Η αντάρτικη κυβέρνηση και η μάχη της Κόνιτσας
9 Ιανουαρίου 2011
VatopaidiFriend: Με αφορμή το μνημόσυνο για τους πεσόντες στην μάχη της Κόνιτσας (φωτογραφίες εδώ) παραθέτουμε την ιστορία της μάχης.
Αιωνία η μνήμη τους.
Στις 23 Δεκεμβρίου 1947 -τρία χρόνια από την περίοδο της σύγκρουσης του Δεκέμβρη του ’44- ιδρύθηκε η πρώτη κομμουνιστική κυβέρνηση, που είχε έδρα τις ανταρτοκρατούμενες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας.
Πρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Στρατιωτικών ανέλαβε «ο στρατηγός Μάρκος» Βαφειάδης, που ήταν επικεφαλής του νέου αντάρτικου στρατού, που είχε την ονομασία «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας» (ΔΣΕ).
Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εσωτερικών ανέλαβε ο Γιάννης Ιωαννίδης, το νούμερο δύο εκείνη την περίοδο της ηγεσίας του ΚΚΕ, υπουργός Εξωτερικών ο Πέτρος Ρούσος (Πολυχρονίδης), υπουργός Υγείας και Πρόνοιας και προσωρινά της Παιδείας ο Πέτρος Κόκκαλης, υπουργός Οικονομικών ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, Γεωργίας ο Δημήτρης Βλαντάς και Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά του Επισιτισμού ο Λεωνίδας Στρίγκος.
Την ίδια περίοδο η ηγεσία του ΚΚΕ είχε αποφασίσει δυνάμεις του αντάρτικου στρατού να επιτεθούν και να καταλάβουν τη μικρή πόλη της Κόνιτσας (είχε τότε περί τους 5.000 κατοίκους).
Η κατάληψη της Κόνιτσας θα ήταν μια απόδειξη ότι ο αντάρτικος στρατός είχε μετασχηματιστεί σε σοβαρό βαθμό σε τακτικό στρατό, που είχε πλέον την ικανότητα να επιτίθεται και να καταλαμβάνει σημαντικές οχυρές θέσεις του εχθρού σε κωμοπόλεις ή μικρές πόλεις, με σημαντική στρατηγική και ψυχολογική σημασία.
Η χρονική σύμπτωση της ίδρυσης της κυβέρνησης των ανταρτών, που ονομάστηκε «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση» και της επίθεσης κατά της Κόνιτσας δεν ήταν τυχαία.
Σύμφωνα με τον Μάρκο, ο Ζαχαριάδης είχε πει ότι «θα πάρουμε την Κόνιτσα, θα φτιάξουμε την κυβέρνηση και πιθανόν ν’ αναγνωριστούμε» από τη Σοβιετική Ενωση και τους φίλους της ή κάποιους από αυτούς.
Η Κόνιτσα βρίσκεται στο νομό Ιωαννίνων, πολύ κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, στα ριζά του Προφήτη Ηλία, και απλώνεται δυτικά στην κοιλάδα του ποταμού Αώου, που περνάει στην Αλβανία και χύνεται στην Αδριατική. Είχαν προηγηθεί δύο ακόμα μεγάλες αντάρτικες επιθέσεις, τον Ιούλιο του 1947 εναντίον της πόλης των Γρεβενών και τον Οκτώβριο εναντίον του Μετσόβου, που είχαν αποτύχει.
Η αντάρτικη επίθεση κατά της Κόνιτσας θεωρήθηκε μια από τις κρισιμότερες μάχες του εμφύλιου πολέμου στη διάρκεια του 1947.
Η διοίκηση του ΔΣΕ, που ήταν στην πραγματικότητα ταυτόσημη με την ηγεσία του ΚΚΕ, επιθυμούσε να κάνει μια επίδειξη δύναμης και ν’ αποδείξει ότι ο αντάρτικος στρατός είχε μετεξελιχθεί πλέον σε τακτικό στρατό, που ήταν ικανός να καταλαμβάνει και να διατηρεί υπό την εξουσία του κάποιες πόλεις.
Μία μέρα πριν από την έναρξη της επιχείρησης κατά της Κόνιτσας, ο αρχηγός του ΔΣΕ Μάρκος Βαφειάδης κάλεσε τον παλιό μόνιμο υπολοχαγό Γεράσιμο Μαλτέζο, που είχε προσχωρήσει στην περίοδο της Κατοχής στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, για να διευθύνουν μαζί την αντάρτικη επίθεση.
Οπως σημειώνει ο Μαλτέζος, μαζί του ο Μάρκος «δεν είχε πάρει ούτε έναν αξιωματικό του Επιτελείου του και ιδιαίτερα τον διευθυντή του Γραφείου Επιχειρήσεων Λογοθέτη, που ήταν πολύ απαραίτητος», παρ’ όλο που το σχέδιο είχε εκπονηθεί «εξ ολοκλήρου από το Γενικό Αρχηγείο» του ΔΣΕ.
Σύμφωνα με τον Μαλτέζο (Τζουμερκιώτη), η κατάληψη της Κόνιτσας δεν ήταν κάτι το ακατόρθωτο, η διατήρησή της όμως ήταν προβληματική, με τον τότε συσχετισμό των δυνάμεων. «Το σταθερό κράτημα της Κόνιτσας σήμαινε δημιουργία αμυντικού μετώπου απ’ το Πωγώνι στο Καλπάκι και στο Γράμμο, τεράστιο μέτωπο, που μόνο για να καλύπτονταν στοιχειώδικα οι φύσει οχυρές διαβάσεις απαιτούνταν σοβαρές δυνάμεις, που δεν διαθέταμε, επίσης σοβαρά μέσα πολέμου (αντιαεροπορικά, αντιαρματικά, κ.ά.), που επίσης δεν διαθέταμε».
Και αν ο κυβερνητικός στρατός δεν θα μπορούσε να ανακαταλάβει την Κόνιτσα «μπορούσε να την καταστρέψει τελείως με αεροπορικούς βομβαρδισμούς».
Ηταν φανερό ότι δεν μπορούσε να γίνει εύκολα η Κόνιτσα έδρα της αντάρτικης κυβέρνησης.
Για την επιχείρηση κατά της Κόνιτσας διατέθηκαν τέσσερις ταξιαρχίες για να αποκρούσουν τις ενισχύσεις που μπορούσαν να καταφτάσουν προς τους υπερασπιστές από την περιοχή των Ιωαννίνων.
Για την κατάληψη της Κόνιτσας ανέλαβε η Ταξιαρχία του Γιώργου Σοφιανού, ενισχυμένη μ’ ένα τάγμα και έναν ουλαμό Πυροβολικού.
Δηλαδή, κατά τον Μαλτέζο, η κύρια προσπάθεια, τα 3/4 των δυνάμεων, αναλώθηκαν στην απομόνωση της φρουράς της Κόνιτσας, ενώ την κύρια επίθεση ανέλαβε το 1/4 των διαθέσιμων δυνάμεων των ανταρτών.
Αυτό, ο Τζουμερκιώτης το θεώρησε σοβαρό λάθος.
Η φρουρά της Κόνιτσας αποτελείτο από το Σταθμό Διοίκησης της 75ης Ταξιαρχίας, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δόβα, μια πυροβολαρχία πεδινού πυροβολικού μέσα στην κωμόπολη. Το 582 Τάγμα Πεζικού, μείον λόχος μ’ επικεφαλής τον ταγματάρχη Γεώργιο Περίδη, με ουλαμό όλμων και λόχο ΜΑΥ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου), με διάταξη 3 λόχων στα υψώματα, που περιβάλλουν ημικυκλικά την Κόνιτσα και έναν ακόμα λόχο ΜΑΥ. Ο τέταρτος λόχος του Τάγματος με λίγους ΜΑΥ κατείχε το σημείο στηρίγματος στη γέφυρα Μπουραζάνι, 10 χιλιόμετρα περίπου από την Κόνιτσα, που καταλήφθηκε από τους αντάρτες έπειτα από σκληρή μάχη, μετά την έναρξη της επίθεσης.
Επίσης το 584 Τάγμα Πεζικού κατείχε το κέντρο αντιστάσεως στο ύψωμα Πλάκας, 2-3 χιλιόμετρα βόρεια της Κόνιτσας. Η επίθεση των ανταρτών άρχισε κατά τις 6 π.μ., τη μέρα των Χριστουγέννων του 1947.
Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη μάχη που άρχιζε, μέχρι τότε, στην περίοδο του εμφύλιου πολέμου.
Οι βολές του πυροβολικού του αντάρτικου στρατού είχαν τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, καθώς τέθηκαν σε συναγερμό οι κυβερνητικές δυνάμεις και χάθηκε το καθοριστικό στοιχείο του αιφνιδιασμού.
«Το πυροβολικό μας -γράφει ο Μαλτέζος- συντέλεσε να ξυπνήσει τον αντίπαλο, να κάμει συναγερμό των δυνάμεών του και να καταλάβει με την ησυχία του τις προκαθορισμένες θέσεις μάχης και όταν κατάλαβε ότι ο δρόμος διαφυγής του προς το Καλπάκι κόπηκε, δεν είχε τίποτα άλλο να κάμει παρά να αμυνθεί μέχρις εσχάτων».
Ο συνταγματάρχης Δόβας -ο μεταγενέστερα αρχηγός ΓΕΕΘΑ- έπεσε σε ενέδρα και τραυματίστηκε σοβαρά.
Η σύγκρουση είναι σκληρή και πολυήμερη και διαρκεί μέχρι τις 4 Ιανουαρίου 1948.
Μερικές φορές γίνονται μάχες εκ του συστάδην, «πάλη σώματος προς σώμα», όπως αναφέρει ο κατοπινός αντιστράτηγος Γεώργιος Περίδης, επικεφαλής τον Δεκέμβριο του 1967 του Γ’ Σώματος Στρατού στο βασιλικό αποτυχημένο πραξικόπημα.
Σημαντικό ρόλο στην άμυνα της Κόνιτσας παίζει η πολεμική αεροπορία, που ανεφοδιάζει τον κυβερνητικό στρατό που πολιορκείται στο κέντρο της πόλης.
«Σ’ αυτή την κρισιμώτερη από τις μάχες του πολέμου», γράφει ο υποπτέραρχος Ι. Αναγνωστόπουλος, «η Αεροπορία είχε ουσιαστική συμβολή» στην ένοπλη σύγκρουση της Κόνιτσας. Ο υποπτέραρχος, που είχε συμμετάσχει ενεργά στις αεροπορικές επιθέσεις, θυμόταν μία αποστολή του, που ανατίναξε με ρουκέτες ένα εξωκλήσι στην περιοχή της Κόνιτσας, όπου «οι αντάρτες είχαν μεταφέρει βαρέα όπλα και έβαλλαν κατά των αμυνομένων».
Τελικά η Κόνιτσα κρατήθηκε από τον κυβερνητικό στρατό, που υπέστη βαριές απώλειες, όπως και οι αντάρτες. Εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες και από τις δύο πλευρές.
«Οι απώλειες των τακτικών τμημάτων ανήλθαν σε 513 νεκρούς, τραυματίες και αγνοουμένους», έγραψε ο παλιός αρχηγός της Ν.Δ. Ευάγγελος Αβέρωφ, στην ιστορική εργασία του «Φωτιά και Τσεκούρι» (σ. 313).
Ο Περίδης σε αναφορά του τονίζει για 250 τραυματίες μόνο στο εσωτερικό της Κόνιτσας μεταξύ των αμυνομένων. Η κυβέρνηση θέλησε να εκμεταλλευτεί προπαγανδιστικά τη μάχη της Κόνιτσας και η βασίλισσα Φρειδερίκη έφτασε εκεί στις 7 Ιανουαρίου για να χαιρετίσει τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι Αμερικανοί παρακολούθησαν προσεκτικά τη μάχη της Κόνιτσας και οι ανταποκριτές των αμερικανικών εφημερίδων στην Ελλάδα έστειλαν εκτεταμένες ανταποκρίσεις σχετικά με το θέμα.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θέλησε να εκμεταλλευτεί το γεγονός και ανακοίνωσε ότι «οι ηρωικοί υπερασπιστές» της Κόνιτσας «δεν έχουν ακόμα επίγνωση του γεγονότος ότι η νίκη των αποτέλεσε ανεκτίμητη προσφορά προς το σύνολο των λαών των αγωνιζομένων για την ελευθερία».
Ο Μάρκος δήλωσε προς την ηγεσία του ΚΚΕ ότι οι αντάρτικες απώλειες περί την Κόνιτσα ανέρχονταν σε 650 άνδρες. Η αιμορραγία των ανταρτών ήταν αναλογικά μεγαλύτερη από εκείνη του κυβερνητικού στρατού, δεδομένου ότι οι αντάρτικες απώλειες αναπληρώνονταν πολύ πιο δύσκολα από εκείνες των τακτικών κυβερνητικών δυνάμεων (Στρατού, Χωροφυλακής κ.ά.). *