Η αποφασιστική συμβολή του Ελληνικού ναυτικού στον ανεφοδιασμό της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869)
21 Σεπτεμβρίου 2010
Όταν ξεκίνησε η επανάσταση των Ελλήνων στην Κρήτη το 1866, ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των επαναστατών ήταν ο ανεφοδιασμός τους με πολεμοφόδια και εθελοντές από την Ελλάδα. Αυτή η δυσκολία δεν προερχόταν τόσο από τη γεωγραφική απομόνωση του νησιού σε σχέση με τον Ελλαδικό χώρο ή τη σχετική επισφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών, αλλά κυρίως από τον ναυτικό αποκλεισμό των παραλίων της Κρήτης από τον ισχυρό Οθωμανικό στόλο. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, οι σύλλογοι που βρίσκονταν στην Αθήνα και συντόνιζαν τη βοήθεια για την Κρήτη, μίσθωσαν δύο ευέλικτα μικρά ταχύπλοα ατμοκίνητα πλοία το “Πανελλήνιο” και την “Ύδρα”, με σκοπό να διασπούν τον αποκλεισμό, να εφοδιάζουν τα απαραίτητα για τον αγώνα και να διατηρούν ακμαίο το φρόνημα των επαναστατών. Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις αν και επισήμως τηρούσαν ουδετερότητα έναντι της Κρητικής Επανάστασης ανέχονταν τα ταξίδια αυτά, όπως και τις δραστηριότητες των επιτροπών υπέρ του κρητικού Αγώνα.
Αρχικά, ο τουρκικός ναυτικός αποκλεισμός ήταν χαλαρός, καθώς η εξέγερση δεν έδειχνε ικανή να επιτύχει τους σκοπούς της, έτσι τα ταξίδια ανεφοδιασμού ήταν σχετικά εύκολα και ασφαλή. Το “Πανελλήνιο” έκανε δεκάδες ταξίδια διεκπεραιώνοντας την αποστολή του με ταχύτητα και ασφάλεια χάρις τους ικανούς πλοιάρχους του (Αναστάσιο Κουρεντή, Νικ. Αγγελικάρα, Ανδρ. Κοτζιά, Νικ. Σαχτούρη), αποκτώντας μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Έλληνες. Οι Τούρκοι το αποκαλούσαν “Ντελή Παντελή” (τρελοπαντελή) για τις παράτολμες ναυτικές αποστολές που εκτελούσε. Στις αρχές του 1867 αναλαμβάνει το βάρος των αποστολών αυτών το “Αρκάδι”, ένα μικρό ταχύτατο ατμοκίνητο σκάφος που αγοράστηκε από εισφορές πλουσίων Ελλήνων εμπόρων της Αγγλίας.
Ο αποκλεισμός όμως είχε καταστεί ασφυκτικότερος, με το μεγαλύτερο τμήμα του Οθωμανικού στόλου να περιπολεί τις Κρητικές ακτές. Το “Αρκάδι” μέσα σε 7 μήνες πραγματοποίησε 26 επικίνδυνα ταξίδια κρατώντας άσβεστο το πυρ της Επανάστασης στην πιο κρίσιμη περίοδό της. Στο 13ο ταξίδί του επισημάνθηκε και καταδιώχθηκε από τα τουρκικά καταδρομικά “Ιτζεδδίν” και “Τάλια” και αναγκάστηκε να καταφύγει στο λιμάνι των Αντικυθήρων με τα τουρκικά πλοία να πολιορκούν το νησί. Το νέο πανικόβαλλε την κυβέρνηση Κουμουνδούρου που έστειλε διπλωματική διακοίνωση στις Μεγάλες Δυνάμεις αναφέροντας πως οι Τούρκοι απειλούσαν Ελληνικό έδαφος. Την λύση του δράματος έδωσε ο πλοίαρχος του “Αρκαδίου” Αγγελινάρας που διέταξε επίθεση ολοταχώς κατά των πάνοπλων καταδρομικών με ταυτόχρονα εύστοχα πυρά. Τα τουρκικά καταδρομικά αιφνιδιάστηκαν ενώ είχαν σημαντικές απώλειες στα πληρώματά τους και έτσι δεν μπόρεσαν να καταδιώξουν το “Αρκάδι”, το οποίο γύρισε στην Σύρο, επισκεύασε τις φθορές από την ναυμαχία και έφυγε για νέο ταξίδι.
Ο πλοίαρχος του “Ιτζεδδίν” επέδωσε έγγραφη διαμαρτυρία στις αρχές των Κυθήρων όπου αναφερόταν στο “Αρκάδι” με τον όρο “κλέφτικος αυτός βαπόρις”. Οι Τούρκοι ναυτικοί αποκαλούσαν το “Αρκάδι” “Σειτάν Βαπορού”, “πλοίο του διαβόλου”. Στις 7 Αυγούστου 1867 το “Αρκάδι” παγιδεύτηκε νοτιοδυτικά της Κρήτης από μοίρα τουρκικών πολεμικών υπό το “Ιτζεδδίν”. Μετά από ολοήμερη ναυμαχία και συνεχείς ελιγμούς με αντιπάλους τρία εχθρικά πλοία και αφού προξένησε μεγάλες απώλειες στα πληρώματα τους, μια σφαίρα από το “Ιτζεδδίν” αχρήστευσε το δεξί τροχό του Ελληνικού πλοίου. Ο Έλληνας πλοίαρχος Κουρεντής το οδήγησε σε αβαθή νερά για να αποφύγει τον εχθρό, αποβίβασε τους εθελοντές και τα γυναικόπαιδα και πυρπόλησε το πλοίο. Οι Τούρκοι απέσπασαν έναν ξύλινο κορμό από τα αποκαΐδια του πλοίου το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το χρησιμοποίησαν στην ναυπήγηση νέου πλοίου, ισχυριζόμενοι ότι αιχμαλώτισαν το “Αρκάδι”.
Την συνέχιση του ανεφοδιασμού των επαναστατών ως το τέλος του Αγώνα ανέλαβε το ατμόπλοιο “Κρήτη” με 10 ταξίδια αλλά κατ΄εξοχήν το πλοίο με το εύγλωττο όνομα “ΕΝΩΣΙΣ” υπό τον έμπειρο πλοίαρχο Νικόλαο Σουρμελή που έκανε 46 ταξίδια προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες, ενώ το όνομα του κατέστη κυριολεκτικά θρύλος σε όλο το πανελλήνιο.
Στα τέλη του 1868 η Κρητική Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια. Η “Ένωσις” όμως συνέχιζε ακατάβλητη τα ταξίδια της ταπεινώνοντας συνεχώς τον Οθωμανικό στόλο. Ο Σουλτάνος και η Οθωμανική Πύλη θεώρησαν ζήτημα τιμής την σύλληψη της “Ενώσεως”. Κάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη τον ικανό Βρετανό ναυτικό Χόβαρτ Πασά, τον προβίβασαν σε αντιναύαρχο και του ανέθεσαν πάση θυσία και υπό οποιοδήποτε κόστος να συλλάβει ή να βυθίσει την “Ένωση”. Για τον σκοπό αυτό του έδωσαν την ναυαρχίδα του Οθωμανικού Στόλου “Χουδαβενδικιάρ”, φρεγάτα με 50 κανόνια. Ο Χόρβαρτ αντελήφθη ορθά πως δεν είχε ελπίδα να συλλάβει την “Ενωση” περιπολώντας στην Κρήτη. Έτσι απέσπασε από τον αποκλεισμό μια μοίρα πλοίων (ανάμεσα τους και το “Ιτζεδδίν”) και περίμενε μυστικά έξω από την Σύρο την επιστροφή του Ελληνικού πλοίου από την αποστολή του.
Στις 2 Δεκεμβρίου η “Ένωσις” έπλεε προς την Σύρο όταν ο πλοίαρχος της, Σουρμελής, εντόπισε το “Ιτζεδδίν” και την Τουρκική ναυαρχίδα να πλέουν ολοταχώς προς το μέρος του. Ο Σουρμελής ανέκρουσε πρύμνη και ξεκίνησε η απηνής καταδίωξη. Όταν το “Ιτζεδδίν” πλησίασε και ετοιμάστηκε να πλήξει την “Ένωση”, μια τυχερή βολή από το Ελληνικό πλοίο προκάλεσε ζημιές στον αριστερό τροχό του τουρκικού πλοίου που έχασε ταχύτητα. Ο Χόβαρτ όμως με την ναυαρχίδα είχε πλευρίσει το ελληνικό ταχύπλοο και ήταν έτοιμος να το βυθίσει. Ο Σουρμελής με έναν γρήγορο ελιγμό απέφυγε τα πυρά, ενώ εύστοχες βολές από το πλήρωμα και το μικρό κανόνι της “Ενώσεως” επέφεραν σύγχυση στο πλήρωμα της τουρκικής ναυαρχίδας. Μια σφαίρα λίγο έλειψε να σκοτώσει τον ίδιο τον Χόβαρτ.
Η “Ένωσις” εκμεταλεύτηκε τη σύγχιση και εισήλθε θριαμβευτικά στο λιμάνι της Σύρου. Ο Χόβαρτ σε έξαλλη κατάσταση μπήκε με την τουρκική ναυαρχίδα στο λιμάνι απαιτώντας από τις Ελληνικές αρχές την παράδοση του “πειρατικού πλοίου” απειλώντας ότι θα βύθιζε την “Ένωση” ακόμη και εντός του λιμανιού. Τότε έγινε επέμβαση από τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί, που ζήτησαν από τον Χόβαρτ να αποχωρίσει. Ο γάλλος πλοίαρχος του “Βαλλ” που ελλιμενιζόταν στην Σύρο, προειδοποίησε τον Χόβαρτ να μην πειράξει την “Ένωση”, γιατί αλλιώς θα επενέβαινε και ο ίδιος. Η Ελληνική Κυβέρνηση έστειλε την φρεγάτα “Ελλάς” υπό τον πλωτάρχη Σταματέλο με την διαταγή να πλήξει τον Χόβαρτ αν τολμούσε να επιτεθεί στην “Ένωση”. Ο Χόβαρτ βγήκε από το λιμάνι μετά από παραινέσεις των ξένων προξένων επειδή ο ντόπιος πληθυσμός είχε εξαγριωθεί από το θέαμα της τουρκικής ναυαρχίδας, αλλά περιπολούσε στην είσοδο του λιμανιού ενισχυμένος από 7 πολεμικά πλοία της Τουρκίας.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έστειλε τελεσίγραφο στην Ελληνική Κυβέρνηση Βούλγαρη να πάψει να ενισχύει την Κρητική επανάσταση. Ο Βούλγαρης απέρριψε το τελεσίγραφο, οι δυο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις και έφτασαν στο χείλος του πολέμου. Η Πύλη σχεδίαζε μετά τον επερχόμενο πόλεμο να εκδιώξει όλους τους Χριστιανούς από την επικράτειά της, κλείνοντας τα λιμάνια της στο Ελληνικό εμπόριο. Τότε οι Μεγάλες Δυνάμεις επενέβησαν δραστήρια με τη διάσκεψη στο Παρίσι (4 Ιανουαρίου 1969) με την οποία καλούσαν την Ελλάδα να ικανοποιήσει τον Σουλτάνο σε ζητήματα που αφορούσαν την παύση της ενίσχυσης της επανάστασης στην Κρήτη, ενώ ταυτόχρονα επέβαλλαν στον Σουλτάνο μια σειρά από φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην Κρήτη, που όταν εφαρμόστηκαν έμειναν γνωστές ως “Οργανικός Νόμος”. Στην Ελλάδα σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Θρασύβουλο Ζαίμη που υποχώρησε και αποδέχτηκε όλους τους όρους του συμβιβασμού, καθώς δεν είχε τις δυνατότητες ακόμη να αντιπαρατεθεί στην ισχυρή Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τα ταχύπλοα ατμόπλοια “Πανελλήνιον”, “Αρκάδι” και “Ένωσις”, οι κυβερνήτες και τα πληρώματα τους έμειναν στην Ιστορία για τα ναυτικά κατορθώματα, τις ικανότητες και την ευψυχία τους. Κατάφεραν να φέρουν εις πέρας πολύ επικίνδυνες ναυτικές αποστολές αντιμετωπίζοντας ένα πολύ ισχυρότερο αντίπαλο και έτσι να κρατήσουν ζωντανή την προσπάθεια των Κρητών για ΈΝΩΣΗ με την Ελλάδα. Ο λαός εξύμνησε τις ηρωικές τους προσπάθειες, οι οποίες απαθανατίστηκαν και στα ποιήματα του μεγάλου Αχιλλέα Παράσχου.
Ι. Β. Δ.