καθημερινή βίωση της πίστεως μέσα στην ιστορία. Ο μοναχισμός επισημαίνει σε όλους μας και την ασκητική θεώρηση της ιστορίας. Και αυτή είναι μια βασική παράμετρος της πίστεως και της ζωής. Στη δε περίπτωση της συμβολής του Μεγάλου Βασιλείου έχουμε μια θαυμαστή σύνθεση του ιστορικού και εσχατολογικού στοιχείου, με την παράλληλη σύνθεση κοινωνικών αξιών και ασκητικής προσέγγισης της ζωής. Ούτε άκρατος ακτιβισμός ούτε άκριτος εγκρατισμός και θεωρητικός βίος.
2. Ανάγκη ποιότητος ζωής στο χριστιανικό βίωμα
Ο ιερός Χρυσόστομος βίωσε κατά τρόπο απόλυτα ασκητικό και μαρτυρικό το αρχιερατικό του αξίωμα. Απόλυτος στις πνευματικές πεποιθήσεις του και ασυμβίβαστος στις προκλήσεις της κοσμικής εξουσίας. Από τα τριανταπέντε χρόνια της αρχιερατείας του τα δεκαέξι τα πέρασε στην εξορία, διωκόμενος όχι μόνο από τους κοσμικούς άρχοντες αλλά και από τους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Ο ιερός Χρυσόστομος, μοναχικός και ασκητικός, μαρτυρικός στις επιλογές του και φιλάνθρωπος στις εκτιμήσεις του για τους άλλους, αναδείχθηκε συγχρόνως κι ένας θαυμάσιος κοινωνικός αναμορφωτής.
Και μόνο το γεγονός, ότι αναδείχθηκε στην εποχή του και θεωρείται σήμερα από εμάς ο μεγάλος θεολόγος και ποιμένας του γάμου και του έρωτα, με μια βαθιά μάλιστα και απέραντα φιλάνθρωπη κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του έγγαμου και συζυγικού βίου, φανερώνει τη χαρισματική συμβολή του στη διαμόρφωση μιας υγιούς και ρεαλιστικής χριστιανικής ανθρωπολογίας. Η αξεπέραστη αυτή συμβολή του σώζει διαμέσου των αιώνων τις παρατηρούμενες λεπτές ισορροπίες στις εκτιμήσεις μεταξύ των πιστών της αξίας είτε του έγγαμου είτε του μοναχικού τρόπου βίωσης της χριστιανικής πίστεως. Διότι δεν πρόκειται περί διλήμματος αλλά περί υπακοής στο ίδιον εκάστου χάρισμα, κατά τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου.
Γνωρίζουμε, επίσης, ότι μελέτησε ο ιερός Χρυσόστομος με κάθε σοβαρότητα τα καθημερινά προβλήματα της ζωής. Θεολόγησε με βαθύνοια για το πρόβλημα της εργασίας, της σχέσεως εργοδοτών και εργαζομένων, για το θεσμό της δουλείας και σχεδόν για όλους τους κοινωνικούς θεσμούς της εποχής του. Είναι αυτός που έθεσε την Εκκλησία προ των ευθυνών της και κάλεσε τη θρησκευτική ηγεσία να πάρει υπεύθυνη θέση για τα μεγάλα και σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Ήθελε την Εκκλησία και το χριστιανικό κήρυγμα να βρίσκονται στο κέντρο των γεγονότων, να παρεμβαίνουν άμεσα και υπεύθυνα στο ιστορικό γίγνεσθαι και η Εκκλησία να μη στέκεται θεατής και επικριτής στα κοινωνικά δρώμενα.
Η Εκκλησία για τον ιερό Χρυσόστομο δεν πρέπει να εκφράζει ένα πνευματικό ελιτισμό και πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται να είναι μια αναχωρητή περιθωριακή παρουσία. Η ανάμιξή της με το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι συνεπάγεται ασφαλώς θυσίες, μαρτυρικό βίο και καθημερινό κόστος ζωής. Όμως, η Εκκλησία πρέπει πάντα να μένει συνεπής στις δικές της πεποιθήσεις και αξίες, στις ιστορικές σωτηριολογικές και εσχατολογικές της επιλογές.
Η παρουσία και μετοχή του ιερού Χρυσοστόμου στην τριάδα των μεγάλων Ιεραρχών της σημερινής γιορτής αποτελεί και αυτή μια αναντικατάστατη και αξεπέραστη συμβολή, ιδιαίτερα για τη θεώρηση της χριστιανικής βιωτής στην ολότητα της και όχι σ’ ένα διακριτό και αξιολογικό επιμερισμό. Δεν τίθεται θέμα, επομένως, κάποιων τραγικών διλημμάτων του τύπου «γάμος ή αγαμία», με σκοπό την προβολή της μιας ή της άλλης μορφής ζωής. Εδώ τίθεται, ως επείγουσα ανάγκη η επιταγή υψηλής ποιότητας και χαρισματικής βίωσης είτε του γάμου είτε της αγαμίας. Προς την κατεύθυνση αυτή ο ιερός Χρυσόστομος συνέβαλε τα μέγιστα και όλοι του οφείλουμε ευγνωμοσύνη για την ισόρροπη αυτή αντιμετώπιση και καταξίωση της προσωπικής επιλογής ανάλογα με το χάρισμα εκάστου.
3. Η θεολογία και η θεογνωσία ως κριτήριο της πνευματικής ζωής
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θεωρείται από τους συστηματικότερους πατέρες της Εκκλησίας που συνέβαλε και αυτός αποφασιστικά στη διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος. Παρά δε το γεγονός της βαθύνοιας και της φιλοσοφικής υποδομής της θεολογικής σκέψης του, έκανε παράλληλα και τη μεγάλη θεολογική του παρέμβαση στη διαμόρφωση της κλασικής παιδείας και του ανθρωπιστικού πολιτισμού. Έθεσε τις χριστιανικές αρχές και τις πνευματικές αξίες ως κριτήρια της γνώσης και της παιδείας, που παρέχονται από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ύψιστο κριτήριο για την αληθινή παιδεία και την αγωγή των παιδιών θεώρησε ότι πρέπει να είναι η θεολογία και κυρίως η θεογνωσία, αντί της ψευδούς φιλοσοφίας και της ειδωλολατρικής μυθοπλασίας. Είναι γνωστό, από την ιστορία, ότι τα περίφημα «έπη» του, όπου συμπεριέλαβε μια θαυμάσια τριαδολογική θεολογία και θεωρούνται ως μοναδικά αριστουργήματα της παγκόσμιας φιλολογίας και ιδιαίτερα της γόνιμης ποιητικής έκφρασης της θεολογίας της Ανατολής, σύντομα αντικατέστησαν τα Ομηρικά έπη στα ανώτατα φιλοσοφικά ιδρύματα της εποχής. Μέσα στα έργα αυτά έχουμε μια θαυμάσια σύνθεση της ανθρώπινης γνώσης και της αποκεκαλυμμένης θεολογίας. Η ακαδημαϊκή γνώση και παιδεία συναντάται με την ασκητική θεολογία της έρημου. Ο δάσκαλος δεν κρίνεται μόνο από το περιεχόμενο των λόγων του και της κοσμικής σοφίας του, αλλά πρώτιστα πρέπει να κρίνεται από το περιεχόμενο της σιωπής του, του στοχασμού του και της προσευχής του. Όπως γνωρίζουμε, ότι και η προσευχή δεν κρίνεται από το περιεχόμενο των λόγων, των αιτημάτων και της σχολαστικής «βαττολογίας», αλλά από τη βαθιά αίσθηση της κοινωνίας με το Θεό και της εμπιστοσύνης στη δική του πρόνοια. Η ουσιαστικότερη προσευχή είναι η προσευχή της σιωπής και μάλιστα η νοερά προσευχή. Ο ποιητικός λόγος είναι πάντοτε ουσιώδης, μεστός και δημιουργικός. Η ποίηση πάντα γεννάει ιδέες και ανοίγει νέους δρόμους στη σκέψη. Έτσι και τα ποιητικά έργα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ουσιωδέστερα από τα συστηματικά του, που δημιούργησαν μια νέα εποχή για τη θεολογία και τη χριστιανική παιδεία. Η θεολογική παραγωγή του αγίου Γρηγορίου μας ενθαρρύνει και προς την κατεύθυνση αυτή μιας σύνδεσης του συστηματικού λόγου με τον ποιητικό στοχασμό και της διδακτικής προσφοράς με τη σιωπή της προσευχής. Η θεολογία και η παιδεία κρίνονται από τη διπολικότητα αυτή του έργου του μεγάλου Θεολόγου του τετάρτου αιώνα.
4. Απέκδυση του πλούτου και της σοφίας και ένδυση της πτώχειας και της σεμνότητας
Πέρα από τα στοιχεία αυτά της προσωπικής ιδιαιτερότητας, υπάρχει και ένα άλλο κοινό γνώρισμα στους Τρεις Ιεράρχες μας, που ιδιαίτερα καλούμαστε να προβάλουμε σε κάθε εποχή, ως κριτήριο αληθινής θρησκευτικότητας και θεοσεβούς παιδείας. Κριτήριο για ηγέτες, δασκάλους, μαθητές και απλούς πιστούς.
Και οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν γόνοι πλούσιων και αριστοκρατικών οικογενειών. Και οι τρεις ήσαν ικανοί στη γνώση και στο νου και ταλαντούχοι χαρισματικοί στο πνεύμα και στη ψυχή. Η παιδεία τους σε όλα τα επίπεδα της γνώσης και της επιστήμης ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη. Η δε κοινωνική τους καταξίωση αξιοζήλευτη από όλους. Ό,τι το εκλεκτότερο δηλαδή σε νου, σε γνώση, σε χαρακτήρα και προσφορά, όχι μόνο στον κοσμικό χώρο αλλά και στον εκκλησιαστικό, συγκεντρώθηκε στην τριάδα αυτή. Το θαυμαστό είναι ότι και οι τρεις αυτοί νέοι εισερχόμενοι στην Εκκλησία και θέτοντας τους εαυτούς τους στη διακονία του λαού του Θεού, απεκδύθηκαν όλα αυτά που είχαν και κατείχαν, γυμνώθηκαν και πτώχευσαν, κατά κυριολεξία, σε όλα τα επίπεδα προς χάριν της αγάπης του Χριστού και των εν Χριστώ αδελφών.
Ενώ σήμερα, δυστυχώς, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.
Η ένταξή μας στο χώρο της Εκκλησίας δεν συνεπάγεται, όπως παλαιότερα, θυσίες και ταπεινώσεις, ονειδισμούς και διώξεις.
Η Εκκλησία, όμως, πάντοτε και σήμερα με την προβολή των τριών αυτών μεγάλων Ιεραρχών θέλει και προσπαθεί να μας στείλει κάποιο μήνυμα. Ας προσέξουμε και ας την ακούσουμε σεμνά και ταπεινά, ώστε με κάθε σεμνότητα και ταπείνωση να παραμένουμε ως πιστοί και να διακονούμε την Εκκλησία του Χριστού, ο οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι».
Πράγματι, η Εκκλησία καλεί όλους μας με τη σημερινή εορτή να δεχθούμε τους Τρεις Ιεράρχες, όπως παλαιοτέρα έτσι και σήμερα, ως «φως» και «λυχνία» με το λόγο τους και τα έργα τους, για μια ορθή κατεύθυνση και της δικής μας πορείας. Μας καλεί όχι απλώς να μνημονεύσουμε τα ονόματά τους και να τους δοξάσουμε, αλλά να τους μιμούμαστε ως άτομα, ως λαός και έθνος, αν θέλουμε να επιβιώσουμε πνευματικά στους δύσκολους καιρούς. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν και πρέπει να συνεχίσουν να είναι φωστήρες αλλά και φωτοδότες της θεολογίας, της παιδείας και της εκκλησιαστικής διακονίας. Η ουσιαστική συμβολή τους δεν συνίσταται τόσο στα εξαίρετα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητάς τους, του θεολογικού στοχασμού τους και του ποιμαντικού έργου τους, όσο στη σύνθεση και στην εναρμόνιση της συμβολής τους, την οποία πραγματοποίησε η Εκκλησία με την προβολή της ενιαίας εορτής των Τριών Ιεραρχών.
Μοναχικό και ασκητικό ιδεώδες, κοινωνική ευαισθητοποίηση και δυναμική ιστορική παρέμβαση, ποιητική και δημιουργική θεολογία, θυσιαστική και μαρτυρική εμπειρία ζωής, είναι το τρίπτυχο μιας ισόρροπης θρησκευτικής αγωγής και κλασικής παιδείας. Κάθε απόπειρα και προσπάθεια από εμάς μιας άκριτης απολυτοποίησης, είτε της μοναχικής είτε της κοινωνικής, αλλά είτε της θεολογικής και της κοσμικής ερμηνείας για τα πράγματα του κόσμου τούτου και για τα πράγματα του Θεού, αποτελεί μεγάλο λάθος, γιατί ουσιαστικά διολισθαίνει προς την αίρεση. Το μεγάλο μυστικό ουσιαστικά βρίσκεται στη σύνθεση και στην εναρμόνιση των βασικών αυτών στοιχείων που μας υπενθυμίζει η εορτή των Τριών Ιεραρχών. Μια παιδεία και αγωγή που πλουτίζεται από τους κρουνούς της σοφίας και της πνευματικής εμπειρίας των Ιεραρχών μας δεν μπορεί παρά στο τέλος να δώσει και στην εποχή μας εύχυμους και αγαθούς καρπούς.
(Γ. Π. Πατρώνου, ομοτιμ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολογία», τ. Β΄)