Η θρησκευτική εκπαίδευση στις Ορθόδοξες χώρες
17 Οκτωβρίου 2010
Δίνουμε στη δημοσιότητα μία συγκλονιστική επιστολή, αληθινά πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη, που μας άφησε ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος στο θέμα της Θρησκευτικής Εκπαιδεύσεως. Η επιστολή αυτή που γράφτηκε σε ανύποπτο χρόνο, πρέπει να προβληματίσει όλους μας. Όχι μόνο εν όψει της επικείμενης αναθεώρησης του Συντάγματος στην Ελλάδα, αλλά και γενικώτερα.
Προς πρόσωπα κατέχοντα θέσεις ευθύνης στην πνευματική, κοινωνική και πολιτική ζωή του ευρύτερου ορθόδοξου χώρου.
Μακροχρόνια έρευνα και εντατική ενασχόληση σε θέματα οριοθετήσεως της Ορθοδόξου πίστεως, αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων με οδήγησαν σε ορισμένα βασικά συμπεράσματα, τα οποία θεωρώ χρέος μου να γνωστοποιήσω, ιδιαίτερα σε πρόσωπα που κατέχουν θέσεις ευθύνης για το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας στον ευρύτερο ορθόδοξο χώρο και σε υπευθύνους παράγοντες για την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική υπόσταση και ζωή των ορθοδόξων λαών, οι οποίοι καλούνται να συμβάλουν στο πνευματικο-πολιτιστικό γίγνεσθαι της Ενωμένης Ευρώπης.
Στην εποχή μας συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές· πολιτικά και ιδεολογικά συστήματα καταρρέουν. Επιτεύγματα, στα οποία άνθρωποι και λαοί είχαν στηρίξει μεσσιανικές ελπίδες για λύση όλων των προβλημάτων του ανθρώπου οδηγούν σε τρομακτικά αδιέξοδα. Πνευματικές αξίες εγκαταλείπονται. Από παντού προβάλλεται η ανάγκη αλλαγής του «μοντέλου», του τρόπου ερμηνείας του κόσμου.
Για την πλήρωση του ιδεολογικού κενού που δημιουργείται, προσφέρονται εκατοντάδες ομάδες, αιρετικές, γκουρουϊστικές, αποκρυφιστικές, νεογνωστικές και ποικίλες ψυχολατρείες που προβάλλουν τις «λύσεις» τους. Μερικές από αυτές προβάλλουν καθολική απαίτηση στην κοινωνία μας, συμπλέκονται με την πολιτική και έχουν ήδη δημιουργήσει μια παγκόσμια οικονομικο-πολιτική αυτοκρατορία.
Οι ομάδες αυτές υπόσχονται στην ανθρωπότητα μια «Χρυσή Εποχή». Με τις ποικίλες τεχνικές τους, με εσωτεριστικές μεθοδεύσεις υπόσχονται τη δημιουργία μιας «νέας φυλής», η οποία θα οδηγήσει στον επιδιωκόμενο «μετασχηματισμό» του κόσμου.
Ο δρόμος για τις νέες τάσεις είναι σήμερα όσο ποτέ ανοικτός. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η χριστιανική πίστη δε προσδιορίζει πλέον βασικούς τομείς της ζωής μας, όπως είναι η παιδεία, η νομοθεσία, η πολιτική, η λογοτεχνία, η μουσική κ.ο.κ.
Οι τομείς αυτοί αποχρωματίζονται θρησκευτικά και διαβρώνονται όλο και περισσότερο από την τάση της λεγομένης «Νέας Εποχής», που αποσκοπεί στη σύγκλιση θρησκειών και πολιτισμών, με βάση την ολιστική θεώρηση των πάντων, η οποία ακυρώνει το μήνυμα της εν Χριστώ ελπίδας και ολόκληρο τον πολιτισμό μας.
Οι υπεύθυνοι παράγοντες της πνευματικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής στις ορθόδοξες χώρες δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί τον κίνδυνο σε όλη την έκτασή του και τις καταστροφικές συνέπειες από την επικράτηση των νέων τάσεων. Η Ορθοδοξία, μέσα από τον πνευματικό της πλούτο θα ηδύνατο να προσφέρει τις λύσεις στα αδιέξοδα του καιρού μας, ώστε να καταστούν περιττές οι «προσφορές» των ποικίλων παραθρησκευτικών ομάδων. Όμως, αντί γι’ αυτό, οι ορθόδοξες χώρες έγιναν για τις ομάδες αυτές «ιεραποστολικός αγρός».
Οι άνθρωποι που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης δεν γνωρίζουν σχεδόν καθόλου το πρόβλημα. Οι περισσότεροι μένουν ανυποψίαστοι για τη σοβαρότητα του κινδύνου. Όμως εκείνοι που παρακολουθούν προσεκτικά τις εξελίξεις στο παγκόσμιο θρησκευτικό και κοσμοθεωριακό σκηνικό, γνωρίζουν ότι σήμερα η Εκκλησία βρίσκεται μπροστά σε παρόμοια απειλή, όπως η πρωτοχριστιανική Εκκλησία, η οποία εκινδύνευσε να διαβρωθεί από το κύμα του γνωστικισμού.
Γνωρίζουμε ότι και κατά την εποχή των χριστιανών απολογητών ήταν ένας καιρός ριζικής αλλαγής. Το εθνικό πνεύμα και οι ποικίλες θεότητες έπρεπε να εγκαταλείψουν το έδαφος. Ποικίλες τάσεις και κοσμοθεωρίες πάσχιζαν να καταλάβουν το κενό που εδημιουργείτο.
Οι χριστιανοί απολογηταί και οι μετέπειτα πατέρες της Εκκλησίας εδέχθησαν την ποικίλη ιδεολογική πρόκληση, πρόσφεραν λύσεις στο πνεύμα του Ευαγγελίου και οριοθέτησαν την Ορθοδοξία, ώστε οι πιστοί να έχουν ένα σταθερό «μέτρο» και σημείο αναφοράς, που να τους προφυλάσσει από τη σύγχυση και την αβεβαιότητα του άκρατου συγκρητισμού.
Οι χριστιανοί απολογητές προσδιόρισαν την χριστιανική εικόνα του ανθρώπου και έγιναν οι θεμελιωτές του χριστιανικού πολιτισμού. Πάνω στην ίδια αντίληψη για τον άνθρωπο θεμελιώνεται ακόμη και σήμερα ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Πάνω στη χριστιανική ανθρωπολογία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι ελεύθερος στην επιλογή του και επομένως υπεύθυνος για τις πράξεις του. Η έννοια της ευθύνης για τον συνάνθρωπο και για το κοινωνικό σύνολο, που κατοχυρώνεται σε όλα τα ελεύθερα Συντάγματα, στηρίζεται στην χριστιανική αντίληψη για τον άνθρωπο.
Οι ποικίλες παραθρησκευτικές εξωευρωπαϊκές και εξωχριστιανικές ομάδες προβάλλουν σήμερα διαφορετική ανθρωπολογία και απειλούν τα θεμέλια της κοινωνίας μας. Η μόνη δυνατότητα αντιμετωπίσεως αυτού του κινδύνου βρίσκεται και πάλι στην απολογητική της Εκκλησίας μας.
Αλλά διαπιστώνουμε ότι σήμερα η απολογητική μας διακονία περιθωριοποιείται. Η συντριπτική πλειοψηφία των βασικών συνεργατών της Εκκλησίας αγνοούν τα στοιχεία που προσδιορίζουν τις ποικίλες κοσμοθεωριακές τάσεις, οι οποίες απειλούν ακόμη και τη σωματική και ψυχική ισορροπία των νεαρών κυρίως θυμάτων τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλοί ποιμένες της Εκκλησίας δραστηριοποιούνται σε ποικίλους τομείς και συντελούν στην αντιμετώπιση βιοτικών αναγκών και κοινωνικών προβλημάτων. Αλλά δεν κάνουν τίποτε το γενναίο για να προφυλάξουν ανυποψίαστους νέους, που πέφτουν θύματα καθημερινών μεθοδεύσεων και παγίδων από μέρους παραθρησκευτικών ομάδων και οδηγούνται σε απόλυτη εξάρτηση από ποικίλα ψυχοναρκωτικά.
Η μόνη αρμόδια να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια για να οδηγήσει στην ελευθερία από τέτοιου είδους εξαρτήσεις, είναι η Εκκλησία. Γιατί μόνο αυτή είναι ικανή να δώσει πραγματική λύση στα υπαρξιακά κενά, που οδηγούν σε τέτοιου είδους αναζητήσεις και να εντάξει στην εν Χριστώ κοινωνία και στην εν Χριστώ ελευθερία, η οποία καταξιώνει τον άνθρωπο, επειδή ανταποκρίνεται στην αληθινή φύση του ανθρώπου, που προσδιορίζει την υπαρξιακή του ταυτότητα.
Για να προσφερθεί όμως αυτή, είναι ανάγκη να γνωρίζουμε περισσότερα για τους ανθρώπους αυτούς. Πρέπει να ξέρουμε την προέλευση τους, τα ειδικά προβλήματα και τις ειδικές ανάγκες τους.
Όλα αυτά προσφέρει η απολογητική της Εκκλησίας μας, η οποία πρέπει να ξαναβρεί το αληθινό της περιεχόμενο και τη βασική θέση που της ανήκει δίπλα από την λατρευτική ζωή, το κήρυγμα και την κοινωνία αγάπης στα πλαίσια της όλης ζωής και δραστηριότητας του σώματος της Εκκλησίας.
Η απολογητική της Εκκλησίας μας οφείλει σήμερα όσο ποτέ άλλοτε να αποτελέσει ιδιαίτερο μέλημα στην προσπάθεια για μια ευρύτερη μόρφωση και προετοιμασία των μελλοντικών στελεχών της Εκκλησίας. Όμως διαπιστώνουμε πως αυτή τη θέση δεν την συμμερίζονται οι παράγοντες εκείνοι, οι οποίοι έχουν την ευθύνη για την εκπαίδευση των θεολόγων μας.
Μεταξύ πολλών ακαδημαϊκών θεολόγων, κυριαρχεί ένα πνεύμα που στρέφεται εναντίον της εκκλησιαστικής απολογητικής. Στο χώρο των θεολογικών μας Σχολών υψώνεται ένα περίεργο και ύποπτο μέτωπο εναντίον της άμυνας της Εκκλησίας μας. Αποφεύγεται συστηματικά η οριοθέτηση της ορθοδόξου πίστεως και η αντιπαράθεση.
Τόσο η οριοθέτηση, όσο και η αντιπαράθεση αξιολογούνται αρνητικά, διότι, δήθεν, ιδεολογικοποιούν την πίστη. Η απολογητική διακονία δεν έχει πλέον να αντιμετωπίσει μόνο την πολεμική από μέρους των ποικίλων αιρέσεων, της παραθρησκείας και από μέρους των ανθρώπων του κόσμου τούτου, πρέπει να αντιμετωπίσει και την εναντίωση των ανθρώπων μέσα από την Εκκλησία.
Υπάρχει όμως και κάτι περισσότερο ανησυχητικό σ’ αυτή την υπόθεση. Πίσω από την αρνητική στάση κρύβεται μια διαφορετική αντίληψη περί της μοναδικότητας της Χριστιανικής Εκκλησίας και της εν Χριστώ σωτηρίας.
Κατά την αντίληψη αυτή, ο Χριστός είναι μεν «η οδός», αλλά αυτή την οδό μπορούν να την βαδίσουν και άνθρωποι εκτός της Χριστιανικής Εκκλησίας. Αυτό οδηγεί τους ακαδημαϊκούς αυτούς θεολόγους, όταν ομιλούν για τις διάφορες εξωχριστιανικές θρησκείες, να μη το κάνουν με κριτικό πνεύμα, ούτε να καταβάλουν προσπάθεια οριοθετήσεως της ορθοδόξου πίστεως. Έτσι οι νεαροί θεολόγοι μας εκπαιδεύονται σε ένα «ουδέτερο» πνεύμα.
Αυτό το ουδέτερο πνεύμα το οποίο σήμερα ονομάζεται «επιστημονικό» ή «αντικειμενικότητα», καλλιεργήθηκε από ακαδημαϊκούς θεολόγους πολύ πριν εμφανισθούν οι διάφορες αποκρυφιστικές, γκουρουϊστικές, νεογνωστικές ομάδες και ψυχολατρείες. Αυτό αποδεικνύεται και από εκπαιδευτικά εγχειρίδια για τους θεολόγους φοιτητές κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Όχι η οριοθέτηση ή η αντιπαράθεση, αλλά η αναζήτηση «κοινών σημείων» και «κοινού θρησκευτικού εδάφους» βρίσκεται στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων της ακαδημαϊκής μας θεολογίας, άσχετα από το γεγονός ότι υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις.
Σύμφωνα με τη νέα τάση ακαδημαϊκών μας θεολόγων, εισάγεται νέα Χριστολογία και νέα Εκκλησιολογία. Γίνεται έμμεση αντιπαραβολή ανάμεσα στην «κατεστημένη» ή «ιστορική Εκκλησία», προφανώς με την «πνευματική Εκκλησία», στην οποία ανήκουν δήθεν και οι οπαδοί εξωχριστιανικών θρησκειών. Ο Χριστός λογίζεται παντού, «κοιμάται» την νύκτα των θρησκειών. Δεν χρειάζεται κανείς να ενταχθεί στην «ιστορική Εκκλησία», για να γίνει μέτοχος των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή της σωτηρίας.
Με αυτή την τοποθέτηση γίνεται κατανοητό γιατί μεταξύ ακαδημαϊκών μας θεολόγων κυριαρχεί η τάση αντικαταστήσεως της θεολογίας με τη θρησκειολογία, πράγμα που σημαίνει ολοκληρωτική μετατόπιση του πεδίου. Στο επίκεντρο δεν τίθεται πλέον η Θεία αποκάλυψη, αλλά το θρησκευτικό φαινόμενο, η θρησκευτική παράδοση, η θρησκευτική εμπειρία, το πνεύμα της θρησκείας. Έτσι γίνεται λόγος για διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις ή εμπειρίες, που προσδιορίζονται εντελώς ενδοκοσμικά, για διάφορες θρησκείες που όλες κινούνται στο ίδιο έδαφος (προσδιορίζονται ψυχολογικά) και πρέπει να αξιολογούνται ως «ίσες και όμοιες».
Η τάση αυτή ακυρώνει το έργο του θεολόγου και τον μεταβάλλει σε θρησκειολόγο και μάλιστα με την έννοια ότι δεν πρέπει να εκφράζει θέση, ούτε να προβαίνει σε αντιπαράθεση, αλλά να μένει «αντικειμενικός παρατηρητής», δηλαδή να εγκαταλείπει κάθε σταθερό και εκ των προτέρων προσδιορισμένο πνευματικό έδαφος.
Αυτή η τάση «πέρασε» στην Αμερική και στην Ευρώπη κατά τον περασμένο αιώνα με την παρουσία Ινδών γκουρού στο «Κοινοβούλιο των Θρησκειών» (Σικάγο 1893) και με τη Θεοσοφία της Ε. Π. Μπλαβάτσκυ. Στη χώρα μας ακούγονται σήμερα επίσημες φωνές, το ποιμαντικό τμήμα της Θεολογικής Σχολής να μετονομαστεί σε θρησκειολογικό και το μάθημα των θρησκευτικών να αντικατασταθεί με θρησκειολογικό μάθημα. Με αυτό τον τρόπο η ποιμαντική της Εκκλησίας μας δέχεται επίθεση από τους υπεύθυνους λειτουργούς της Ορθοδόξου θεολογίας.
Η νέα τάση εναρμονίζεται κατά ένα τρόπο με την προπαγάνδα εκατοντάδων παραθρησκευτικών ομάδων, που βρίσκουν απήχηση μεταξύ νέων ανθρώπων. Οι ομάδες αυτές κηρύττουν ότι δεν υπάρχει αξιολογική διάκριση ανάμεσα σε ιδέες ή σε οποιεσδήποτε θρησκευτικές ή άλλες απόψεις. Δεν υπάρχει αντικειμενική διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος, στο καλό και στο κακό. Όλα αποτελούν εκδηλώσεις της μιας πραγματικότητας (απόλυτος μονισμός) και ποικίλουν ανάλογα με το εξελικτικό επίπεδο του κάθε ανθρώπου, του κάθε λαού, στην κάθε εποχή. Δεν χρειάζεται συνεπώς οριοθέτηση, δεν χρειάζεται αντιπαράθεση.
Αυτή η ισοπέδωση ή «εναρμόνιση» των θρησκειών, των αξιών, των πολιτισμών, «περνάει» τώρα και σε νομικά κείμενα και διεθνείς συμβάσεις και τείνει να κατοχυρωθεί ως «διεθνές δίκαιο». Επίλεκτα στελέχη του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών ανήκουν σήμερα στο χώρο αυτό του ακατάσχετου συγκρητισμού και αποκρυφισμού και προωθούν την ιδέα της πανθρησκείας και του παν-πολιτισμού με ποικίλους τρόπους.
Από τέτοιους κύκλους καταβάλλεται σήμερα συντονισμένη προσπάθεια να καθοριστούν ενιαία και για ολόκληρη την ανθρωπότητα οι σκοποί της παιδείας («νέα παγκόσμια εκπαίδευση») για να δημιουργηθεί, όπως διακηρύττουν, ένας «νέος παγκόσμιος πολιτισμός», μια «νέα παγκόσμια ηθική» και μία «νέα παγκόσμια κοσμική πνευματικότητα»!
Βέβαια οι επώνυμοι αυτοί παράγοντες των Διεθνών Οργανισμών, κάνουν αυτές τις σαφείς διακηρύξεις σε εσωτερικά, αποκρυφιστικά έντυπα. Στα κείμενα των Διεθνών Συμβάσεων γίνεται λόγος για διάφορους πολιτισμούς, αλλά μέσω των ενιαίων σκοπών της παιδείας επιδιώκεται η σύγκλιση των θρησκειών και πολιτισμών και η ενοποίηση του κόσμου με βάση την εναρμόνιση σε όλους τους τομείς της ζωής.
Η αποφυγή οριοθετήσεως της πίστεως, η υπογράμμιση του «κοινού εδάφους» και του «κοινού σκοπού» και «στόχου», στον οποίο «φθάνει κανείς από διαφορετικούς δρόμους», αφαιρεί από τους νέους ανθρώπους κάθε σταθερό έδαφος κάτω από τα πόδια τους και οδηγεί στην πλήρη σύγχυση και αβεβαιότητα.
Αλλά οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι νέοι νοιώθουν την ανάγκη να προσδιορίσουν την υπαρξιακή τους ταυτότητα, το περιεχόμενο της πίστεως τους και συγκεκριμένες κοινωνικές δομές, στα πλαίσια των οποίων μπορούν να αισθάνονται βεβαιότητα και να προοδιορίζουν την πνευματική τους πατρίδα˙ δεν επιθυμούν να μείνουν άστεγοι πνευματικά. Γι’ αυτό το λόγο η «εναρμόνιση» των θρησκειών και των πολιτισμών δεν τους ικανοποιεί. Το εσωτερικό κενό εκμεταλλεύονται ποικίλες ομάδες και προσφέρουν στους νέους «σταθερές δομές», μία «ηγεσία» ή έναν «φύρερ» και μία ιδεολογία που δίνει απαντήσεις για όλα τα θέματα.
Μερικές από τις ομάδες αυτές απέκτησαν πολιτική και οικονομική ισχύ και κατάφεραν να διαβρώσουν πρόσωπα που έχουν θέσεις ευθύνης στην πολιτική, στους διάφορους κοινωνικούς φορείς, στην εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, στη δικαιοσύνη, στη δημόσια ασφάλεια και σ’ αυτήν την Εκκλησία. Ένας από τους βασικούς στόχους είναι η διάβρωση και των διεθνώς διαχριστιανικών οργανώσεων, όπως είναι το ΠΣΕ.
Οι νέες τάσεις διαδίδονται σήμερα μέσα από επίσημα κανάλια, όπως είναι τα κρατικά μέσα ενημερώσεως, τα νηπιαγωγεία, τα δημοτικά σχολεία, τα γυμνάσια, τα λύκεια, τα πανεπιστήμια. Περνούν μέσα στα διδακτικά βιβλία όλων των βαθμίδων. Παρουσιάσθηκαν περιπτώσεις θεολόγων, που παρασύρθηκαν και εντάχθηκαν σε ολοκληρωτικές παραθρησκευτικές ομάδες, διατηρώντας ταυτόχρονα και την ιδιότητα του δασκάλου του θρησκευτικού μαθήματος στα σχολεία μας. Εξωχριστιανικές ιδέες, όπως είναι η δοξασία του κάρμα και της μετενσαρκώσεως, διαδίδονται σήμερα με κάθε τρόπο, περνούν μέσα από τη λογοτεχνία και απειλούν τα θεμέλια της κοινωνίας μας.
Η κοινωνία μας και ολόκληρος ο πολιτισμός μας στηρίζονται στην έννοια της ελευθερίας και της υπευθυνότητας. Χωρίς ελευθερία και υπευθυνότητα, χωρίς την αλήθεια ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του απέναντι στο Θεό ή και στο κοινωνικό σύνολο, καταλύεται ολόκληρο το οικοδόμημα της κοινωνίας μας, ακυρώνονται όλες οι πνευματικές μας αξίες.
Η δοξασία του κάρμα και της μετενσαρκώσεως προϋποθέτει μια αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο (απόλυτος μονισμός) διαφορετική από εκείνη στην οποία στηρίζεται ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Γι’ αυτό και η ανάμιξη τέτοιων ιδεών, που προβάλλονται μερικές φορές με χριστιανικούς όρους, αποτελούν βασικό εμπόδιο στην προσπάθεια της Ενωμένης Ευρώπης να αναζητήσει το αληθινό της πνευματικό πρόσωπο.
Εξάλλου μερικές θρησκευτικές ομάδες, ασιατικής προελεύσεως, που εγείρουν απόλυτη απαίτηση στην κοινωνία, αυτοπροβάλλονται ως η μόνη εναλλακτική πρόταση για διέξοδο από τη γενική κρίση του δυτικού πολιτισμού. Αυτό δεν φαίνεται να το λαμβάνουν υπόψη τους εκείνοι που θέλουν να συγκαταλέξουν και αυτές τις ομάδες στους οικοδόμους του «κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού». Αυτή η καταστροφική για τον πολιτισμό μας και για την πνευματική φυσιογνωμία της Ευρώπης θέση, καταδεικνύει και πάλι την αναγκαιότητα της απολογητικής της Εκκλησίας μας. Διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί κανείς πως πρόκειται για ετερογενείς θρησκευτικές παραδόσεις και για εξωευρωπαϊκή απειλή εναντίον της πνευματικής ταυτότητας της Ευρώπης.
Στη νέα δεκαετία που άρχισε πριν από ένα χρόνο, παρατηρούμε όλο και πιο συχνά την ταύτιση της πολιτικής με τη θρησκεία, τη θρησκευτικοποίηση της πολιτικής και την πολιτικοποίηση της θρησκευτικής ζωής. Η παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ξένη προς κάθε ενεργό ανάμιξη στην πολιτική ζωή. Μόνο σε δύσκολες ιστορικές καταστάσεις η Εκκλησία αναλαμβάνει τον ρόλο του Εθνάρχου και παρεμβαίνει για το καλό του λαού. Δεν μπορεί συνεπώς να συναγωνιστεί τέτοιες τάσεις.
Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση των Εθνικών κινδύνων, που δημιουργούνται από αυτήν την ανάμειξη και ταύτιση της θρησκείας με την πολιτική, οριοθετώντας αυτούς τους τομείς και προβάλλοντας στα ποικίλα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, τη δική της ορθόδοξη πρόταση.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, είναι αναγκαία η διορθόδοξη συνεργασία. Η Ορθοδοξία αποτελεί τον μεγαλύτερο θησαυρό για τους ορθόδοξους λαούς. Είναι ανάγκη να αντιμετωπιστεί από κοινού η έξωθεν απειλή. Οι ορθόδοξοι λαοί της Ευρώπης μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στον προσδιορισμό και στη διατήρηση της πνευματικής φυσιογνωμίας της Ενωμένης Ευρώπης. Γι’ αυτό και η πολιτική εξουσία στις ορθόδοξες χώρες είναι ανάγκη να κατανοήσει την αξία του θησαυρού της Ορθοδοξίας, να διευκολύνει και να ενισχύσει αυτή τη συνεργασία με κάθε δυνατό τρόπο.
Οι εξωευρωπαϊκές και εξωχριστιανικές τάσεις και ιδεολογίες απειλούν σήμερα την πνευματική, πολιτιστική, κοινωνική και εθνική υπόσταση των λαών μας. Αυτό που άλλοτε επεδιώκετο με την απειλή των όπλων και με πολεμική σύρραξη, επιδιώκεται σήμερα με την διάβρωση όλων των τομέων της ζωής μας. Οι άνθρωποι των ποικίλων τάσεων που επιδιώκουν αυτή τη διάβρωση βρίσκονται σήμερα παντού.
Η πολιτεία διακατέχεται από φοβία μήπως κατηγορηθεί ότι προβαίνει σε θρησκευτικές διακρίσεις και δεν φαίνεται διατεθειμένη να προστατεύσει την πνευματική υπόσταση του λαού από αθέμιτες επεμβάσεις στην ανθρώπινη προσωπικότητα, θεωρεί ίσως το ζήτημα «θρησκευτικό» και δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει τις οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και εθνικές του προεκτάσεις.
Το εθνικό συμφέρον, η δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, κατοχυρωμένα συνταγματικά, δεν λογίζονται ίσως αρκετά να θεμελιώσουν μια διαφορετική αντιμετώπιση, που θα μας προστατεύει από την απειλή των ψυχοναρκωτικών ή τουλάχιστον θα απομακρύνει από την στάση των «ίσων αποστάσεων» ή της «ίσης μεταχείρισης». Η πολιτεία δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένη να λάβει υπόψη της το αληθινό νόημα, που η συντριπτική πλειοψηφία των λαών μας δίνει στον όρο χρηστά ήθη και δημόσια τάξη. Σε πολλές περιπτώσεις η στάση αυτή οφείλεται σε ελλιπή ενημέρωση. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι και η πολιτεία πρέπει να αναγνωρίσει τη σημασία και να αξιολογήσει ανάλογα την απολογητική της Εκκλησίας, η οποία πρέπει σήμερα να κινηθεί σε πανορθόδοξα πλαίσια.
Είναι ανάγκη να μελετηθούν σε βάθος οι σύγχρονες εξωχριστιανικές τάσεις και ομάδες που δημιουργούν τεράστια προβλήματα στις Ορθόδοξες χώρες. Να προσδιοριστεί το αληθινό πρόσωπο πίσω από πολυάριθμα προσωπεία, οι διεθνείς διασυνδέσεις και οι αληθινοί σκοποί τους. Να επισημανθούν οι αθέμιτες μεθοδεύσεις τους και οι καταστροφικές συνέπειες για την προσωπικότητα των θυμάτων, οι αρνητικές επιπτώσεις στην πνευματική, κοινωνική, πολιτιστική, πολιτική και εθνική ζωή των λαών μας.
Είναι ανάγκη να εκδοθούν κατάλληλα βιβλία για την ενημέρωση των συνεργατών της Εκκλησίας και της Πολιτείας, των εκπαιδευτικών, του ευρύτερου κοινού και ιδιαιτέρως των νέων. Καθίσταται απολύτως αναγκαία η εκπαίδευση βασικών συνεργατών, ώστε να αντιμετωπιστούν τα ποικίλα προβλήματα σε όλους τους τομείς και σε όλα τα επίπεδα της πνευματικής, κοινωνικής και εθνικής μας ζωής.
Μερικές ομάδες με τεράστια οικονομικο-πολιτική ισχύ σε παγκόσμια κλίμακα αποβλέπουν στην αλλοίωση του φρονήματος της ανθρωπότητας του μέλλοντος, μέσω διαβρώσεως της ηγετικής τάξεως της νεολαίας. Είναι ανάγκη να ενισχυθεί το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία. Μέσω του μαθήματος αυτού τα παιδιά μας πρέπει να αποκτούν ένα σταθερό σημείο αναφοράς και μέτρο κρίσεως, να οριοθετούν την Ορθόδοξο πίστη τους έναντι κάθε εξωχριστιανικής τάσεως, να καλύπτουν τα υπαρξιακά τους κενά μέσα στο φως της Ορθοδοξίας και να ενισχύεται μέσα τους η Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία. Γι’ αυτό είναι ανάγκη το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία να διαπνέεται από το πνεύμα της Εκκλησίας και όχι από το πνεύμα της ακαδημαϊκής θεολογίας, να κινείται στα πλαίσια του ποιμαντικού μας έργου και όχι στα πλαίσια της «ουδέτερης» και «αντικειμενικής ενημέρωσης» θρησκειολογικού τύπου. Ένα τέτοιο θρησκειολογικό μάθημα στα Ορθόδοξα σχολεία θα αποτελούσε κατάφορη παραβίαση του δικαιώματος των γονέων να καθορίζουν τη θρησκευτική αγωγή των παιδιών τους.
Οι Ορθόδοξοι γονείς, με το να εντάξουν τα παιδιά τους με το βάπτισμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία εξεδήλωσαν την πρόθεση τους να τους δώσουν θρησκευτική αγωγή, που να ανταποκρίνεται στο φρόνημα του Ορθόδοξου χριστιανού. Η πολιτεία οφείλει να σεβαστεί αυτό το δικαίωμα της συντριπτικής πλειοψηφίας των γονέων στις Ορθόδοξες χώρες και να παράσχει τα απαραίτητα μέσα για το σκοπό αυτό.
Η πολιτεία οφείλει ακόμη να είναι σε θέση να προσδιορίζει κατά πόσον η ταυτόχρονη ιδιότητα του οπαδού μιας παραθρησκευτικής οργανώσεως και του δημοσίου υπαλλήλου, ιδιαίτερα δε του εκπαιδευτικού, συμβιβάζεται με τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει ένας δημόσιος υπάλληλος με βάση το Σύνταγμα της χώρας.
Κλείνοντας υπογραμμίζουμε την επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει σε πανορθόδοξα πλαίσια ένα Ορθόδοξο Θεολογικό Σεμινάριο Απολογητικής για την έρευνα του όλου σκηνικού των εξωχριστιανικών τάσεων και για την εκπαίδευση και μετεκπαίδευση ειδικών συνεργατών στην υπηρεσία της Εκκλησίας και των Ορθοδόξων λαών μας.
π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Αθήναι
19.2.1992
Πηγή : http://www.egolpion.com/8rhskeftikh_ekpaidefsi.el.aspx