Χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας
22 Σεπτεμβρίου 2010
Ανδρέας Κατράκης, επ. αρεοπαγίτης
Πληθαίνουν, κατά τα τελευταία χρόνια, οι φωνές, για χωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία, χωρίς, τις περισσότερες φορές, να εννοούν την ακριβή σημασία του όρου ΧΩΡΙΣΜΟΣ. Αλλωστε, ανέκαθεν υπήρχε διάσταση αντιλήψεων, ως προς την πραγματική έννοιά του.
Βασικό κριτήριο, για την ορθή αντιμετώπιση του θέματος, αποτελεί το ιστορικό γεγονός, ότι το ελληνικό έθνος, κατά τη μακρόχρονη μεταχριστιανική ιστορία του, είναι ταυτισμένο με την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, και ότι ο ελληνικός λαός, στη μεγάλη πλειοψηφία του, ασπάζεται τις μεταφυσικές θέσεις της χριστιανικής θρησκείας, βιώνοντας τίς, άλλο σε μικρότερο και άλλος σε μεγαλύτερο βαθμό, σύμφωνα με τις δοξασίες της.
Ένας άλλος παράγοντας, πού πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του όλου ζητήματος, έχει σχέση με τις έννοιες Κράτους και Εκκλησίας.
Κράτος, στην επίσημη πολιτειολογική σημασία του όρου, είναι λαός οργανωμένος νομοθετικά σε ενιαία δομή εξουσίας, την ασκεί με τους νομίμως από αυτόν εκλεγόμενους αντιπροσώπους. Με άλλα, Κράτος είναι ο ίδιος ο λαός, πού ζεί οργανωμένα σε ορισμένη εδαφική περιφέρεια. Υπάρχει δηλαδή εννοιολογική ταύτιση των όρων «Κράτος» και «λαός».
Αναλύοντας στη συνέχεια τον όρο «Εκκλησία», παρατηρούμε ότι κατά την επίσημη εκκλησιολογική του έννοια, Εκκλησία δεν είναι το σύνολο των λειτουργιών της ή των ιερών ναών, αλλά όλος ανεξαιρέτως ο λαός, ήτοι τα άτομα, πού συγκροτούν το πλήρωμα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας ορισμένης εδαφικής περιοχής.
Δηλαδή, ο ίδιος ο λαός, πού συγκροτεί την έννοια του Κράτους, συγκροτεί και την έννοια της Εκκλησίας.
Ενόψει αυτών των δεδομένων, κατά την θεώρηση του ζητήματος χωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, δεν μπορεί να αγνοηθεί αυτή η πραγματικότητα.
Πρόκειται, συνεπώς, για καίριο ζήτημα, το οποίο αφορά όχι κυρίως την ηγεσία του Κράτους, δηλαδή την εκάστοτε Κυβέρνηση ή την ηγεσία της Εκκλησίας, δηλαδή την Ιεραρχία των Επισκόπων, αλλά τον ίδιο, πού απαρτίζει τόσο το Κράτος όσο και την Εκκλησία, στην ουσιαστική του υπόσταση.
Κατ’ αρχήν, όταν μιλάμε για χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας είναι σαν να ζητάμε να διχοτομήσουμε ένα και το αυτό σώμα. Έτσι, δεν είναι ορθό να λέγεται, ότι ο χωρισμός αυτός διαλαμβάνει, όπως επιδιώκεται να νοηθεί από ορισμένους θιασώτες του, την απαγόρευση διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία, την κατάργηση της προσευχής σε αυτά, την αφαίρεση των εικόνων των αγίων από τους δημόσιους χώρους, την ορκωμοσία των δημοσίων υπαλλήλων ή άλλων κρατικών λειτουργών κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, ούτε την παρουσία των προσώπων αυτών κατά τις επίσημες θρησκευτικές εορτές, την ύπαρξη του σταυρού στον ιστό της σημαίας, την κατάργηση της μισθοδοσίας των κληρικών από το δημόσιο ταμείο. Διότι, τόσο τα σχολεία, όσο και οι άλλοι δημόσιοι χώροι ανήκουν στο ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο του λαού, πού συγκροτεί τις έννοιες Κράτους – και Εκκλησίας, ενώ από την ενιαία εξουσία του ίδιου λαού πηγάζουν και οι λοιπές προαναφερόμενες ρυθμίσεις.
Μέσα από τις ίδιες αντιλήψεις της επιδιωκόμενης αυτής κατάργησης, πού την ονομάζουν χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, φθάσαμε και στη σημείο να υποστηρίζεται από ορισμένα άτομα, ότι η κατάργηση επιβάλλεται, γιατί, ανεξάρτητα από όλους λόγους, πού δεν τους προσδιορίζουν, θίγονται συνειδησιακά και ορισμένες μειοψηφίες αλλοδαπών (μεταναστών κ.λ.π.), οι οποίες δεν ασπάζονται τις αρχές της Χριστιανικής Θρησκείας, αλλά ακολουθούν τις δοξασίες άλλης θρησκείας.
Δηλαδή, μία μικρή μειοψηφία ατόμων, απαιτεί την αυτοκατάργηση των πολιτιστικών θέσεων της πλειοψηφίας, κατά παράβαση της γενικώς ισχύουσας δημοκρατικής Αρχής, σύμφωνα με την οποία, η πλειοψηφία και όχι η όποια μειοψηφία είναι ο ρυθμιστής των κοινωνικών και πολιτιστικών της βιωμάτων, χωρίς φυσικά εξ αυτού του λόγου να θίγονται τα δικαιώματα και της μειοψηφίας, με την έννοια, ειδικότερα, εν προκειμένω, ότι η μειοψηφία είναι ελεύθερη να διαβιώνει και να πρεσβεύει, κατά τις θρησκευτικές της δοξασίες, μή ακολουθώντας την πλειοψηφία, όχι όμως και να αξιώνει την κατάργηση των δοξασιών ή συνηθειών της τελευταίας, επειδή δεν συμφωνεί με αυτές.
Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, προβάλλει και η εξής παράμετρος, σ’ ό,τι αφορά τη μειοψηφία των μεταναστών (πρός το παρόν τουλάχιστο, διότι, με την υπεργεννητικότητα πού τους διακρίνει – ιδίως τους μωαμεθανούς – και την υπογεννητικότητα των ημεδαπών σε λίγες δεκαετίες τα πράγματα θα αντιστραφούν).
Τους δεχθήκαμε και διαβιούν στη χώρα μας, εργαζόμενοι, χωρίς «νά αναλάβουμε» και κάποια υποχρέωση, ως προς την συμβατότητα των πολιτιστικών τους γνωρισμάτων σε σχέση με τα δικά μας πολιτιστικά βιώματα.
Έτσι, το να επιδιώκει να μεταβάλλουμε ή να ασκούμε «μέ επιφυλακτικότητα» τα δικά μας πολιτιστικά γνωρίσματα, για να μή «στεναχωρούνται» οι μετανάστες πού έχουν άλλες δοξασίες, αποτελεί, πέραν των άλλων, και μορφή αχαριστίας, για ό,τι πολύτιμό τους προσφέρει η χώρα μας. Δεν πρέπει, ασφαλώς, να παραγνωρίζεται και η δική τους θετική εργασιακή συμβολή, στην οικουμενική ζωή της χώρας, αυτή όμως δεν μπορεί να «ανταλλάσσεται» με την όποια υποβάθμιση των πολιτιστικών μας αξιών, πολύ περισσότερο όταν κανείς δεν τους εμποδίζει, όπως προαναφέρεται, είτε να διαβούν σύμφωνα με τα πολιτιστικά τους γνωρίσματα είτε, σε περίπτωση πού δεν μπορούν να μάς «ανεχθούν» πολιτιστικά, να επιστρέψουν στη χώρα τους.
Και όμως, όσο και αν ακούεται περίεργο, έχουμε περιπτώσεις εκδήλωσης ασυμφωνίας αυτής της μορφής τόσο στη χώρα μάς όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Σημειώνω, ενδεικτικά, ότι στην Ιταλία, μουσουλμάνα μητέρα προσέφυγε σε διοικητικό δικαστήριο, αξιώνοντας να αφαιρεθούν από δημόσιο σχολείο – όπου φοιτούσε το παιδί τής- ο σταυρός και οι εικόνες των αγίων, γιατί όπως ισχυρίστηκε, «προσβάλλεται» η θρησκευτική συνείδηση του παιδιού της. Κάτι ανάλογα συνέβη στην Αγγλία και τη Γερμανία.
Παρόμοιες «συνειδησιακές» φωνές ακούονται και στη χώρα μας, κυρίως από ημεδαπούς, οι οποίοι θέλουν, δήθεν, να «προστατεύσουν» τη θρησκευτική «συνείδηση» των αλλοδαπών, στην πραγματικότητα, όμως, εκφράζουν το δικό τους αντιθρησκευτικό «πιστεύω», με άλλοθι την «προστασία» της συνείδησης των αλλοδαπών.
Πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα, ότι η ορθή θεώρηση του ζητήματος δεν εκφράζεται με τον όρο «χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας», αλλά ως προσδιορισμός και διάκριση των διοικητικών αρμοδιοτήτων των οργάνων του Κράτους, έναντι των αρμοδιοτήτων της διοικητικής ηγεσίας της Εκκλησίας ή διαφορετικά, ως «διοικητική σχέση Κράτους – Εκκλησίας» στην οργανωτική της μορφή.
Με την εξειδίκευση υπό αυτή την έννοια του όλου ζητήματος, ανακύπτουν ορισμένα επί μέρους θέματα, σχετικά με το βαθμό και την έκταση της παρέμβασης των οργάνων του Κράτους – νομοθετικών, διοικητικών και δικαστικών – σε ζητήματα πού αφορούν την εν γένει βιωματικότητα της Εκκλησίας, σε σχέση πάντοτε και με την αρμοδιότητα της διοικητικής ηγεσίας της Εκκλησίας στα ίδια ζητήματα, ώστε να κριθεί αν θίγεται και σε ποιό βαθμό η αυτονομία της.
Ειδικότερα, το ζήτημα πού τίθεται είναι: Η Διοικούσα Ηγεσία της Εκκλησίας πρέπει να είναι ελεύθερη να ρυθμίζει τα θέματα πού αφορούν την Εκκλησία ή πρέπει να έχει τη σύμφωνη γνώμη των οργάνων της Πολιτικής Εξουσίας;
Το ζήτημα είναι διφυές από τη φύση του: αφενός, η Διοίκηση της Εκκλησίας, ως ανεξάρτητος διοικητικός και λειτουργικός φορέας, πρέπει να έχει την δυνατότητα να ρυθμίζει τα ζητήματα πού αφορούν την υπόσταση και τη λειτουργία της Εκκλησίας, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις, δεδομένου ότι είναι ο μόνος φορέας πού από τη φύση και αποστολή του έχει αυτήν την καταλληλότητα, και επομένως αρμοδιότητα.
Αφετέρου, ως εκ του προορισμού της, η Εκκλησία υπάρχει και αναπτύσσει τη δράση της μέσα στο ίδιο κοινωνικό περιβάλλον, όπου τη γενικότερη νομοθετική και διοικητική εποπτεία έχει η Κρατική Εξουσία, γεγονός πού δεν είναι δυνατόν να αγνοείται.
Τη χρυσή τομή στα θέματα αυτά θέτει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο άρθρο 4 του οποίου ορίζεται : «Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ελλάδος αποφαίνεται επί παντός ζητήματος αφορώντας εις την Εκκλησίαν», ενώ στη συνέχεια προσδιορίζονται ειδικότερα οι αρμοδιότητες, οι οποίες ασκούνται τόσο από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, όσο, κατά περίπτωση, και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο και τις επί μέρους Συνοδικές ή Εκκλησιαστικές Επιτροπές.
Εξάλλου, στον ίδιο Χάρτη ορίζεται πεδίο συνεργασίας (άρθ. 9, 10, 13, 14, 15), μεταξύ της Διοίκησης της Εκκλησίας και φορέων της Κρατικής Εξουσίας, όπως, η παρουσία του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στις συνεδριάσεις της Ι.Σ.Ι. , για την εκλογή Αρχιεπισκόπου ή Επισκόπων, η ορκωμοσία των λειτουργών αυτών ενώπιόν του Προέδρου της Δημοκρατίας και αντίστοιχη δημοσίευση στην ΈτΚ των οικείων Διαταγμάτων, η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε ορισμένες εκκλησιαστικές επιτροπές με διαχειριστικό χαρακτήρα, ενώ, ως επιστέγασμα όλων των αρμοδιοτήτων της Διοίκησης της Εκκλησίας, ορίζεται η άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι δεν πρέπει να θεωρείται ως παρέμβαση της Κρατικής Εξουσίας στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας, η νομική δυνατότητα των λειτουργών της να προσφέρουν στα διοικητικά δικαστήρια, όπως όλοι οι Έλληνες πολίτες, για ζητήματα πού αναφύονται κατά την εφαρμογή του Καταστατικού Χάρτη ή άλλων διοικητικών νόμων, πού φέρονται να τους θίγουν, αφού η δυνατότητα της προσφυγής αυτής αποσκοπεί στη δική τους προστασία.
Όλες αυτές οι ρυθμίσεις καθώς και όσες άλλες αναφέρονται στο Χάρτη ή άλλους διοικητικούς νόμους, δεν έχουν τη μορφή παρέμβασης της Κρατικής Εξουσίας στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας, αλλά είναι συνάρτηση του γεγονότος, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, οι Μητροπόλεις και οι Ενορίες μετά των ενοριακών Ναών, είναι, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και με την ιδιότητα αυτή η συμμετοχή οργάνων του Κράτους σε ορισμένες διοικητικές διαδικασίες, πού αφορούν εκκλησιαστικά θέματα, δεν είναι ασύμβατη, σε σχέση με την αυτονομία και αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας.
Ανακόλουθο θα ήταν, αν ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας δεν είχε τη μορφή νόμου «νομοθετική κύρωση», όποτε η Εκκλησία, στη νομική της μορφή, θα λογιζόταν ως ξένο σώμα, στο πλαίσιο της αγαστής συνύπαρξης όλων των δημοσίων φορέων, πού λειτουργούν μέσα στην ίδια επικράτεια και αποτελούν υπόσταση ενός και του αυτού λαού.
Με την ίδια συλλογιστική του ονομαζόμενου «χωρισμού Κράτους – Εκκλησίας» – ήτοι, της πλήρους ανεξαρτητοποίησης του Κράτους από την Εκκλησία – η Εκκλησία θα είχε τη μορφή και θα λειτουργούσε ως σωματείο «ιδιωτικού δικαίου», κάτι πού δεν θα ήταν σύμφωνο, προπαντός, με την εν γένει πνευματική και κοινωνική της αποστολή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί κατά το μακρόχρονο διάστημα των δύο χιλιετηρίδων από την ίδρυσή της.
Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/xorismos_kratos_ekklhsia.el.aspx