Η Αγία Γραφή στην Ορθοδοξία. (Β).
9 Δεκεμβρίου 2010
Ποιά είναι η ορθόδοξη στάση ενώπιον της Αγίας Γραφής, ποιός είναι ο ορθόδοξος τρόπος μελέτης της; Το ερώτημα είναι σπουδαίο, γιατί υπάρχει μεγάλη ποικιλία στάσεως και τρόπου στη σημερινή χριστιανοσύνη.
1. Η μεγάλη θεολογική κληρονομιά που οι πατέρες των οικουμενικών Συνόδων παρέδωσαν στις γενεές είναι η μετάφραση όλων των θεολογικών προβλημάτων διά των όρων του δόγματος της Χαλκηδόνος, διά της χριστολογικής βεβαιώσεως της ενώσεως των δύο φύσεων στη μία υπόσταση του Λόγου, ασυγχύτως και αχωρίστως. Ο ορθόδοξος τρόπος της μελέτης της Γραφής, θα πρέπει λοιπόν να ορισθεί ακριβώς με βάση αυτό το δόγμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο «θεανδρισμός» είναι το ορθόδοξο «a priori»(εκ των προτέρων) για το διάβασμα των θεοπνεύστων κειμένων.
Είναι προφανές ότι η καθαρή αντικειμενικότητα της επιστημονικής ερμηνείας είναι μύθος. Ο άνθρωπος πάντα χτυπιέται σαν τυφλός ανάμεσα στις πιο διαφορετικές υποθέσεις. Διά μέσου μιας σκέψεως φαινομενικά αντικειμενικής, διακρίνει κανείς το βάθος μιας πίστεως ή μιας απιστίας, το υπαρξιακό a priori του ανθρώπου.
Έτσι και η στάση ενός ορθοδόξου ενώπιον της Αγίας Γραφής προσδιορίζεται από τις απαρχές της πνευματικότητος του, από το θεανδρικό a priori.
Μονάχα εν τω Χριστώ μπορούμε να αναγνώσουμε την Αγία Γραφή και στο σώμα του Χριστού, που είναι η εκκλησία. Όταν ο πιστός παίρνει στα χέρια του την Αγία Γραφή, αυτό το a priori τοποθετεί κι εκείνον κι εκείνη μέσα στην Εκκλησία και στο εσωτερικό αυτής τhς πράξεως γίνεται το θαύμα -δεν πρόκειται πια για ιστορικά γεγονότα, αλλά για το Άγιο Βιβλίο που είναι μεστό από την παρουσία του Χριστού. Και το «πνεύμα της διακρίσεως», για το οποίο μιλάει ο απόστολος Παύλος, το πνεύμα της παραδόσεως, προσανατολίζει το νου ανάμεσα στους σωρούς των υποθέσεων και προσφέρει μια βέβαιη προοπτική που βαδίζει η ελεύθερη και δημιουργική αναζήτηση της Αληθείας. Η χριστολογική προϋπόθεση είναι η βάση της βιβλικής γνωσιολογίας.
2.Η λειτουργική υμνογραφία, ο χυμός του πατερικού στοχασμού, ο πλούτος της εικόνας ως μυστικής θεωρίας, όλα αυτά «τα ων ουκ άνευ» στοιχεία της Παραδόσεως, σχηματίζουν ένα κόσμο ουσιωδώς αποτελεσματικό. Η παράδοση πράγματι είναι μια ταύτιση. Χάρη στην παράδοση η Εκκλησία αναγνωρίζει τον εαυτό της ίδιο πάντα, όχι με τη στατική έννοια μιας αμετάβλητης ουσίας, αλλά με την έννοια της πιστότητας σε ό,τι μένει· και αυτό που μένει είναι ο πλούτος της Ζωής, το ξεχείλισμά της, και επομένως η παράδοση είναι στραμμένη πάντα προς το νέο και στο αθάνατο. Στην παράδοση δεν ζητάμε απλώς έτοιμες απαντήσεις, αλλά πλησιάζουμε τις φωτεινές πηγές, οικειωνόμαστε τη μεγάλη πείρα της Εκκλησίας, συνειδητοποιούμε το ένστικτο της Ορθοδοξίας. Ο Χριστός μες απ’ όλα αυτά είναι που μας διδάσκει, πάντα με νέα δύναμη.
3.Η Αγία Γραφή είναι ο λόγος του Θεού. Συγγραφέας της δηλαδή είναι ο Θεός. Και ο ευαγγελιστής δεν είναι παρά ένα οργανικό μέσο; Οι ορθόδοξοι απαντούμε σ’ αυτό το ερώτημα με τη βεβαίωση ότι η Αγία Γραφή είναι θεανδρικός λόγος. Ο Χριστός, Θεός και Άνθρωπος, είναι πληρέστερη και ακριβέστερη διατύπωση από ό,τι Χριστός-Θεός. Η μητέρα του θεανθρώπου είναι ακριβέστερη και πληρέστερη διατύπωση από ό,τι η Θεοτόκος. Ο άνθρωπος δεν γίνεται ποτέ ένα «μέσον», κανένας πνευματικός αυτοματισμός δεν
έχει εδώ θέση. Η παρουσία του Θεού κάτω από το ανθρώπινο κάλυμμα των λέξεων της Αγίας Γραφής είναι μια παρουσία ασύγχυτη και αχώριστη. Πλάι στην απόλυτη καθαρότητα της αποκεκαλυμμένης αληθείας, υπάρχει ο τόπος του ανθρώπινου στοιχείου, το ανθρώπινο πρίσμα, κι αυτό δικαιολογεί όλη την επιστημονική εργασία πάνω στα θεόπνευστα κείμενα και την ιστορική εξέλιξη αυτών των προσπαθειών,
4. Αυτό που είπαμε μας οδηγεί στη μεταϊστορική έννοια που είναι κεντρική στη νεώτερη ορθόδοξη εξήγηση.
Κάθε ιστορικό γεγονός που διηγείται η Γραφή είχε την τοπική και χρονική θέση του στην ιστορία και συγχρόνως αυτά τα γεγονότα μπορούν να φωτιστούν με μια σημασία υπεριστορική. Αυτό το πνευματικό δράμα μες από την ιστορία δεν υποτιμά καθόλου την ιστορία, αλλά τη ξεπερνά, την καθιστά διαφανή, εκβάλλει στα έσχατα της θείας οικονομίας. Ανάγει σε σφαίρα μυστική τις αιτίες των γεγονότων. «Είμαι ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ», αυτή η φράση μένει αληθινή για πάντα. Η λειτουργική κοινωνία μας μέσα στην προσευχή με τον Αδάμ και το Λάζαρο καθιστά αδύνατη απ’ αυτή την πείρα κάθε διάλυση των προσώπων τους σε καθαρά σύμβολα· και σε συμφωνία μ’ αυτό τον πραγματισμό, η τέλεση της εορτής τους αποκαλύπτει την πνευματική τους σημασία που ξεπερνά το καθαρά ιστορικό πεδίο της υπάρξεως. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας, η Παλαιά Διαθήκη ήταν μια ιστορία πολύ συγκεκριμένη και συγχρόνως η προτύπωση του Χριστού.
Ένας θρησκευτικός πίνακας παρουσιάζει ένα ιστορικό γεγονός· μια εικόνα, με τον μυστηριακό χαρακτήρα των γραμμών και των μορφών της αποκαλύπτει την πνευματική δομή της ίδιας πραγματικότητας, το ιδεώδες σχήμα της, το σιωπηλό βάθος της.
Η Ορθοδοξία από τον πίνακα οδηγεί στην εικόνα.
(Παύλος Ευδοκίμωφ. Απόδοση Βασ. Μουστάκη)