Η μοναχική ζωή δείκτης τελειώσεως
3 Νοεμβρίου 2010
Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης
Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Με την εμφάνιση του μοναχισμού παρουσιάστηκε μια ιδιαίτερη μορφή ζωής στην Εκκλησία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δημιουργήθηκε και νέα ηθική. Η Εκκλησία δεν έχει ιδιαίτερη ηθική για τους κοσμι κούς και ιδιαίτερη για τους μοναχούς, ούτε διαφοροποιεί τις δύο αυτές κατηγορίες των πιστών ως προς τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο Θεό. Η χριστιανική ζωή είναι κοινή για όλους. Όλοι οι Χριστιανοί έχουν ως κοινό γνώρισμα «το από Χρίστου και είναι και ονομάζεσθαι»(1). Η υπόσταση δηλαδή και το όνομά τους ανάγονται στο Χριστό. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστιανός είναι γνήσιος και αληθινός, όταν στηρίζει τη ζωή και τη διαγωγή του στο Χριστό. Η προσπάθεια όμως αυτή δυσχεραίνεται μέσα στον κόσμο.
Αυτό που είναι δύσκολο στον κόσμο επιχειρείται με ιδιαίτερη φροντίδα στο μοναχισμό. Ο μοναχός επιδιώκει στην πνευματική του ζωή ότι οφείλει να επιδιώκει και οποιοσδήποτε πιστός να ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Οι βασικές αρχές του μοναχισμού συμπίπτουν ουσιαστικά με τις βασικές αρχές της ζωής όλων των πιστών. Αυτό γίνεται εμφανέστερο στην ιστορία της Εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνες, όταν δεν είχε ακόμα εμφανισθεί ο μοναχικός θεσμός.
Στην παράδοση της Εκκλησίας είναι προφανής η προτίμηση της παρθενίας ή της αγνότητας απέναντι στο γάμο. Η θέση αυτή δεν στρέφεται βέβαια εναντίον του γάμου, που αναγνωρίζεται ως μέγα μυστήριο(2), αλλά επισημαίνει τις δυσκολίες που συνεπάγεται σε πρακτικό επίπεδο για την πνευματική ζωή. Γι΄ αυτό εξαρχής υπήρχαν πολλοί Χριστιανοί, που απέφευγαν τη σύναψη γάμου. Έτσι ο απολογητής Αθηναγόρας, που έζησε κατά το δεύτερο αιώνα, γράφει: «Εύροις δ΄ αν πολλούς των παρ΄ ημίν άνδρας και γυναίκας καταγηράσκοντας αγάμους ελπίδι του μάλλον συνέσεσθαι τω Θεώ»(3).
Εξάλλου η χριστιανική ζωή συνδέθηκε εξαρχής με την αυταπάρνηση και τη θυσία: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι»(4). Ο Χριστός ζητά από τον άνθρωπο την πλήρη αυτοπροσφορά του: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος»(5).
Τέλος η επίδοση στην έντονη και αδιάλειπτη προσευχή, η υπακοή στους ποιμένες της Εκκλησίας, η αγάπη και η υποταγή στους άλλους, όπως και όλες γενικά οι βασικές αρετές του μοναχισμού, καλλιεργούνταν εξαρχής από τα μέλη της Εκκλησίας.
Βέβαια ο μοναχός και ο έγγαμος ζουν δύο διαφορετικές μορφές ζωής. Αυτό όμως δεν αλλάζει την κοινή ευθύνη τους απέναντι στο Θεό και τις εντολές του. Ο καθένας έχει κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα μέσα στο ενιαίο και αδιαίρετο σώμα της Εκκλησίας του Χριστού(6). Κάθε μορφή ζωής, είτε η έγγαμη είτε η μοναχική, υπόκειται εξίσου στο απόλυτο θέλημα του Θεού. Γι΄ αυτό δεν επιτρέπεται να εκλαμβάνεται οποιαδήποτε μορφή ζωής ως πρόσχημα για παραθεώρηση ή επιλεκτική ανταπόκριση στην κλήση του Χριστού και την τήρηση των εντολών του. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται άσκηση και αγωνιστική διάθεση.
Ιδιαίτερα κατηγορηματικός στο σημείο αυτό είναι ο Ιερός Χρυσόστομος, που λέει: «Απατάς πολύ τον εαυτό σου και σφάλλεις, αν νομίζεις ότι άλλα απαιτούνται από τον κοσμικό και άλλα από το μοναχό· γιατί η διαφορά μεταξύ τους έγκειται στη σύναψη η τη μη σύναψη γάμου, ενώ σε όλα τα άλλα έχουν τις ίδιες ευθύνες Γιατί όλοι πρέπει να ανεβούν στο ίδιο ύψος· και αυτό που ανέτρεψε όλη την οικουμένη είναι το ὀτι νομίζουμε πως μόνο ο μοναχός πρέπει να ζει με ακρίβεια, ενώ οι υπόλοιποι επιτρέπεται να ζουν με ραθυμία»(7). Αναφερόμενος μάλιστα στην τήρηση συγκεκριμένων εντολών του Ευαγγελίου παρατηρεί: Όποιος οργίζεται εναντίον του αδελφού του χωρίς λόγο, άσχετα αν είναι κοσμικός ή μοναχός, έρχεται με τον ίδιο τρόπο σε αντίθεση προς το Θεό. Και όποιος βλέπει γυναίκα με πονηρή επιθυμία, οποιαδήποτε ιδιότητα και αν έχει, δημιουργεί την ίδια ένοχη. Εδώ μάλιστα σημειώνει ότι ο κοσμικός που πέφτει στο σφάλμα αυτό είναι πιο ασύγγνωστος. Και γενικώτερα, παρατη ρεί ο ιερός Χρυσόστομος, δίνοντας ο Χριστός τις εντολές του δεν διακρίνει κατηγορίες ανθρώπων «ούτε βιωτικού (κοσμικού) ούτε μονάζοντος όνομα τίθησιν, αλλ΄ από της των ανθρώπων διανοίας ούτος εισενήνεκται ο διορισμός»(8).
Οι εντολές του Χριστού απαιτούν απ΄ όλους τους πιστούς ακρίβεια ζωής, την οποία συχνά περιορίζουμε στους μοναχούς. Η απαίτηση κοσμιότητας και σωφροσύνης, η κατάκριση του πλούτου και η σύσταση της ολιγάρκειας(9), η αποφυγή της αργολογίας και η υπόδειξη της ανιδιοτελούς αγάπης δεν απευθύνονται μόνο στους μοναχούς, αλλά σε όλους τους πιστούς.
Τέλος η απόρριψη του κοσμικού φρονήματος δεν αποτελεί καθήκον μόνο των μοναχών, αλλά όλων των Χριστιανών. Οι πιστοί δεν πρέπει να έχουν κοσμικό φρόνημα, αλλά να ζουν ως πάροικοι και παρεπίδημοι, έχοντας το νου τους στο Θεό. Η πατρίδα τους δεν βρίσκεται στη γη, αλλά στην ουρά νια βασιλεία· «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν»(10). Η Εκκλη σία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κοινωνία εξόδου. Ο κόσμος είναι ο τόπος της πρόσκαιρης διαμονής της. Προορισμός της είναι η βασιλεία του Θεού. Όπως οι Ισραηλίτες που ελευθερώθηκαν από την Αίγυπτο βάδισαν προς την Ιερουσαλήμ με πολλές δυσκολίες και δοκιμασίες, έτσι και οι Χριστιανοί που ελευθερώνονται από τη δουλεία της αμαρτίας βαδίζουν με πολλές δυσκολίες και δοκιμασίες προς την ουράνια βασιλεία.
Η έξοδος αυτή από τον κόσμο δεν βιώθηκε πρωτίστως τοπικά αλλά τροπικά. Όπως η αποστροφή από τον Θεό και η στροφή προς τον κόσμο δεν πραγματοποιήθηκε «τόπω» αλλά «τρόπω», γιατί ο Θεός ήταν και παραμένει πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, έτσι και η αποστροφή από τον κόσμο και η επιστροφή προς το Θεό εκλαμβάνονται πρωτίστως τροπικά και όχι τοπικά. Αυτό αποτυπώνεται ιδιαίτερα στη ζωή των Χριστιανών των πρώτων αιώνων. Ευρισκόμενοι μέσα στον κόσμο είχαν σαφή συνείδηση ότι δεν προέρχονται από αυτόν, ούτε ανήκουν σ΄ αυτόν «εν τω κόσμω αλλ΄ ουκ εκ του κόσμου». Και όσοι ακόμα ζούσαν με παρθενία και ακτημοσύνη, πράγματα που αποτέλεσαν αργότερα θεμελιώδεις αρχές της μοναχικής ζωής, δεν μακρύνονταν από την κοινωνία των ανθρώπων ούτε κατέφευγαν στα όρη.
Η τοπική μάκρυνση από τον κόσμο γίνεται για να διευκολύνει την τροπική μάκρυνση. Η πείρα διδάσκει ότι η σωτηρία του ανθρώπου μέσα στον κόσμο είναι δυσκολότερη. Όπως σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος, η διαβίωση μεταξύ ανθρώπων που αδιαφορούν για την ακριβή τήρηση των εντολών του Θεού είναι βλαβερή. Η ανταπόκριση στην πρόσκληση του Χριστού, να λάβει ο άνθρωπος το σταυρό του και να τον ακολουθήσει, είναι δυσκολώτερη, αν όχι αδύνατη, μέσα στα πλαίσια της κοσμικής ζωής. Βλέποντας κάποιος το πλήθος των ανομούντων όχι μόνο δεν συνειδητοποιεί τα αμαρτήματά του και δεν μετανοεί, αλλά και φαντάζεται ότι κατόρθωσε κάτι, γιατί συγκρίνει τον εαυτό του με τους χειρότερους. Έπειτα οι θόρυβοι και οι ασχολίες της κοσμικής ζωής αποσπούν τον άνθρωπο από τη μνήμη του Θεού, και όχι μόνο δεν επιτρέπουν να αισθανθεί τη χαρά της κοινωνίας με το Θεό, αλλά και οδηγούν σε καταφρόνηση και λήθη του θείου θελήματος(11).
Συνεχίζεται…