Τα εφτά θαυμάσια χαρίσματα
3 Οκτωβρίου 2010
Tου Παντελη Μπουκαλα
Για τις «greek values», τις ελληνικές αξίες, μίλησε στις 23 Σεπτεμβρίου ο πρωθυπουργός στους ομογενείς, στο ταξίδι του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο λόγος του ήταν στα αγγλικά, αλλά για να προσδιορίσει τις αξίες που πρεσβεύει ότι διακρίνουν τους «απανταχού Ελληνες» συλλάβισε τα ελληνικά ονόματά τους: φιλότιμο – φιλοξενία – αλληλεγγύη – ανθρωπιά – μεράκι – περηφάνια – ντομπροσύνη. Δεν πρωτοτύπησε – τίποτα πιο δύσκολο άλλωστε από την πρωτοτυπία, κι όχι μόνο για τους λογογράφους των πολιτικών αλλά και για τους δημοσιογράφους, τους συγγραφείς, τους γραφιάδες εν γένει. Και η πίστη ότι διαθέτουμε αυτά τα εφτά θαυμάσια χαρίσματα κυκλοφορεί γενικότερα, από χρόνια πολλά, αλλά και ο ίδιος ο κ. Γ. Παπανδρέου είχε επιδοθεί σε ανάλογο (αυτο)έπαινο στις 2 Μαΐου, σε μια συνεδρίαση του υπουργικού του συμβουλίου που την είχε χαρακτηρίσει «ιστορική». Τότε μάλιστα είχε επισημάνει δέκα αξιοζήλευτες ιδιότητές μας, λέγοντας: «Να αναδείξουμε ό,τι καλύτερο έχει η Ελλάδα και ο Ελληνισμός: το μεράκι, το φιλότιμο, την αλληλεγγύη, την ανθρωπιά, τη φιλοξενία, την περηφάνια, τη φαντασία, την ντομπροσύνη, τη δημιουργικότητα και την ευστροφία».
Μακάρι να ’ταν έτσι τα πράγματα, μόνον έτσι, αν και κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι μεταμορφωθήκαμε ήδη σε επί γης αγγέλους και η χώρα μας είναι η πρώτη πραγματωμένη ουτοπία, κάτι που μάλλον δεν συμφωνεί με το 80% της απαισιοδοξίας που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις. Μακάρι να ’μασταν όλοι, στα ιδιωτικά μας και στα δημόσια, ντόμπροι, φιλότιμοι και φιλόξενοι, μακάρι κι όλα τα υπόλοιπα στολίδια να ρύθμιζαν τη συμπεριφορά μας στα μικρά και στα μεγάλα. Αλλά, αν δεν θέλουμε να θεωρούμε δεδομένο το επιθυμητό, κατά την πάγια συνήθειά μας, και να λογαριάζουμε σαν αναμφισβήτητο αυτό που πρέπει να ελεγχθεί κοινωνικά και να κριθεί ιστορικά, έχουμε την υποχρέωση να αναρωτηθούμε: Μας διακρίνουν όντως όλες αυτές οι αρετές ή μήπως νομίζουμε ότι μας διακρίνουν, ή, άλλη εκδοχή, απλώς θα θέλαμε πολύ να μας διακρίνουν και η επιθυμία μας αυτή, καθώς και ένα σταθερά κληροδοτούμενο αίσθημα υπεροχής, μας πείθουν να εκλάβουμε σαν πραγματικότητα το ζητούμενο και το ονειρικό; Και μας διακρίνουν όλους, μέχρις ενός, σαν ισότιμα μέλη μιας παραδείσιας Δημοκρατίας της Αρετής, μας σφραγίζουν από τη στιγμή που γεννιόμαστε και διά βίου, ή εκδηλώνονται περιστασιακά, για να υποχωρήσουν αμέσως έπειτα; Είναι δηλαδή γνωρίσματα επίκτητα ή κληρονομικά; Και τέλος, οι αρετές αυτές είναι αποκλειστικά δικό μας φυλετικό ή εθνικό γνώρισμα ή ορισμένες έστω εξ αυτών τις διαθέτουν και τις τιμούν και άλλοι λαοί;
Το πρώτο βήμα για να αναζητήσουμε μια κάποια απάντηση είναι να αποδεχτούμε ότι τα ερωτήματα αυτά είναι νόμιμα και λογικά. Να συμφωνήσουμε δηλαδή ότι δικαιούται κάποιος να τα θέσει και να τα συζητήσει, στο μέτρο των δυνάμεών του, χωρίς τον κίνδυνο να κατηγορηθεί από τυχόν εφημερεύοντες ελληνομέτρες σαν ανθέλλην, μισέλλην ή ό,τι άλλο. Ουδείς βέβαια μπορεί να μας εμποδίσει να φιλοτεχνούμε την αυτοαγιογραφία μας ή να σμιλεύουμε το άγαλμα του ιδανικού εαυτού μας και να το λατρεύουμε. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι δεν είναι υποχρεωτικό οι δικές μας πεποιθήσεις να έχουν ισχύ νόμου για την υπόλοιπη ανθρωπότητα, η οποία συνεχίζει να πορεύεται ερήμην του συνδρόμου μεγαλείου που ενδέχεται να βασανίζει το ένα ή το άλλο έθνος.
Ας επιστρέψουμε λοιπόν στις εφτά αρετές. Κι ας σκεφτούμε αν δικαιούμαστε να τις θεωρήσουμε είτε δεδομένες (κάτι σαν τη φοιτητική «κατοχυρωμένη γνώση»), και μάλιστα στην απόλυτη εκδοχή τους, είτε αποκλειστικά ελληνικές ή και τα δύο μαζί. Το πρώτο που θα μας κινούσε την προσοχή είναι το γεγονός ότι οι δύο εξ αυτών, η ντομπροσύνη και το μεράκι, πλάστηκαν σαν λέξεις από άλλους λαούς (την ντομπροσύνη τη δανειστήκαμε από το σλαβικό «dobr», το μεράκι από το τουρκικό «merak»). Αυτό δεν σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες λέξεις και έννοιες δεν είναι από αιώνες δικές μας, κ α ι δικές μας, άλλωστε στην ιστορία των γλωσσών δεν υπάρχουν αποκλειστικότητες και αποκλεισμοί. Σημαίνει ότι, για να τις σκεφτούν και κάποιοι άλλοι ώστε να ονοματίσουν στάσεις και διαθέσεις, θα διακρίνονταν και οι ίδιοι (ή θα ήθελαν να διακρίνονται) από τέτοιες στάσεις και διαθέσεις.
Μερακλήδες μπορεί να είμαστε, αν και δεν ξέρω με ποια από τις σημασίες της λέξης «μεράκι» έχουμε στενότερες σχέσεις, με τον έντονο πόθο δηλαδή, με τη λύπη που γεννάει ο έντονος πόθος αν μείνει απραγματοποίητος, με το καλλιτεχνικό πάθος ή με την όρεξη για διασκέδαση· αν κρίνουμε πάντως από την τηλεόρασή μας που τσιφτετελίζεται αχάραγα, φαίνεται ότι ξημερωνόμαστε μες στα σεκλέτια και τα μεράκια κι άλλο δεν περιμένουμε παρά να βραδιάσει για να μερακλώσουμε και στα ξενυχτάδικα. Οσο για την ντομπροσύνη (ή την μπέσα, για να θυμηθούμε κι άλλο δάνειο, αλβανικό αυτό), οπωσδήποτε πάρα πολλοί εξ ημών, όπως βεβαιώνει και η «περαίωση», δεν μπορούμε να ζητήσουμε από την εφορία μας (ή από τον εξομολόγο τους όσοι διαθέτουν) πιστοποιητικό κατοχής της. Και ντόμπροι είμαστε αλλά και ανειλικρινείς, κατά περίπτωση, κατά τα ανθρώπινα δηλαδή. Κι αυτά τα ανθρώπινα ορίζουν πως η «ανθρωπιά», η άλλη των «εθνικών αρετών», είναι (ή πρέπει να είναι) στοιχείο ταυτότητας όλων των ανθρώπων· απορρέει δηλαδή, αν απορρέει, από τα γονίδια του ανθρώπινου γένους, όχι του ενός ή του άλλου εθνικού είδους. Φυσικά και διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο η αγωγή του καθενός, η ιδεολογία που ασπάζεται (αν ο ασπασμός του δεν είναι επιδερμικός) και η θρησκευτική του πίστη. Γι’ αυτό θα περίμενε κανείς πολύ μεγαλύτερο συσσωρευμένο κεφάλαιο «αλληλεγγύης» και «φιλοξενίας» σε μια χώρα που το 99% των κατοίκων της δηλώνουν χριστιανοί, ταμένοι της αγάπης δηλαδή, το 100% πιστοί του Ξενίου Διός, οι δε δύο στους τρεις (τουλάχιστον μέχρι πριν από λίγα χρόνια) περνούσαν κάμποσα φεγγάρια σε κάποιον αριστερόφρονα σχηματισμό ουμανιστικού και διεθνιστικού προτάγματος.
Μένει το «φιλότιμο». Που υπάρχει, γι’ αυτό και συνεχίζει να υπάρχει και ο τόπος. Υπάρχουν δηλαδή γύρω μας αμέτρητοι άνθρωποι, άσημοι, μη «αναγνωρίσιμοι», με ευγένεια ψυχής, πρόθυμοι να τηρήσουν το καθήκον τους, και με εντονότατη τη συναίσθηση της αξιοπρέπειάς τους. Οπως όμως οι λέξεις δεν είναι μονοδιάστατες, έτσι και οι πλάστες τους. Υπάρχουν λοιπόν και οι άλλοι, λιγότεροι αλλά επιφανέστεροι, που πάνε πίσω στη γλωσσική ιστορία και τη «φιλοτιμία» την εννοούν και τη ζουν με τις δυσάρεστες σημασίες που είχε αρχικά, σαν δίψα για τιμές δηλαδή, σαν ακόρεστη φιλοδοξία αλλά και σαν ισχυρογνωμοσύνη και ασωτία – και μάλλον αυτοί δίνουν τον τόνο και ηγεμονεύουν. Ωστε λοιπόν, την «περηφάνια» μας, το άλλο γνώρισμά μας, θα πρέπει να το συναρτούμε με ό,τι βλέπουμε γύρω μας κι ό,τι ζούμε, να μην την εξαρτούμε απ’ ό,τι υπαγορεύει η φαντασία μας. Εκτός και αποφασίσουμε πως απ’ όλη την αρχαιότητα κρατάμε μόνο τον Νάρκισσο.
Πηγή: http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_03/10/2010_1292780