H βαρβαρότητα της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης (1941-1944)
27 Οκτωβρίου 2010
Του Στάθη Καλύβα, αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Yale
H βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης (1941-1944) έχει δικαίως γίνει συνώνυμη της ακραίας βαρβαρότητας. Υπολογίζεται ότι κόστισε 23.000-50.000 ζωές, ενώ σε δεκάδες χιλιάδες ανέρχονται οι πρόσφυγες καθώς ο πληθυσμός της περιοχής μειώθηκε κατά ένα τέταρτο τουλάχιστον. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια εμπειρία που άγγιξε τα όρια της ολοκληρωτικής εξόντωσης. Είναι σαφές ότι συγκριτικά με την υπόλοιπη Ελλάδα, η Ανατολική Μακεδονία κατέβαλε έναν τεράστιο φόρο αίματος. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με πολλές πτυχές της ιστορίας της δεκαετίας του 1940, η ιστορία της έχει μελετηθεί μόνο αποσπασματικά. Παραδόξως, η βαρβαρότητα είναι ένα θέμα που αν και απαιτεί συστηματική και σε βάθος διερεύνηση, γενικά έλκει περιστασιακούς παρατηρητές σε άγρα εύκολων εντυπωσιασμών.
H συλλογική έκδοση που επιμελήθηκε η Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη και στην οποία συμμετείχαν οι Γ. A. Καζαμίας και Τάσος Χατζηαναστασίου φιλοδοξεί να καλύψει ένα μέρος του κενού αυτού, επικεντρώνοντας κυρίως στον χαρακτήρα και στο περιεχόμενο της κατοχής αλλά και στις συνθήκες που επικράτησαν για τον κατακτημένο πληθυσμό. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στο νομικό καθεστώς της κατοχής, στις οικονομικές της επιπτώσεις, στον ρόλο της ελληνικής Εκκλησίας, στη βουλγαρική αφομοιωτική πολιτική κυρίως στο θέμα της εκπαίδευσης, στις πληθυσμιακές μεταβολές, στην αντίσταση κατά της κατοχής και στο διπλωματικό παρασκήνιο της αποχώρησης των Βουλγάρων. Ο τόμος συμπληρώνεται από ένα πολύ χρήσιμο παράρτημα που περιλαμβάνει χάρτες, έγγραφα της εποχής, καθώς και ένα μικρό βιογραφικό λεξικό (όπου αναδύονται ορισμένες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, όπως π.χ. πώς η προτομή του αντιστασιακού αντισυνταγματάρχη Αβδελά που εκτελέστηκε τον Σεπτέμβριο του 1944 από τον ΕΛΑΣ στη Δράμα εκλάπη από αγνώστους το 1986!).
Τα αίτια της βαρβαρότητας
Το κεντρικό ερώτημα που προκύπτει από το βιβλίο αφορά τα αίτια της βαρβαρότητας της βουλγαρικής κατοχής. Εν μέρει αυτή εξηγείται από τους στόχους της κατοχής, η οποία δεν υπήρξε για τους Βούλγαρους απλά μία προσωρινή κατάσταση αλλά το πρώτο στάδιο για την οριστική προσάρτηση της περιοχής στο βουλγαρικό κράτος. Το ερώτημα αυτό θα άξιζε να τοποθετηθεί σε συγκριτικό πλαίσιο: οι Ιταλοί, που είχαν αντίστοιχα σχέδια για τα Επτάνησα, απέφυγαν τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι Βούλγαροι (και για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν τον μύθο της σχετικής ιταλικής ανθρωπιάς, αρκεί να αναφερθεί ότι προκάλεσαν πολλά ολοκαυτώματα χωριών, ιδίως στη Θεσσαλία). Πώς εξηγείται η απόκλιση αυτή; Αναγκαστικά, η βουλγαρική κατοχή πρέπει να τοποθετηθεί σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο που περιλαμβάνει και τους Βαλκανικούς Πολέμους. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πολλά από τα χωριά που καταστρέφονται στη διάρκεια της κατοχής, όπως το Δοξάτο, είχαν υποστεί παρόμοιες καταστροφές στο πρόσφατο παρελθόν. H ανάγνωση του βιβλίου αυτού προκαλεί πολλά τέτοια ερωτήματα που παραμένουν ανοιχτά.
Το κυριότερο κενό της εμπεριστατωμένης αυτής προσπάθειας είναι η απουσία εμβάθυνσης στην κοινωνική διάσταση της κατοχής, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το θέμα της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης. Το γεγονός ότι οι ερευνητές, για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής τους, δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση ούτε στα βουλγαρικά αρχεία αλλά ούτε και στο αρχείο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών(!) όσο και η επιλογή να μην ερευνηθεί η τοπική ιστορία (με την εξαίρεση του κεφαλαίου για την αντίσταση), αναγκαστικά περιορίζουν την εμβέλεια του τόμου, υποδεικνύοντας όμως συγχρόνως ποια θα πρέπει να είναι η κατεύθυνση των μελλοντικών ερευνών.
Πολιτική αφομοίωσης
Οι Βούλγαροι δεν περιορίστηκαν στην απόπειρα «εθνοκάθαρσης» και στον εποικισμό της Μακεδονίας (που από ένα σημείο και έπειτα ατόνησε) αλλά ανέπτυξαν και μια φιλόδοξη πολιτική αφομοίωσης και ενσωμάτωσης, κυρίως μέσω της εκπαιδευτικής τους πολιτικής. Στόχος της υπήρξε μια σημαντική ομάδα του πληθυσμού με ρευστή εθνική συνείδηση που περιγράφονται στο βιβλίο ως βουλγαρίζοντες ντόπιοι (σελ. 57) ή Βουλγαρόφρονες (σελ. 96). Ποιοι ήταν οι άνθρωποι αυτοί; Ποια ήταν τα κίνητρα και η δράση τους; Τι απέγιναν μετά την κατοχή; Σχετίζονται οι εξελίξεις αυτές με τις συγκρούσεις ανάμεσα σε πρόσφυγες και ντόπιους; Αντίθετα με την περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας, όπου παλαιότερες και ιδίως πρόσφατες έρευνες έχουν αρχίσει να φωτίζουν τη σχετικά άγνωστη αυτή πλευρά, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Το ερευνητικό πεδίο είναι επομένως ιδιαίτερα γόνιμο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο του βιβλίου για την αντίσταση. Οπως δείχνει ο Τάσος Χατζηαναστασίου στην υποδειγματική του ανάλυση, που βασίζεται σε μεγάλο εύρος πηγών, η αντίσταση μετατράπηκε γρήγορα σε έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους πόντιους κυρίως πρόσφυγες και το KKE. Ο πόλεμος αυτός, όμως, πήρε αντίθετη μορφή απ’ ό,τι στη Δυτική Μακεδονία – άλλη μια σύγκριση που χρειάζεται να γίνει. Ενώ στην τελευταία, όπως δείχνουν πρόσφατες εργασίες, οι πρόσφυγες σύναψαν τοπικές συμμαχίες με τους Γερμανούς για να αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ, στην Ανατολική Μακεδονία· ο τελευταίος ήταν εκείνος που αναζήτησε εξωτερικά στηρίγματα: συμμάχησε με τον βουλγαρικό στρατό μόλις η Βουλγαρία πέρασε από το στρατόπεδο του Αξονα σε αυτό των Συμμάχων ενώ αντιπροσωπεία του KKE στη Σόφια ζητούσε από τον σοβιετικό στρατάρχη Τολμπούχιν «να εισέλθουν τα σοβιετικά στρατεύματα στην Ελλάδα» (σελ. 230). Ο στρατός κατοχής μετατράπηκε αμέσως σε αντιφασιστικό σύμμαχο και σε συντονισμό με τον ΕΛΑΣ εξαπέλυσε επίθεση εξολόθρευσης εναντίον των προσφύγων ανταρτών. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα τραγική πτυχή της ιστορίας της περιοχής, άγνωστη και αυτή στο ευρύ κοινό.
«Γερμανοτσολιάδες» και «Εαμοβούλγαροι»
Γεγονός είναι ότι στη διάρκεια της κατοχής παίχτηκε το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας και οι αντίπαλες παρατάξεις επεδίωξαν τη μεγιστοποίηση των πιθανοτήτων επικράτησής τους με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανόμενων και των συμμαχιών με όποια ξένη δύναμη ήταν διαθέσιμη. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι συμπλεύσεις αυτές, που αποτέλεσαν στο παρελθόν αντικείμενο έντονης προπαγανδιστικής εκμετάλλευσης και από τις δύο πλευρές (βλ. τους όρους «γερμανοτσολιάδες» και «εαμοβούλγαροι»), είναι καλό να τοποθετούνται στο πλαίσιο της εποχής τους και να μην ερμηνεύονται ούτε αναχρονιστικά ούτε επιλεκτικά. Οι ερμηνείες και κρίσεις θα πρέπει επίσης να μη μετατοπίζουν στον «εξωτερικό παράγοντα» αποφάσεις και ευθύνες που αφορούσαν πρωταρχικά την ελληνική πλευρά.
Συμπερασματικά, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια γόνιμη αν και αθόρυβη (ίσως περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε) προσπάθεια για την καλλιέργεια της επιστημονικής ιστορικής έρευνας της «δύσκολης» δεκαετίας του 1940 στην πιο «δύσκολη» ίσως περιοχή, τη Μακεδονία. Καλύπτει με επιτυχία ένα σημαντικό μέρος του μεγάλου πραγματολογικού κενού που χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή και γι’ αυτό θα αποτελέσει βασική πηγή αναφοράς για τη μελέτη της βουλγαρικής κατοχής. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι τα στοιχεία που παραθέτει προκαλούν γόνιμα ερωτήματα που θα απασχολήσουν την έρευνα τα επόμενα χρόνια: μια έρευνα που αναμένεται να είναι πρωτότυπη, συγκριτική, εμπεριστατωμένη και αναπόφευκτα θα θίγει κάποια ταμπού, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτόν τον ζητούμενο απεγκλωβισμό από τον ακαδημαϊκό επαρχιωτισμό
www.tovima.gr