Εορτασμός των Εισοδίων στο Άργος (με φωτογραφικό υλικό)
22 Νοεμβρίου 2010
Πανηγυρικά εορτάστηκε η θεομητορική εορτή των Εισοδίων της Παναγίας στο ομώνυμο μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμένης στο Άργος όπου τιμάται όλως ιδιαιτέρως η εορτή των εισοδιων τς Θεοτόκου. Στον πανηγυρικό εσπερινό χοροστάτησε ο θεοφιλέστατος επίσκοπος Επιδαύρου κκ. Καλλίνικος παρουσία πολλών ιερέων κυρίως από την περιοχή του Άργους . Χαρακτηριστικό της εορτής το πλήθος κόσμου που έρχεται από την παραμονή της εορτής να προσκυνήσει την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Το πανέμορφο αυτό μοναστήρι που βρίσκεται κάτω από το κάστρο Λάρισα του Άργους είναι ένα από τα ομορφότερα προσκυνήματα της περιοχής του Άργους αλλά και ολόκληρης της Αργολίδας. Ανήμερα της εορτής χοροστάτησε στην θεία λειτουργία ο θεοφιλέστατος επίσκοπος Επιδαύρου κκ. Καλλίνικος ενώ ακολούθως το απόγευμα της ίδιας ημέρας μετά από τον εσπερινό γίνεται λιτάνευση της ιερής εικόνας καθώς και των ιερών λειψάνων πέριξ του μοναστηριού ενώ στο τέλος ακολουθεί το μνημόσυνο των κεκοιμημενων κτητόρων και μοναχών της μονής.
Παναγία η Κατακεκρυμένη
Αποτελεί οπωσδήποτε βασική παράλειψη για τον κάθε επισκέπτη του Άργους, αν δεν ανέβει να προσκυνήσει στο ιερό προσκύνημα της. Παναγίας της Κατακεκρυμένης. Είναι άλλωστε τόσο κοντά στην πόλι του Άργους και τόσο ωραίος ο δρόμος, ώστε σε πέντε-δέκα λεπτά, βρίσκεσαι στο ιερό αυτό προσκύνημα. Πολλά έχετε να δείτε και να θαυμάσετε από έναν τέτοιο περίπατο. Κυρίως θα ανεβείτε ψυχικά και πνευματικά, διότι είναι ο χώρος ιερός, πολλά τα ιερά κειμήλια, θαυμάσιες οι θαυματουργές του εικόνες και όλα αυτά σε ξαναγυρίσουν αιώνες πίσω στην ένδοξη ιστορία και θα σε διδάξουν πολλά.
Η Κατακεκρυμένη, είναι κολλημένη στην ανατολική πλευρά της Λάρισας και βρίσκεται σχεδόν στη μέση απ’ όπου ξεκινάει και απλώνεται η όμορφη πολιτεία του Άργους.
Τις νύκτες ηλεκτροφωτίζεται το μοναστήρι της Κατακεκρυμένης και η θέα της από μακριά, είναι φαντασμαγορική.
Αλλά ας ανεβούμε μέχρι εκεί, για να θαυμάσουμε από κοντά τις ομορφιές της ιστορικής αυτής Μονής και στην συνέχεια θα μιλήσουμε για την ιστορική της ζωή, μα ζωή δεκατριών ολόκληρων αιώνων.
Η ανάβαση μέχρι το μοναστήρι είναι σήμερα πολύ εύκολη. Ο δρόμος ασφαλτοστρωμένος από την πόλη μέχρι τον πυλώνα της Μονής και πολλοί προσκυνητές ανεβοκατεβαίνουν, για να παρακολουθήσουν διάφορες Ιερές ακολουθίες και για να απολαμβάνουν το εξαίσιο θέαμα με τις απερίγραπτες ομορφιές που ανοίγονται μπροστά τους.
Κυρίως την ανοιξιάτικη και καλοκαιρινή περίοδο η κίνηση των προσκυνητών είναι πυκνότερη και μεγαλύτερη. Πολλοί μάλιστα προτιμούν να εκτελούν εκεί πάνω διάφορα μυστήρια, γάμους, βαφτίσια, παρακλήσεις και τα όμοια.
Γύρω-γύρω το μοναστήρι είναι περιτοιχισμένο με τείχος γερό και καλοδουλεμένο, που το ασφαλίζει γερά. Το ύψος σε ορισμένα απότομα σημεία φτάνει τα 7 με 8 μέτρα, και το μέσο πάχος του είναι γύρω στο ενάμισι μέτρο. Μέσα στο κέντρο του συγκροτήματος είναι χτισμένη η εκκλησία – προς τιμή των εισοδίων – της Παναγίας, που αποτελεί το Καθολικό της Μονής. Εκτός από την κεντρική αυτή εκκλησία υπάρχουν και τα παρεκκλήσια του Ευαγγελισμού και του Αγίου Θεοδοσίου, που είναι πολύ κατανυκτικά.
Από τα παλαιά κτίρια δεν σώζονται, παρά μόνο μερικοί μισογκρεμισμένοι τοίχοι. Στη θέση τους έχουν γίνει κελιά, σύγχρονα, που εξυπηρετούν τις ανάγκες των ευσεβών προσκυνητών και των αφιερωμένων ψυχών που έχουν ταχθεί σαν φύλακες και φρουροί των Ιερών αυτών Τοπίων.
Το μοναστήρι αυτό της Κατακεκρυμένης, ήταν -όπως φαίνεται- πολύ παλαιό και βρισκότανε σε μεγάλη πνευματική και οικονομική άνθηση. Δεν άντεξε όμως κάτω από την καταστρεπτική μανία του χρόνου, των αλλεπάλληλων σεισμών και άλλων συμφορών που ξεσπούσαν κατά καιρούς εναντίον του. Μέσα σ’ αυτά το χειρότερο ήταν, ότι βρισκότανε κοντά στην πόλη και γι΄ αυτό οι βάρβαροι κατακτητές που πάτησαν τα άγια χώματα μας στην διαδρομή των αιώνων, έπεφταν σαν σκυλιά στο όμορφο αυτό μοναστήρι της Παναγίας, άλλοτε να το ληστέψουν καi να το λεηλατήσουν και άλλοτε να το χρησιμοποιήσουν σαν στρατιωτική βάση και παρατηρητήριο… Οπότε έδιωχναν τους μοναχούς και αλώνιζαν τους θησαυρούς του (υλικούς κα πνευματικούς) και βεβήλωναν τους Αγίους Ναούς του και τα Ιερά του κειμήλια. Πρώτοι επέρασαν από εκεί και το εβεβήλωσαν οι Φράγκοι. Ηρθαν κατόπιν οι Τούρκοι οι οποίοι επί αιώνες είχαν καθίσει στο σβέρκο μας. Και τελευταία το βεβήλωσαν τα στρατεύματα της Κατοχής.
Οι Γερμανοί αφήκαν επάνω στο ιστορικό μοναστήρι – όπως και σε πολλά άλλα – μελανά σημάδια της βάρβαρης μανίας τους: Ηταν Κυριακή του Θωμά του 1941. Πολύς λαός ανέβηκε από το πρωί στο ήσυχο μοναστήρι, για να λειτουργηθεί σε μια καταρρεύσει το Ελληνικό μέτωπο, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, κάτω από την φοβερή πίεση των σιδηρόφρακτων των Γερμανικών δυνάμεων. Το άγχος και η αγωνία πλάκωνε τότε πιεστικά τα στήθη των Πανελλήνων και κατέφυγαν – που αλλού; Στις εκκλησίες και μάλιστα στα απόμερα μοναστήρια και στα Ιερά προσκυνήματα, για να παρακαλέσουν εκεί συντετριμμένοι το Θεό της αγάπης, για τη σωτηρία τους και τη σωτηρία του έθνους. Αυτό ακριβώς είχαν κάνει και οι ευσεβείς Αργείοι ανήμερα την Κυριακή του Θωμά, του 1941. Πολλοί κατέκλυσαν τους Ιερούς Ναούς της πόλεως και πλήθος κόσμου ανέβηκε από πρωί στο μοναστήρι της Κατακεκρυμένης.
Κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, έφθασαν τα Γερμανικά αεροπλάνα και άρχισαν τον φοβερό βομβαρδισμό, αδιάκριτα σε πόλεις και χωριά, και κυρίως στα Ιερά προσκυνήματα, που υπολόγιζαν την ώρα της Θείας Λειτουργίας και το εκεί συγκεντρωμένο πλήθος για να το χτυπήσουν. Έτσι λοιπόν ο στόχος τους εκείνη την ημέρα έγινε κυρίως η Κατακεκρυμένη, που επεσήμαναν από ψηλά κόσμο πολύν….
Τα γερμανικά “στούκας” με κάθετες εφορμήσεις έριχναν τις θανατηφόρες βόμβες τους μέσα στο μοναστήρι κα η συμφορά πλέον ήταν απερίγραπτη. Δέκα ευσεβείς άνθρωποι σκοτώθηκαν επί τόπου… Οι τραυματίες πολλοί… Ο τρόμος και ο πανικός απερίγραπτος!…και οι υλικές ζημιές πολύ μεγάλες…
Και δεν ήταν τότε, ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά, που δοκιμάστηκε το μοναστήρι της Κατακεκρυμένης.
Οι δοκιμασίες του υπήρξαν πολλές. Αλλά ας δούμε καλύτερα την ιστορία του.
Η Μονή της Κατακεκρυμένης ανάγεται οπωσδήποτε στον 8ον αιώνα ή και ακόμη παλαιότερα. Πρώτη γραπτή μαρτυρία για το ιστορικό αυτό μοναστήρι, έχουμε από τα 850 μέχρι 900 μ.Χ. Πρόκειται για μια σύντομη αφήγηση του Αγίου Μητροπολίτου Κορίνθου Παύλου, που ήταν αδελφός του Αγίου Πέτρου, Μητροπολίτη του Αργους. Οι δύο αυτοί άγιοι Ιεράρχες και αυτάδελφοι ζήσανε στα 850 με 900 μ.Χ. Από τότε λοιπόν σώζεται μια ιστορική αφήγηση (Βυζαντινή λογοτεχνία Κρουμβάχερ) με επικεφαλίδα: “περί αναχωρητριών εκ. Μ. Ασίας”. Σ’ αυτήν λοιπόν την αφήγηση, αναφέρεται καθαρά το μοναστήρι της Κατακεκρυμένης, που λειτουργούσε τότε σαν γυναικείο και το όνομα της ηγουμένης ήταν Μάρθα. Από την μαρτυρία αυτή συμπεραίνουμε, ότι ήταν σημαντικό μοναστήρι και οπωσδήποτε ήταν παλαιότερο. Δυστυχώς δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, γι’ αυτό και δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκε και κάτω από ποιες συνθήκες, ούτε γιατί πήρε το όνομά Κατακεκρυμένη… Όσοι έχουν ασχοληθεί με την ιστορία της Μονής αυτής, συμφωνούν στην άποψη ότι ονομάσθηκε Κατακεκρυμένη, από μια βαθεία κρύπτη, που βρίσκεται μέσα στο βράχο και ακριβώς κάτω από τον Ναό, και μέσα σ’ αυτήν την κρύπτη ευρέθηκε η παλαιά θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, εξ αιτίας της οποίας, φαίνεται, ιδρύθηκε το Μοναστήρι.
Υπάρχει και μια δεύτερη γραπτή μαρτυρία, νεώτερη βέβαια, του 1715. Αναφέρεται σε κάποιο χρονικό ενός Ελληνορουμάνου Κων/νου, που ακολούθησε τότε σαν απεσταλμένος της Βλαχίας, τον Τούρκο πασά Ναζίτ Νταμάτ Αλή, στην εκστρατεία του εναντίον των Φραγκοενετών του Μωρία. Ο Κων/νος λοιπόν αυτός, κρατούσε ημερολόγιο σε όλο το διάστημα της εκστρατείας και βάσει αυτού έγραψε κατόπιν το χρονικό του. Μέσα α’ αυτό γράφει με απλότητα τις εντυπώσεις του για όλα τα μέρη που είδε. Ιδιαίτερη εντύπωση του έκανε η πόλη του Αργους και εκφράζεται γι’ αυτήν με πολύ επαινετικά λόγια, την οποίαν ονομάζει “πόλιν ωραίαν”!. Εθαύμασε την ομορφιά της γενικά και κυρίως τις πολλές και ωραίες εκκλησίες της και τα ιστορικά μοναστήρια της, που υπήρχαν στη γύρω περιοχή. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο μιλάει και για το μοναστήρι και βρισκότανε σε πνευματική και οικονομική άνθηση.
Και αυτά μεν όσον αφορά τις ιστορικές πηγές που μιλάνε για την Παναγία την Κατακεκρυμένη. Από τα αρχεία της δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε. Οι αλλεπάλληλες δοκιμασίες τα αφάνισαν όλα. Παρά ταύτα το ιστορικό αυτό μοναστήρι εξακολούθησε να ζει και μέχρι τα χρόνια της επαναστάσεως και μετά από αυτήν. Η λειτουργία του δεν ήταν όμως συνεχής. Διεκόπτετο κατά περιόδους, ανάλογα με την πίεση των περιστάσεων, και ορισμένες φορές μετετράπη σε ανδρικό μοναστήρι, όπως φαίνεται από ονόματα μοναχών και ηγουμένων που αναγράφονται σε μερικά έγγραφα.
Στα χρόνια της επαναστάσεως η Μονή της Κατακεκρυμένης εδέθηκε στενά με την ιστορία και τη ζωή του Αργους. Στις δραματικές φάσεις του Ιερού αγώνα, ο ευσεβής λαός της περιοχής κατέφυγε στην Κατακεκρυμένη και γονάτιζε στη θαυματουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης. Εκεί έχυνε θερμά δάκρυα, τα δάκρυα των προσευχών του και θερμοπαρακαλούσε το Θεό και την Αγία μητέρα του, για την απελευθέρωση του σκλαβωμένου έθνους και για τη σωτηρία του βασανισμένου λαού.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης, στην Ιστορία του (της Ελληνικής επαναστάσεως), αναγράφεται το παρά-κάτω σημαντικό περιστατικό το οποίον και σας το μεταφέρω αυτολεξεί: “Οι Αργείτες κατά τον ξεσηκωμόν του 1821 οχυρώθηκαν εις την θέσιν Ξεριά και επολέμησαν κατά των Τούρκων. Ανοργάνωτοι όμως όπως ήταν και σχεδόν άοπλοι, δεν κατόρθωσαν να κρατήσουν την Τουρκική πίεση, δια τούτο και διελύθησαν. Μετά την αποτυχίαν αυτή, πολλαί οικογένειες και τινές οπλοφόροι εκλείθησαν εν τη υπό την Ακρόπολιν μονή της Κατακεκρυμένης. Οι δε Τούρκοι εισελθόντες εις την πόλιν του Αργους την 25ην Απριλίου, επολιόρκησαν τους εν τη μονή, προσπαθούντες να τους πείσουν, να παραδωθώσι εν πλήρει και τελεία αμνηστεία. Αλλά εκείνοι εμψηχούμενοι παρά των εν αυτή ολίγων οπλοφόρων απέρριψαν τας πρώτας προτάσεις και αντεστάθησαν επιτυχώς τρεις ημέρας. Η έλλεοψις όμως νερού τους ηνάγκασε να προσκυνήσωσι. Εις των εγκλείστων ήσαν ο Κρανιδιώτης Παπα – Αρσένιος, ανήρ πλήρης ζήλου και τόλμης, όστις παρευρεθείς εν τη προλαβούση, μάχη, κατά το τείχος, τόσον διέπρεψεν, ώστε ο Κεχαγιάς επαναλαβών τας προτάσεις του , επέμενε να εξαιρεθή μόνος αυτός της γενικής αμνηστείας. Ο Αρσένιος ιδών ότι εξ’ αιτίας τις δίψης αδύνατον ήτο να αναθέξωσιν οι εγκλειστοι, τοις είπεν να δεχθώσιν αυτάς (τας προτάσεις του Κεχαγιά), και να ανοίξωσι τας πύλας την επαύριον. Αυτός δε θα φρόντιζε περί της ιδίας ασφαλείας του. Τω οντι την νύκτα εξήλθε της Μονής ξιφήρης, διέσχισε τους πέριξ εχθρούς και διεσώθη αβλαβής εις τους Μηλους”.
Κάτι παρόμοιο έγινε και ένα χρόνο αργότερα από τον ίδιον τον Πάπα-Αρσένιον. Δηλαδή, το καλοκαίρι του 1822, εμάζεψε γύρω του μια ομάδα από διαλεκτά παλληκάρια και κλείστηκαν στο μοναστήρι της Κατακεκρυμένης, με σκοπό να παρενοχλούν τους Τούρκους και να τους προκαλούν συνέχεια φθορά. Απόφαση πολύ τολμηρή!
Αλλά όπου μιλάει η ψυχωμένη καρδιά του Ελληνα, η καρδιά που πιστεύει στο Θεό και αγαπάει ειλικρινά την Ελλάδα, δεν υπολογίζει τη δύναμή του εχθρού, ούτε ισχύουν τότε οι αριθμοί και οι υπολογισμοί των ανθρώπων. Τότε γίνονται θαύματα!
Και μάλιστα τέτοια θαύματα αναφέρονται πάμπολλα μέσα στην εθνική μας Ιστορία. Έτσι έγινε και τότε με τον Κρανιδιώτη ήρωα Παπά-Αρσένη. Πήρε τα παλληκάρια του, κλείστηκαν στην Μονή της Κατακεκρυμένης και άρχισαν να χτυπούν συνέχεια τους Τούρκους και να τους προκαλούν πολλές ζημιές, γι’ αυτό και τους πολιόρκησαν στενά. Η αντίσταση των ολίγων υπήρξε ηρωϊκή. Στις προτάσεις και στις ψευτοϋποσχέσεις των εχθρών απαντούσαν με τον υπερήφανο ηρωϊσμό τους. Τελικά στις 15 Ιουλίου, οι πολιορκημένοι επιχείρησαν ηρωϊκή έξοδο και κατόρθωσαν να διαφύγουν πάνοπλοι ανάμεσα από τις Τούρκικες δυνάμεις και κατάφεραν να φθάσουν σώοι και αβλαβείς στο Ελληνικό στρατόπεδο, που βρισκότανε στο καφαλάρι του Αργους.
Όταν έγινε η πρώτη Ελληνική κυβέρνηση, οργάνωσε στο μοναστήρι της Κατακεκρυμένης το πρώτο εθνικό νομισματοκοπείο, του ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Τα μηχανήματα όμως εκείνα δεν επρόλαβαν καλά – καλά να λειτουργήσουν και τα διέλυσαν μερικοί κλέφτες και άρπαγες και επήραν τα καμμάτια τους … σαν λάφυρα … Υστερα απ’ αυτό αναγκάστηκε η Κυβέρνηση να εγκαταστήσει το εθνικό νομισματοκοπείο στην Υδρα.
Και κάτι άλλο αξίζει να σημειώσουμε, που έχει σχέση με την ιστορία της Μονής. Πολλοί υποστηρίζουν, ότι η Κατακεκρυμένη ήταν η Μονή μετανοίας του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Το βέβαιο όμως είναι, ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός χειροτονήθηκε διάκονος στο μοναστήρι της Κατακεκρυμένης και μάλιστα από τον επίσκοπο Αργοναυπλίας Ιάκωβο, που ήταν και θείος του.
Μετά από την απελευθέρωση του έθνους, το μοναστήρι της Κατακεκρυμένης άρχισε να καταρρέει. Το ιστορικό αυτό μοναστήρι που άντεξε επί τόσους αιώνες σε τρομερούς καταλυτικούς παράγοντες, έπεσε σε μαρασμό κυρίως από έλλειψη προσωπικού. Επειδή όμως ήταν κοντά στην πόλη του Αργους, εκανόνισε η Ιερά Μητρόπολις να λειτουργεί κάθε Κυριακή σαν παρεκκλήσι του ναού Τιμίου Προδρόμου και από την ερήμωση να σωθεί, και να εξυπηρετεί εκκλησιαστικώς το άνω μέρος της πόλεως που εγειτόνευε με το μοναστήρι. Αλλως τε η πόλη του Αργους έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια στο μοναστήρι αυτό και μάλιστα στη θαυματουργή εικόνα τα Παναγίας, γι αυτό και ο κόσμος είναι πολύς σε όλες τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές. Εχει δε πάντοτε μια ξεχωριστή κίνηση μυστηριακή, διότι πολύς κόσμος από την πόλη και τα χωριά ανεβαίνουν εκεί ψηλά, για να τελέσουν τα μυστήρια του γάμου και τα βαφτίσια των παιδιών τους. Κυρίως όμως γίνονται πολλές παρακλήσεις στη θαυματουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης. Στο ετήσιο πανηγύρι της Μονής που γίνεται στις 21 Νοεμβρίου, στα εισόδια, η κοσμοσυρροή είναι μεγάλη. Όταν μάλιστα ο καιρός είναι καλός, τότε το προσκύνημα αρχίζει από νωρίς την παραμονή και διαρκεί επί τριήμερον. Πολύς ο κόσμος που παρακολουθεί τις ακολουθίες.
Ακολουθίες που είναι πολύ κατανυκτικές, αλλά και λαμπρότατες και έξοχα πανηγυρικές, με την επιβλητική παρουσία του οικείου Μητροπολίτη.
Τα παλιά χρόνια, συνήθιζαν να εκκλησιάζονται στο πανηγύρι της Κατακεκρυμένης, οι νιόπαντροι και οι αρραβωνιασμένοι με τους οικείους και με τους συγγενείς τους. Στο τέλος της λειτουργίας πετούσαν σ’ αυτούς πορτοκάλια -από τα πλούσια και εκλεκτά του Αργείτικου κάμπου-, για να είναι η ζωή τους ρόδινη. Από το έθιμο αυτό, που ξεχάστηκε βέβαια σιγά-σιγά και δεν γίνεται σήμερα, η Παναγία η Κατακεκρυμένη, λέγεται και “Παναγία Πορτοκαλούσα” και έτσι την ξέρει ο πολύς κόσμος και μάλιστα οι παλαιότεροι.
Σήμερα το μοναστήρι εδώ και τρία χρόνια λειτουργεί και πάλι ως ανδρική μονή με συνοδεία δυο μοναχών του πατήρ Μακαρίου και του πατρός Ιωσήφ.