Προσκυνήματα-Οδοιπορικά-Τουρισμός

Η μοναχική ζωή δείκτης τελειώσεως (2)

4 Νοεμβρίου 2010

Η μοναχική ζωή δείκτης τελειώσεως (2)

Συνέχεια από (1)

Αυτά δεν σημαίνουν ότι η φυγή από τον κόσμο εξασφαλίζει τη σωτηρία του ανθρώπου, αλλά ότι είναι θετικός και βοηθητικός παράγοντας. Όταν όμως ο άνθρωπος προσηλώνεται ολοκληρωτικά στο Θεό και το θέλημά του, τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει τη σωτηρία του. Ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει χαρακτηριστικά τα έξης: «Ουδέν κώλυμα γίνεται προς αρετήν τω νήφειν βουλομένω αλλ΄ έξεστι και χλαμύδα και ζώνην περικειμένω και γυναίκα έχοντα και παίδων επιμελούμενον και οικετών φροντίζοντα και αρχήν εγκεχειρισμένον της αρετής πολλήν ποιείσθαι την επιμέλειαν»(12). Και ο όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος παρατηρεί: «Ούτε μέση πόλις εμποδίζει ημάς εις το κατεργάζεσθαι τας έντολάς του Θεού, εάν σπουδαίοι ώμεν και διεγηγερμένοι, ούτε ησυχία ωφελεί ή αναχώρησις κόσμου, εάν ραθυμώμεν και αμελώμεν»(13). Σε άλλη περίπτωση πάλι λέει ότι είναι δυνατό σε όλους, όχι μόνο στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, «το αεί και διηνεκώς μετανοείν και κλαίειν και δέεσθαι του Θεού, και δια των τοιούτων πράξεων και τας λοιπάς πάσας αρετάς κτήσασθαι»(14).

Ο χριστιανικός μοναχισμός συνδέθηκε εξαρχής με την ησυχία. Αυτή εκλαμβάνεται πρωτίστως ως εσωτερική κατάσταση. Η εξωτερική ησυχία αναζητείται για την ευκολώτερη και τελειότερη πραγματοποίηση της εσωτερικής. Η ησυχία δεν είναι αδράνεια ή απραξία, αλλά εγρήγορση και ενεργοποίηση στο επίπεδο της πνευματικής ζωής. Είναι έντονη επαγρύπνηση και καθολική προσήλωση στο Θεό. Αποσυρόμενος ο μοναχός σε τόπους εξωτερικής ησυχίας και επισκεπτόμενος εκεί τον εαυτό του, κατορθώνει να τον γνωρίσει καλύτερα, να πολεμήσει ριζικώτερα τα πάθη του και να καθαρίσει πληρέστερα την καρδιά του, για να καταξιωθεί να προσεγγίσει και να δει το Θεό.

Ο πατέρας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά -Κωνσταντίνος- ζούσε ησυχαστική ζωή ως συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αύλης μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Το ουσιώδες γνώρισμα της ζωής αυτής είναι η αποδέσμευση από την εμπαθή προσήλωση στον κόσμο και η πλήρης αναφορά στον Θεό. Γι΄ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι η εν Χριστώ σωτηρία είναι δυνατή σε όλους: «Και ο γεωργός και ο σκυτοτόμος και ο οικοδόμος και ο ράπτης και ο υφαντής, και απλώς πας ο δι΄ οικείων πόνων και της από των χειρών εργασίας ποριζόμενος το ζην, εάν την επιθυμίαν του πλούτου και της δόξης και της τρυφής από της οικείας εκβάλωσι ψυχής, όντως μακάριοι»(15). Με το ίδιο πνεύμα και ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας παρατηρεί ότι δεν είναι ανάγκη να καταφύγει κάποι ος στην έρημο, να τραφεί με ασυνήθιστη τροφή, να αλλάξει την περιβολή του, να καταστρέψει την υγεία του ή να επιχειρήσει κάτι άλλο, προκειμένου να μένει αφοσιωμένος στο Θεό(16).

Η μοναχική ζωή με την τοπική μάκρυνση από τον κόσμο και την αναχώρηση στην έρημο άρχισε από τα μέσα περίπου του τρίτου αιώνα. Για τη φυγή των Χριστιανών στην έρημο κατά την περίοδο αυτή συνέβαλαν και οι σκληροί διωγμοί εκ μέρους των Ρωμαίων. Η ανάπτυξη όμως του μοναχισμού, που σημειώνεται από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οφείλεται κυρίως στην άρνηση πολλών πιστών να προσαρμοστούν στην εκκοσμίκευση που άρχισε στους κόλπους της Εκκλησίας, και στην επιθυμία τους να ζήσουν συνεπέστερα τη χριστιανική ζωή. Έτσι εμφανίστηκε ο μοναχισμός ταυτόχρο­να σε διάφορες περιοχές της νοτιανατολικής Μεσογείου, στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, το Σινά, τη Συρία, την Κύπρο, για να φθάσει σύντομα στη Μικρά Ασία και τέλος στην Ευρώπη. Κατά τη δεύτερη όμως χιλιετία κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού αναδείχθηκε το Άγιον Όρος.

Η εξέλιξη της πορείας του αγιορείτικου μοναχισμού παρουσιάζεται σε γενικές γραμμές ως επανάληψη της εξελίξεως του ανατολικού μοναχισμού. Σήμερα ο τόπος αυτός με την ερημιτική, την κοινοτική και την κοινοβιακή μοναχική ζωή διατηρεί συνοπτικά όλες τις βασικές μορφές που παρουσίασε ο χριστιανικός μοναχισμός στη μακραίωνη ιστορία του.

Η συνηθέστερη και ασφαλέστερη μορφή μοναχικής ζωής είναι η κοινοβιακή. Αυτήν ακολουθούν τώρα και οι είκοσι ιερές μονές του Αγίου Όρους. Στο κοινόβιο τα πάντα είναι κοινά: η στέγη, η τροφή, η εργασία, η προσευχή, οι κόποι, οι φροντίδες, οι αγώνες, τα κατορθώματα. Αρχηγός και πνευματικός πατέρας των μοναχών του κοινοβίου είναι ο ηγούμενος. Χαρακτηριστική είναι η προτροπή, που σημειώνεται στο Τυπικό του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου προς τον ηγούμενο: «Παραφυλάξεις πάντως το πάντα τα εν τη αδελφότητι κοινά είναι και αμέριστα και μηδέν κατά μέρος του καθ΄ έκαστον εις εξαυθέντησιν μέχρι και ραφίδος σου δε το σώμα και η ψυχή, μη τι γε άλλο, έστωσαν διαμεμερισμένα εν ισότητι αγάπης πάσι τοις πνευματικοίς σου τέκνοις και αδελφοίς και πατράσι». Το κοινόβιο αποτελεί την ιδανική χριστιανική κοινωνία, όπου δεν υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στο δικό μου και το δικό σου, αλλά όλα αποβλέπουν στην καλλιέργεια του κοινού φρονήματος και του αδελφικού πνεύματος. Προέχουσα θέση στο κοινόβιο έχουν η υποταγή κάθε μέλους στον ηγούμενο και την αδελφότητα, η φιλαδελφία, η αλληλεγγύη και η φιλοξενία. Όπως επισημαίνει ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ολόκληρη η κοινωνία των πιστών οφείλει σε τελική ανάλυση να είναι μία Εκκλησία κοινοβιακή(17). Αυτό άλλωστε υπαγορεύει και το κοινοβιακό πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το μοναστικό κοινόβιο αποτελεί τη συνεπέστερη προσπάθεια για την πραγμάτωσή της.

Εξαρτήματα των είκοσι ιερών μονών του Αγίου Όρους είναι τα καθίσματα, τα κελλιά, οι καλύβες, οι σκήτες και τα ησυχαστήρια. Στα εξαρτήματα η μοναχική ζωή έχει περισσότερο ησυχαστικό χαρακτήρα.

Τα καθίσματα συνδέονται άμεσα με τις μονές και χρησιμοποιούνται από μέλη της αδελφότητας για μεγαλύτερη ησυχία. Στα κελλιά και τις καλύβες, που είναι μικρά μοναστικά συγκροτήματα, ζουν ολιγομελείς συνοδείες. Αυτές επιδίδονται στην ησυχαστική ζωή, ασκούν την υπακοή προς το γέρο ντά τους και συντηρούνται με γεωργικές εργασίες και εργόχειρα.

Στο Άγιον Όρος υπάρχουν δώδεκα σκήτες, που εξαρτώνται επίσης από μονές. Οι σκήτες, που μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες προς τις αρχαιότερες λαύρες, διαθέτουν κοινό ναό, το Κυριάκο, και κοινή διοίκηση, που ασκείται από το Δίκαιο. Και σ΄ αυτές κυριαρχεί η ησυχαστική ζωή με ευρύτερο κοινοτικό πνεύμα. Η φιλοξενία δεν απασχολεί συνήθως τις καλύβες της σκήτης, αλλά το Δίκαιο και τους συνεργάτες του.

Πλήρως ησυχαστική είναι τέλος η ζωή στα ησυχαστήρια. Αυτά βρίσκονται σε ερημικούς τόπους της Αθωνικής χερσονήσου, και ιδίως στο νοτιώτερο άκρο της. Οι ερημίτες αποτελούσαν εξαρχής τους πυρήνες, γύρω από τους όποιους οργανώθηκαν οι πρώτες μοναχικές κοινότητες. Αλλά και μετά την οργάνωση του κοινοτικού και του κοινοβιακού μοναχισμού οι ερημίτες εξακολούθησαν να υπάρχουν ως τα κατεξοχήν χαρισματικά πρόσωπα μέσα στο σώμα της Εκκλησίας. Ήδη όμως τα κοινόβια και οι μοναστικές κοινότητες έγιναν τόποι προετοιμασίας των ερημιτών. Η εν Τρούλλω Σύνοδος μάλι στα όρισε με τον 41ο Κανόνα της ως προϋπόθεση για την αναχώρηση στην έρημο την επί τρία τουλά χιστο χρόνια παραμονή μέσα σε μονή. Και σήμερα οι ερημίτες τοΰ Αγίου Όρους, πριν επιδοθούν στην πλήρως ησυχαστική ζωή της έρημου, ζουν ορισμένα χρόνια είτε σε μονές είτε σε κελλιά και καλύβες ως υποτακτικοί γερόντων.

Ο μοναχισμός με τη φυγή από τον κόσμο υπογραμμίζει τη θέση της Εκκλησίας ως «αντικοινωνίας» μέσα στον κόσμο, και με την έντονη πνευματική άσκηση καλλιεργεί το εσχατολογικό της πνεύμα. Η μοναχική ζωή χαρακτηρίζεται ως «αγγελική πολιτεία», δηλαδή ως πολιτεία που ακολουθεί στη γή το πρότυπο της ουράνιας ζωής. Εδώ εντάσσεται και η παρθενία ή η αγαμία. Αυτή προτυπώνει την κατάσταση των ανθρώπων στη μέλλουσα ζωή, όπου «ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται, αλλ΄ ως άγγε λοι Θεού εν ουρανώ εισί»(18).

Πολλοί θεωρούν ως κύριο γνώρισμα της μοναχικής ζωής την αγαμία. Η γνώμη αυτή αποδίδει και την αντίληψη που υπήρχε εξαρχής στην Εκκλησία για την ταυτότητα της χριστιανικής ζωής και την καθολικότητά της αναφοράς των ευαγγελικών εντολών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το σπουδαιότε ρο στη μοναχική ζωή είναι η αγαμία. Σημαίνει απλώς ότι αυτό που διαμορφώνει την ιδιαιτερότητα της μοναχικής ζωής έγκειται ουσιαστικά στην αγαμία. Όλες οι υπόλοιπες υποχρεώσεις, ακόμα και οι δύο άλλες μοναχικές υποσχέσεις, η υπακοή και η ακτημοσύνη, αφορούν ουσιαστικά όλους τους πι στούς. Αυτονόητο βέβαια είναι ότι όλα αυτά μέσα στα πλαίσια της μοναχικής ζωής προσλαμβάνουν ιδιαίτερη μορφή. Αυτά όμως δεν αφορούν την ουσία των πραγμάτων.

Η πιστή τήρηση των θείων εντολών αποτελεί κοινή οφειλή όλων των Χριστιανών. Άλλά αυτή απαιτεί άσκηση. Η έκπεσμένη ανθρώπινη φύση δεν είναι πρόθυμη να ανταποκριθεί στην οφειλή αυτή, γιατί δουλεύει στα πάθη. Αναζητεί την ηδονή των αισθήσεων και αποφεύγει την οδύνη που απαιτεί η καταπολέμηση των παθών και της φιλαυτίας. Η μοναχική ζωή οργανώνεται με τρόπο που διευκολύνει την άσκηση. Αντίθετα η κοσμική ζωή, ιδιαίτερα μέσα στη σύγχρονη εκκοσμικευμένη κοι νωνία, δυσχεραίνει την άσκηση. Το μειονέκτημα του κοσμικού Χριστιανού είναι ότι καλείται να πραγματοποιήσει τον ίδιο σκοπό μέσα στο δυσμενές κοσμικό περιβάλλον.

Συνεχίζεται…