Ανδρέας Καρκαβίτσας – Η θάλασσα
18 Σεπτεμβρίου 2010
Ο πατέρας μου -μύρο το κύμα πού τον τύλιξε- δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.
– Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, από τ’ άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θές, δόξασέ την, εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς πού χαμογελά, πού σου τάζει θησαυρούς. Αργά ή γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο.
Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος, πού έφαγε τη ζωή του στο καράβι, πού ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνο αυτός, αλλά κι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νεότεροι, πού είχαν ακόμη τους κάλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν το ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:
– Η θάλασσα δεν έχει πιά ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
Η αλήθεια είναι πώς πολλοί τους όχι κλήμα, αλλά νησί ολάκερο μπορούσαν ν αποκτήσουν με τα χρήματά τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιός να χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιός να πρωτογίνει καπετάνιος. Κι εγώ, πού άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους, δεν μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.
Αλλά το ίδιο κάτι μ έσπρωχνε κι εμένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματά μου, να ειπείς, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου πού το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν κι εγώ εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Άϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού, πού το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.
– Μωρέ γειά σου, κι εσύ θα μάς ντροπιάσεις όλους! έλεγαν οι γεροναύτες, όταν μ έβλεπαν να τσαλαβουτώ σαν δέλφινας.
Εγώ καμάρωνα και πίστευα να δείξω προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία -πήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαι- τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν έβρισκα μέσα να συμφωνεί με τον πόθο μου. Ενώ εκείνα πού είχα γύρω μου, ψυχωμένα κι άψυχα, μου έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά ρούχα, οι γέροντες με τα διηγήματά τους, τα ξύλα με τη χτυπητή κορμοστασιά, οι λυγερές με τα τραγούδια τους:
Όμορφος πού ναι ο γεμιτζής όταν βραχεί κι αλλάξει
καί βάλει τ άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτσει.
Το άκουα από την κούνια μου κι έλεγα πώς ήταν φωνή του νησιού μας, πού παρακινούσε τους άντρες στη θαλασσινή ζωή. Έλεγα πότε κι εγώ να γίνω γεμιτζής και να κάτσω θαλασσοβρεμένος στο τιμόνι. Θα γινόμουν όμορφος τότε, παλίκαρος σωστός· θα με καμάρωνε το νησί! Ναί, την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα να απλώνεται από τ ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς τ ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φθάσει στην καρδιά της γής, για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της επάνω μου, όπως πειράζομε αλυσοδεμένα τ αγρίμια. Κι όταν έβλεπα καράβι να σηκώνει την άγκυρα, να βγαίνει από το λιμάνι και ν αρμενίζει στ ανοιχτά, όταν άκουα τις φωνές των ναυτών πού γύριζαν τον αργάτη, και τα κατευοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου πετούσε θλιβερό πουλάκι επάνω του. Τα σταχόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα, τα σκοινιά τα κοντυλογραμμένα, τα πόμολα πού άφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά, μ έκραζαν να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους τόπους, ανθρώπους άλλους, πλούτη, χαρές. Και νυχτοήμερα η ψυχή μου κατάντησε άλλον πόθο να μην έχει παρά το ταξίδι. Ακόμη και την ώρα πού ερχόταν πικρό χαμπέρι στο νησί και ο πνιγμός πλάκωνε τις ψυχές όλων και χυνόταν βουβή η θλίψη από τα ζαρωμένα μέτωπα ως τ άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς, όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους και τις γυναίκες μαυροφόρες, όταν άκουα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριό τους, πείσμα μ έπαινε πού δεν ήμουν κι εγώ μέσα, πείσμα και σύγκρυο μαζί.
Δεν κρατήθηκα περισσότερο. Έλειπε ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξίδι. Μίσευε κι ο καπετάν Καλιγέρης ο θείος μου για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό, τον παρακάλεσε κι η μάνα μου από φόβο μην αρρωστήσω, με πήρε μαζί του.
– Θα σε πάρω, μου λέει, μα θα δουλέψεις, το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είναι ψαρότρατα να χεις φαΐ και ύπνο.
Τον φοβόμουνα πάντα το θείο μου. Ήταν άγριος και κακός σ εμένα, όπως και στους ναύτες του. Κάλλιο σκλάβος στ Αλιτζέρι – παρέ με τον Καλιγέρη, έλεγαν, για να δείξουν την απονιά του. Κι ο λόγος του πάντα προσταγή. Μόνον απελπισμένοι πήγαιναν στη δούλεψή του. Μα ο μαγνήτης πού έσερνε την ψυχή μου, έκαμε να τα λησμονήσω όλα. Να πατήσω μία στην κουβέρτα, έλεγα, και δουλειά όση θές.
Αληθινά ρίχτηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιχνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, τόσο πρόθυμος εγώ. Μπορεί ο θείος μου να ήθελε να παιδευτώ από την αρχή, για να μετανιώσω. Από την πλύση της κουβέρτας στο ξύσιμο, από το ράψιμο των πανιών στών σκοινιών το πλέξιμο, από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τώρα στην τρόμπα, τώρα στον αργάτη, φόρτωμα, ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα – πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος! τί μ έμελε; Μου έφτανε πώς ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση κι έβλεπα κάτω τη θάλασσα να σκίζεται και να πισωδρομεί υποτακτική μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς, με θλίψη τους έβλεπα.
– Ψέ!… έλεγα με περιφρόνηση. Ζούνε τάχα κι εκείνοι!…
Η θάλασσα (απόσπασμα) Τα Λόγια της Πλώρης Ανδρέας Καρκαβίτσας (κείμ. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β´ Γυμν.).
Η δύσκολη ζωή των ναυτικών στη θάλασσα. Όσο σκληρή κι αν είναι, δύσκολα την αποχωρίζονται. Η θάλασσα είναι ένα μέρος της ζωής τους. Έχουν ταυτίσει τη ζωή τους με τη θάλασσα. Όσο σκληρός και αν ήταν ο καπετάν Καλιγέρης πάντα πήγαιναν στη δούλεψή του «ένας μαγνήτης έσερνε την ψυχή τους προς τη θάλασσα». Πάντα ήξεραν να δαμάζουν τη θάλασσα, όσο σκληρή κι αν ήταν μαζί τους. Δεν μπορούν να φαντασθούν τους εαυτούς τους μακριά απ τη θάλασσα.
Το διήγημα περιέχεται στη συλλογή Λόγια της Πλώρης (1899).
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/andreas_karkabitsas/h_8alassa.htm