Υπήρχε πιο λογική λύση
7 Νοεμβρίου 2010
Ένας σύγχρονος νέος διηγείται πώς γνώρισε το Χριστό και πώς οδηγήθηκε στην αληθινή επίγνωση και έγινε φίλος του μέσα από απλές καθημερινές συνήθειες που αποτελούσαν τη χαρά, τη διασκέδαση, την απόλαυσή , την ανάπαυσή του!
Θυμήθηκα τον προπάτορα Αδάμ. Και εκείνου, του είχε ζητήσει ο Χριστός, να του ξεκλειδώσει την πόρτα της ψυχής του!
-Αδάμ, πού είσαι; Αδάμ, σε τί εσωτερική κατάσταση βρίσκεσαι; Τί κρύβεις μέσα σου; Είσαι στη ζωή; Ή έχεις πεθάνει; Αδάμ, πού είσαι; Πού είσαι κρυμμένος; Άφησε τα ανόητα αυτά παιχνίδια. Έλα κοντά μου!
Μα ο Αδάμ προτίμησε να κρυφτεί! Και όταν είδε, πως δεν μπορούσε πια να κρυφτεί, πείσμωσε! Και ταμπουρώθηκε στον εαυτό του. Φόρεσε προσωπείο. Έβαλε μάσκα. Διπλοκλειδώθηκε. Και «το έπαιξε» αθώα περιστερά! Και προσπάθησε να βγει λάδι.. Και νόμισε, ότι τελικά το είχε καταφέρει… Με τη μάσκα… Και με τα αποσμητικά… Ο ταλαίπωρος…προπάτορας!
Έτσι δεν κλειδώνουμε και εμείς ορισμένες λεπτομέρειες της ζωής μας μέσα στα βάθη της καρδιάς μας; Ναι, τις κλειδώνουμε. Με κλειδαριές, και κλειδιά ασφαλείας! Και δεν επιτρέπουμε ποτέ και σε κανένα, ούτε καν να αποπειραθεί να μας τις ξεκλειδώσει!
Και με τί προσοχή, που αποφεύγουμε να αφήσουμε να γίνει για τις λεπτομέρειες αυτές, που μας γοητεύουν, λόγος! Και ιδίως, όταν έχουμε μαζί μας πρόσωπα σεβαστά! Τότε επιστρατεύουμε όλη μας την υποκρισία, που μπορούμε να αναπτύξουμε και όλες μας τις διπλωματικές ικανότητες, προκειμένου να κρατήσουμε τις λεπτομέρειες αυτές άγνωστες, απρόσιτες, μυστικές, απαραβίαστες! Και από μεν τους ανθρώπους με λίγη μαεστρία τα καταφέρνομε και τις κρατάμε μυστικές. Μα από το Χριστό;
Ο Χριστός ερευνά και τα βάθη της καρδιάς. Υπάρχει «κρυφό» για το Χριστό; Υπάρχει πιο μεγάλη ταλαιπωρία, από το να θέλει κανείς να κρατήσει κάτι κρυφό από το Χριστό; Στη σκέψη αυτή, αισθάνθηκα και εγώ ταλαίπωρος! Σαν τον Αδάμ, και σαν την Εύα, τότε, λίγο μετά την αμαρτία τους. Τότε που άκουσαν τον κρότο, που έκαναν τα βήματα του Κυρίου της δόξης, που περπατούσε μέσα στον Παράδεισο (Γεν. 3,8), και έτρεξαν να κρυφτούν! Ήθελα και εγώ να το μπορούσα, να τρέξω να κρυφτώ, κάπου, που να μη με βρίσκει ο Χριστός. Μα πού; Θυμήθηκα τα λόγια: -Και ποιός μπορεί από σε να κρύψει, τί έχει στη καρδιά βαθειά;
Το μάτι του Χριστού πέφτει παντού. Τα βλέπει όλα. Με το βλέμμα του και με το ύφος του μου έδωσε να καταλάβω, ότι θα έλθει μια ημέρα, που όλα «τα κρυπτά του σκότους», δηλαδή όλα εκείνα που τα κάνουμε στα κρυφά, μέσα στο σκοτάδι, και τα διατηρούμε κρυφά, μέσα στο σκοτάδι, θα φανερωθούν! Και μακάρι απλώς να φανερωθούν! Γιατί υπάρχει ενδεχόμενο και να διαπομπευτούν ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων. Από τη διαπόμπευση αυτή ο άνθρωπος γλυτώνει μόνον, αν ο ίδιος διαπομπεύσει τις απρεπείς του πράξεις κατηγορώντας τες ο ίδιος σαν ανεπίτρεπτες ενώπιον του Κυρίου, στην ιερά εξομολόγηση.
Και πώς να γινόταν αλλιώς; Το έκανα. Με χέρι που έτρεμε του έδωσα το κλειδί της καρδιάς μου. Τότε η γλώσσα μου λύθηκε. Οι δισταγμοί μου παραμερίστηκαν, και η εξομολόγηση έγινε.
Υπήρχε άλλη, πιό λογική λύση; Τότε -για πρώτη φορά στη ζωή μου το κατάλαβα, και το παραδέχτηκα, ότι θα σωθώ μόνο με το έλεος του Κυρίου. Και αποφάσισα να ζήσω, όσο πιο πολύ μπορώ σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού, για να γίνω άξιος του ελέους του και της ευσπλαχνίας του.
Με ερώτησε ο Χριστός: -Θέλεις να σε καθαρίσω από τις μολυσματικές εστίες, που έχεις δημιουργήσει μέσα στη καρδιά σου, και δρουν ανασταλτικά για κάθε σου καλή σκέψη και απόφαση;
-Ναι, Κύριε. Το θέλω.
-Πρόσεχε. Φύλαξε τη καρδιά σου. Μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να αρχίσεις μετά από λίγο «να μαζεύεις» τα λόγια που λες τώρα. Μείνε σταθερός. Εδραίος. Αμετακίνητος. Μη λαχταρήσεις τα παλιά. Μη στρέψεις πίσω, σαν τη γυναίκα του Λώτ (Γεν, 19,26). Και εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου.
(Μητροπολίτου Μελετίου, «Έλα Χριστέ»)