Ο εμπρησμός της εβραϊκής συνοικίας του Κάμπελ στην Θεσσαλονίκη (29 Ιουνίου 1931)
6 Οκτωβρίου 2010
Μετά την (απρόσμενη για πολλούς) απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912, η Βενιζελική πολιτική απέναντι στην πολυπληθή Εβραϊκή κοινότητα των Σεραφαδιτών, διαπνεόταν από ανεκτικότητα και διαλλακτικότητα. Ταυτόχρονα όμως η Ελληνική Πολιτεία κατήργησε όλα τα παλαιά προνόμια που απολάμβαναν τα μέλη της επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Εβραίοι αντιμετώπισαν με καχυποψία και (αρχικώς όχι εμφανή) δυσαρέσκεια την κατάργηση των Οθωμανικών Αρχών και συνακόλουθα και των προνομίων τους που ήταν κατοχυρωμένα από τις αρχές του 15ου αιώνα. Ο ίδιος ο Βενιζέλος συναντήθηκε με τους αντιπροσώπους της κοινότητας και τους διαβεβαίωσε για τις καλές του προθέσεις απέναντι τους. Ταυτόχρονα όμως κατήργησε όλα τα προνόμια τους, καθώς υπογράμμισε πως αυτά ήταν απαράδεκτα σε μια Δυτική κοινωνία ισότητας και ισονομίας όπως η Ελληνική. Μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1917 που μετέτρεψε σε στάχτη το κέντρο της πόλης που το κατοικούσαν κυρίως Εβραίοι, ο νέος σχεδιασμός της, μοιραία απομάκρυνε τα φτωχότερα τμήματα του Εβραϊκού πληθυσμού προς τα προάστια, κάτι που ενθάρρυνε ο ίδιος ο Βενιζέλος, καθώς θεώρησε πως έτσι θα αποκτούσαν οι Έλληνες τον έλεγχο της πόλης.
Η επιδείνωση των σχέσεων των δύο πλευρών προήλθε από την μαζική υπερψήφιση των αντιβενιζελικών συνδυασμών από τους Εβραίους της πόλης στις κρίσιμες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Η ψήφος αυτή ίσως να μην έκρινε το τελικό αποτέλεσμα, αλλά ήταν τόσο μαζική που ήταν ξεκάθαρο πως αποτελούσε μια κοινοτική Εβραϊκή επιλογή κατά του Βενιζέλου. Όταν οι βενιζελικοί επανήλθαν στην εξουσία μετά την “επανάσταση” του 1922, ο πολιτικός σύμβουλος του Πλαστήρα και της “επανάστασης” Γεώργιος Παπανδρέου συνέταξε ένα νέο εκλογικό σύστημα κατά τοοποίο η Εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης ψήφιζε με χωριστούς εκλογικούς καταλόγους των οποίων τα αποτελέσματα δεν λαμβάνονταν υπ΄όψιν στο τελικό άθροισμα, ενώ οι εκπρόσωποί τους δεν υπολογίζονταν στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς που θα προέκυπταν.
Η πολιτική αυτή γκετοποίηση συνεχίστηκε και στις εκλογές του 1928 στις οποίες ο Ελευθέριος Βενιζέλος θριάμβευσε ακόμη και ανάμεσα στον Εβραϊκό πληθυσμό, λόγω της γενικότερης δυναμικής που απολάμβανε στην συγκεκριμένη συγκυρία η υποψηφιότητα του. Ο ίδιος ερωτώμενος για την διατήρηση του ίδιου εκλογικού καθεστώτος στις εκλογές αυτές εις βάρος των Εβραίων δήλωσε ότι…”έχω καθήκον να είπω εις την Ισραηλιτικήν κοινότητα της Θεσσαλονίκης, την οποίαν εκτιμώ μεγάλως καί την οποίαν θεωρώ έν λαμπρόν στοιχείον προόδου της βορείου Ελλάδος, να της είπω ότι μέχρι της στιγμής κατά την οποίαν θα αισθανθή εαυτήν Ελληνικήν ψυχικώς – δεν ομιλώ διά το θρήσκευμα – μέχρι της στιγμής κατά την οποίαν θα κρίνω, ότι συμφέρον ιδικόν των είναι να φροντίζουν όπως εις τα σχολεία των διδάσκεται επαρκώς η Ελληνική γλώσσα, μέχρι της στιγμής κατά την οποίαν θα κάμνωσι συνδυασμούς υπό τον τίτλον του Ισραηλίτου ή του Σιωνιστού, θα γνωρίζουν ότι το Κράτος έχει το δικαίωμα, να τους δώση τα πολιτικά δικαιώματα εις χωριστούς συλλόγους αμυνόμενον κατά ενδεχομένης καταχρήσεως [!] της ψήφου”. Η Ελληνική Πολιτεία προσπάθησε επίμονα μέσω της Παιδείας και των σχολείων να “εξελληνίσει” τα παιδιά των Εβραϊκών οικογενειών, με πενιχρά όμως αποτελέσματα.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Βενιζέλος από το βήμα της Βουλής έκανε μια σειρά από φιλικές δηλώσεις προς την Εβραϊκή κοινότητα αποδοκιμάζοντας τον αντισημιτισμό των τοπικών Βενιζελικών εφημερίδων της Θεσσαλονίκης, αλλά πολλοί άλλοι Βενιζελικοί αξιωματούχοι εξέφραζαν την εχθρότητά τους ανοιχτά στηρίζοντας μια σειρά από εθνικιστικούς πολιτικούς συλλόγους με αντισημιτικό προσανατολισμό που ιδρύθηκαν στην πόλη (ο κορυφαίος ήταν η πασίγνωση ΕΕΕ). Την οργάνωση αυτή στήριξε πολιτικά τόσο ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Στυλιανός Γονατάς όσο και ο υπουργός Πρόνοιας Λεωνίδας Ιασωνίδης κορυφαίος πολιτικός εκπρόσωπος των προσφύγων της Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή. Η ένταση μεταξύ Ελλήνων (κυρίως των προσφύγων) και των Εβραίων στην Θεσσαλονίκη ξεκίνησε να κλιμακώνεται ήδη από το 1929 με εμπρηστικά άρθρα των εφημερίδων που αντιπροσώπευαν τις δύο πλευρές, με την πρώτη δημοσίευση μετάφρασης στα Ελληνικά των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών και με καθημερινά μικροεπεισόδια στους δρόμους της πόλης.
Η κορυφαία πράξη αντιεβραικής βίας στην Θεσσαλονίκη (και μοναδική τέτοιου μεγέθους στην σύγχρονη ελληνική Ιστορία) υπήρξε ο εμπρησμός της Εβραϊκής συνοικίας του Κάμπελ στις 29 Ιουνίου του 1931. Μετά την ίδρυση από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης του αθλητικού συλλόγου Μακάμπι και από μια σειρά εμπρηστικών δημοσιευμάτων Βενιζελικών εφημερίδων (κυρίως από την Βενιζελική εφημερίδα “Μακεδονία”)κατά των Εβραίων που κατηγορούνταν ως συμμετέχοντες σε διαπραγματεύσεις με Βούλγαρους για την αυτονόμηση της Μακεδονίας, υπήρχε ένα τεταμένο κλίμα στην πόλη. Αρχικώς, μια ομάδα προσφύγων από την Καλαμαριά επιτέθηκε σε Εβραϊκό καφενείο στο Κάμπελ. Ακολούθησε ο σοβαρός τραυματισμός δύο Ελλήνων αεροπόρων από μια ομάδα πολιτών ( Εβραίων σύμφωνα με την εφημερίδα “Μακεδονία” και τον αστυνομικό διευθυντή της πόλης Καλοχριστιανάκη) η οποία τους επιτέθηκε με λοστούς και μαχαίρια.
Το νέο αυτό διαδόθηκε ταχύτατα στους προσφυγικούς συνοικισμούς της πόλης και εξερέθισε περαιτέρω την κατάσταση. Αρχικώς κινήθηκαν κατά του Κάμπελ έφεδροι στρατιώτες από τους όρχους της αεροπορίας, που εμποδίστηκαν επιτυχώς από την αστυνομία. Αργότερα ένα πλήθος 2.000 Ελλήνων (ανάμεσα τους και στελέχη της ΕΕΕ) προερχόμενο κυρίως από τις προσφυγικές συνοικίες της Τούμπας και της Καλαμαριάς ξεχύθηκαν στην Εβραϊκή συνοικία Κάμπελ βάζοντας φωτιά στα μαγαζιά και στα σπίτια της και προκαλώντας εκτεταμένες καταστροφές. Στην συνοικία αυτή κατοικούσαν κυρίως οι φτωχοί Εβραίοι, πολλοί εκ των οποίων έπεσαν θύματα μαζικών ξυλοδαρμών. Η κυβέρνηση και ο Βενιζέλος καταδίκασαν τα γεγονότα και υποσχέθηκαν αποζημίωση, που όμως δεν καταβλήθηκε. Ως υπεύθυνοι για την πράξη αυτή θεωρήθηκαν από τις Αρχές οι αρχηγοί της οργάνωσης ΕΕΕ και ο διευθυντής της εφημερίδας “Μακεδονία”, αλλά στην δίκη που ακολούθησε, αθωώθηκαν όλοι.
Η Εβραϊκή κοινότητα απογοητεύθηκε πλήρως από την Βενιζελική πολιτική διακρίσεων απεναντί της και την υπόθαλψη των εθνικιστικών οργανώσεων και καταψήφισε μαζικά τον Βενιζελισμό στις εκλογές του 1932 στηρίζοντας τους Λαϊκούς του Τσαλδάρη. Ο Βενιζέλος ερμήνευσε την πολιτική αυτή ενέργεια ως “εχθρική πράξη κατά της μισής Ελλάδας”. Σε άλλες δηλώσεις του σε δημοσιογράφο της Jewish Post το 1934 ο Βενιζέλος ανέφερε ότι “…οι Έλληνες δεν θέλουν οι Εβραίοι να επηρεάζουν την Ελληνική πολιτική…Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ακολουθούν εθνική Εβραϊκή πολιτική. Δεν είναι Έλληνες και δεν νιώθουν Έλληνες. Επομένως δεν πρέπει να ανακατεύονται στις Ελληνικές υποθέσεις”.
Και συνέχισε “…Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης δεν είναι Έλληνες πατριώτες αλλά Εβραίοι πατριώτες. Αισθάνονται πιο κοντά στους Τούρκους παρά σε εμάς. Δεν θα επιτρέψω στους Εβραίους να επηρεάζουν την Ελληνική πολιτική”.
Να σημειωθεί ότι τόσο οι αντιβενιζελικοί του Τσαλδάρη, όσο και οι Μεταξάς και Βασιλιάς Γεώργιος Β μετά την Παλινόρθωση του Στέμματος, ευνόησαν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης καταργώντας τους χωριστούς εκλογικούς καταλόγους, ακολουθώντας μια γενικότερη φιλική πολιτική απέναντι τους και διαλύοντας την εθνικιστική οργάνωση ΕΕΕ (τα μέλη της ήταν γνωστά και με την ονομασία “χαλυβδόκρανοι”). Στην δικτατορία του Μεταξά εξομαλύνθηκαν πλήρως οι διακοινοτικές σχέσεις στην Θεσσαλονίκη, ενώ ο ίδιος ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ πέρασε από την συναγωγή Μπεν Σαούλ όταν επισκέφθηκε επίσημα στην Θεσσαλονίκη.
Ι. Β. Δ.