Ο Επίσκοπος Μαδαγασκάρης Νεκτάριος Α’ (1952-2004)
11 Σεπτεμβρίου 2010
του Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ
Το όνομά του νέκταρ γλυκύ: Νεκτάριος. Γεώργιος στο άγιο βάπτισμα. Γεωργήθηκε καλά από την Δωδεκανησιακή ευσέβεια των γονέων του, τον Στέργου και της Παναγιώτας Κελλή. Και με τη φροντίδα των πνευματικών του πατέρων: του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Ιεζεκιήλ Τσουκαλά, του Ιερομόναχου Γερβασίου Καμπουράκη και του Αγιορείτου Γέροντος Σπυρίδωνος Ξένου, που τώρα τον υποδέχονται στην άλλη όχθη.
Από μικρός έσκαψε κι ο ίδιος φιλότιμα τον μέσα του άνθρωπο. Τον ξεβοτάνισε, τον καλλιέργησε, τον έκαμε χωράφι παχύ, πλούσιο, αποδοτικό. Όσο εγκατέλειψε το σώμα του -ένα σαρκίο αραχνώδες, ασθενικό, ταλαίπωρο, τόσο στόλισε την ψυχή του: Με ανθρωπιά. Με ταπείνωση. Με σεμνότητα. Με σχολαστική παρθενική καθαρότητα. Με αγάπη – διπλή αγάπη: για το Θεό και για τήν εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο.
Τον γνώρισα στην Αθήνα. Ένα ξανθό μακρυμάλλικο αγόρι με δυο έξυπνα μάτια που δεν τα σήκωνε να σε κυττάξη κατά πρόσωπο. Συνεσταλμένος. Ντυμένος φτωχικά, παλιομοδίτικα, όπως φτωχικά και παλιομοδίτικα ήταν και τα ελληνικά του. Τόχε σκάσει από την Αδελαΐδα, κρυφά από τους γονείς του. Εγκατέλειψε την Τράπεζα όπου εργαζόταν (κοινό μας στοιχείο) κ’ ήρθε για να σπουδάσει Θεολογία και να γίνει παπάς. Η ξαφνική και μυστική αυτή φυγή του επρόκειτο να στοιχίσει ακριβά στην υγεία των γονιών του. Βρήκε καταφύγιο στην αγάπη και την πατρική μέριμνα του τότε Μητροπολίτη Πισιδίας Ιεζεκιήλ, του μέχρι πριν λίγο Αρχιεπίσκοπου Αυστραλίας. Εκεί, στο γνωστό, ταπεινό, φιλόξενο, καλογηρικό διαμέρισμά του στο Βύρωνα. Άρχισε να βελτιώνει τα ελληνικά του και να ζεσταίνεται στη λειτουργική ζωή στο Σίμωνοπετρίτικο Μετόχι της Αναλήψεως λίγο παραπάνω.
Αργότερα εκάρη από τον αοίδιμο Ιεζεκιήλ μοναχός στη Μονή Ξενοφώντος, παραμονή της γιορτής του προστάτη του Αγίου Γεωργίου (1978) κι έτσι συνδέθηκε με το Άγιον Όρος. Έκτος από την Ξενοφώντος ανέπτυξε δεσμούς και με τη Νέα Σκήτη και τον πολυσέβαστο παπά-Σπυρίδωνα Ξένο, τον Πνευματικό. Μετά φόρεσε το διακονικό οράριο, χειροτονημένος από τα άγια χέρια και πάλι του Γέροντός του Αρχιεπισκόπου Ιεζεκιήλ. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Άρχισε τότε που εγώ αποφοιτούσα. Μας ήρθε με τα ράσα του. Του έβαλα μετάνοια και του φίλησα το χέρι -λαϊκός ακόμη εγώ. Το θυμήθηκε χρόνια κατόπιν, όταν με υποδέχθηκε ως Επίσκοπο Νέας Ζηλανδίας στην Αδελαΐδα κι έβαλε εκείνος μετάνοια, μέσα σε απερίγραπτη και των δυο μας συγκίνηση…
Χώρισαν οι δρόμοι μας για πολλά χρόνια. Εγώ Λευκάδα, Ιθάκη και Κρήτη. Εκείνος Αθήνα, κοντά στο Γέροντά του, και λίγο Κω, κι αργότερα, μετά βασάνων στην Αυστραλία. Είχε κατέβει για το γάμο του αδελφού του. Διάκονος. Δεν του επέτρεψαν να λάβει μέρος στο Μυστήριο. Ήταν «ξένος». Ήταν «αντάρτης». Ήταν «λεπρός». Ήταν «αποσυνάγωγος»! Το κατάπιε και, χριστιανικώτατα, το ξέχασε. Δεν μνησικάκησε. Κι όταν τον είχαν ανάγκη και του ζήτησαν νάρθη να διακονήσει στους Αντίποδες, ήρθε. Δεν θυμήθηκε την ατίμωση. Εργάστηκε στο Γκόλτ Κόουστ της Κουηνσλάνδης ταπεινά, ιεραποστολικά, καρποφόρα. Κατέβηκε στη Νότια Αυστραλία όταν τον χρειάστηκαν. Βουτήχτηκε στη γραφειοκρατία των Γραφείων τής Αρχιεπισκοπής, κάτω από προϊσταμένους απαιτητικούς. Δούλεψε με φιλότιμο. Το εκκλησάκι του Αϊ-Παντελεήμονα, η Ενορία του Γκλενέλγκ ήταν οι πρώτες επάλξεις του και οι πρώτοι καρποί του έργου του. Έστησε απογευματινό Ελληνικό Σχολείο, όπως και στο Κρόϋντον Πάρκ, όπου μετατέθηκε κατόπιν. Ανακαίνισε, επεξέτεινε το Ναό του Αγίου Νεκταρίου -τον έκαμε αγνώριστο. Αγόρασε το παρακείμενο σπίτι και το οικόπεδο, όπου κατόπιν χτίστηκε το Γηροκομείο της Αρχιεπισκοπής. Μάζεψε γύρω του τη νεολαία, που τον λάτρεψε. Και τη «γερολαία», όπως τον πείραζα, που κρεμόντουσαν από τα χείλη και το πετραχήλι του, γιατί είδαν στο πρόσωπο του όχι έναν επαγγελματικό ιερωμένο, μα έναν παπά=πατέρα, αδελφό, φίλο, οδηγό ολοφώτεινο. Εξέδωσε τον Orthodox Messenger, το μόνο αγγλόφωνο Ορθόδοξο περιοδικό για νέους στην Αυστραλία. Αλλά και τον ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ στα ελληνικά, για όλους τους ενορίτες. Στο Κολλέγιο του Αγίου Γεωργίου Θέμπαρτον, της Ενορίας των παιδικών του χρόνων, έδωσε το παρόν, με πολλή αγάπη. Έτρεξε, στήριξε, μάζεψε, περιμάζεψε, παρηγόρησε, χάρισε πίστη και χαρά. Φουριόζος πάντα, πάντα πνιγμένος και γεμάτος φροντίδες, ξεχνούσε και να φάει συχνά, ενώ με τα τρεξίματά του είχε βάλει σε μπελάδες τους τροχονόμους, που κάποτε έφτασαν σχεδόν να του πάρουν την άδεια οδηγήσεως. Τον αστειευόμουν: -Ούτε γράμμα δεν στέλνω με σένα!.. Για να τα προλάβει όλα. Για να τους βοηθήσει όλους!… Συμπλήρωσε ταυτόχρονα και τις σπουδές του. Απέκτησε νέους ακαδημαϊκούς τίτλους, που ποτέ δεν τους φανέρωσε. Τα ξέρει το Πανεπιστήμιο Flinders… Από τα χέρια του πέρασαν πάρα πολλά χρήματα. Ήταν φτωχός κι έμεινε ως το τέλος φτωχός, πιστός στην «έντιμον πενίαν» του. Μπήκε φτωχός στην Ιεροσύνη και εξήλθε από τούτη τη ζωή πένης!..
Ήρθαν φουρτούνες. Παρεξηγήσεις. Μικρότητες από ’κει που δεν το περίμενε. Δεν ήταν άνθρωπος των συγκρούσεων. Μίλησε, ζήτησε σεμνά το δίκιο του. Υπέμεινε όσο μπόρεσε. Κι όταν τα πράγματα στα μάτια του φάνηκαν αδιόρθωτα, ζήτησε να φύγει για την Ιεραποστολή στη Μαδαγασκάρη. Τον εμπόδισα ζωηρά. Ας μη μου στήσει ο Θεός αυτή την αμαρτία. Τον εμπόδισα από αγάπη, αλλά και γιατί η Αυστραλία πίστευα ότι τον είχε πραγματικά ανάγκη. Δεν με άκουσε. Άλλο ήταν -όπως αποδείχτηκε περίτρανα εκ των υστέρων- το σχέδιο του Θεού. Παραμέρισα. Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις, διδαχθήκαμε. Έτσι τον κέρδισε η Μαδαγασκάρη. Εκεί βρήκε τον εαυτό του. Στα μεγαλοπρεπή ερείπια της πάλαι ποτέ Ελληνικής Κοινότητος Ανταναναρίβης. Στα μαυράκια του, τα ορφανά του. Μαζί με τους φτωχότερους των φτωχών, το «φακίρ φουκαρά» του Τρίτου Κόσμου. Μέσα στην πείνα, τη χολέρα, την ελονοσία, τη δυσεντερία, τις επιδημίες, τους πυρετούς, το καθημερινό φάσμα του θανάτου. Με μισό παπούτσι πάντα ο ίδιος. Νηστικός, αναμαλλιασμένος, ατημέλητος, διέτρεξε αμέτρητες φορές την αχανή Μαδαγασκάρη από το ένα άκρο ως το άλλο. Αγχώδης, «νευρόσπαστο» κάποτε, λιγόψυχος μερικές φορές, μα όχι για τον εαυτό του. Για το έργο του. Για τους φτωχούς του. Για τα ορφανά του. Θεμελίωσε πάνω από 65 Ενορίες. Χιλιάδες κατήχησε κι βάφτισε. Χωριά ολόκληρα με 200, 300, 500 κατοίκους, αμιγώς Ορθόδοξα! Έστησε Ιερατικό Σεμινάριο κι ετοίμασε τους Ιερείς του. Χειροτόνησε Ιερείς, ψηφισμένους από το σύνολο των Ενοριτών της Ενορίας, στην οποία θα διακονούσαν. Τους απέστειλε να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της Πονεμένης Ορθοδοξίας. Τους εξασφάλισε στοιχειώδη μισθό από τα μετόπισθεν της Ελλάδος και της Αυστραλίας. Έχτισε Εκκλησίες και σχολειά εκεί που άλλοτε ήταν αδιανόητο. Άνοιξε πηγάδια και ξεδίψασε χωριά ολόκληρα. Μάζεψε γύρω του εκατοντάδες ορφανά. Τάντυσε, τα πόδησε, τα τάισε, τάστειλε στο σχολειό. Θυμήθηκε τους φυλακισμένους. Πολλές φορές γεύτηκαν την αγάπη της Εκκλησίας -και το φαγητό της- μάλιστα σε μεγάλες μέρες. Όλοι ανεξαιρέτως. Δημιούργησε κλινική με όλα τα χρειαζούμενα, μέχρι και οδοντιατρείο, μέχρι και μοντέρνο ασθενοφόρο που του χάρισε η CITROEN εκτιμώντας το έργο του. Έντυσε, υπόδησε, έθρεψε, «εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα». Η Μαδαγασκάρη ακούστηκε παντού. Στο πρόσωπό του το ελληνικό όνομα δοξάστηκε στον αγρό της Ιεραποστολής. Οι Χριστιανοί της Αυστραλίας, ξαφνιασμένοι από τις αποφάσεις του και το έργο του, άρχισαν να ψάχνονται. Ξύπνησαν συνειδήσεις, κεντρίστηκε το φιλότιμο, άνοιξαν οι καρδιές και τα πορτοφόλια. Τόνοι ολόκληροι τροφίμων, φαρμάκων, ιατρικονοσηλευτικού υλικού, εκκλησιαστικών και σχολικών ειδών, διοχετεύτηκαν από Αδελαΐδα, Σύδνεϋ, Μελβούρνη, Πέρθη, αλλά κι από Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στην Ανταναναρίβη. Και μαζί, αρκετό χρήμα. Το κομπόδεμα του συνταξιούχου, το υστέρημα του φτωχού, το φιλότιμο του εργάτη, το χαρτζιλίκι του φοιτητή, η αγάπη του ιερωμένου. Κ’ οι λογαριασμοί του πάντα πεντακάθαροι. Εννοούσε να δίνει λογαριασμό και για το τελευταίο δολάριο που περνούσε από τα χέρια του.
Ήρθε ώρα άγια κι ανέβηκε στο Θρόνο του Ευαγγελιστού Μάρκου ο μαρτυρικός Πέτρος ο Ζ’, ο Κύπριος. Παλαιός συμφοιτητής και φίλος, ζηλωτής και καλός Ποιμένας, έμπειρος Ιεραπόστολος ο ίδιος, με ξεχωριστό ενδιαφέρον και πολλή αγωνία για την Ιεραποστολή. Άνθρωπος με αγάπη και πόνο για την Αφρική και τους Λαούς της, προσγειωμένος, φωτισμένος, ακούραστος, οραματιστής, στολίδι της σύγχρονης Εκκλησίας. Θυμήθηκε τον ταπεινό Νεκτάριο. Τον αγαπούσε εξ αρχής. Είδε το έργο του και την αυταπάρνησή του. Τα εκτίμησε. Ένας καλός φιλικός λόγος συνηγορίας άρκεσε για να πάρει την ιστορική απόφαση. Η Μαδαγασκάρη, μαζί με τα νησιά του Μαυρίκιου έγινε χωριστή Επισκοπή του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πρώτος Επίσκοπος της αναδείχθηκε ο Νεκτάριος Κελλής, ο Ρόδιος, ο Ελληνοαυστραλός, ο Φτωχούλης του Θεού, ο ταπεινός εργάτης του Ευαγγελίου Του. Πρώτος Επίσκοπος Μαδαγασκάρης. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο Α’. Πρώτος στο έργο, πρώτος στη διακονία, πρώτος στη μαρτυρία Ιησού Χριστού, πρώτος στη θυσία, πρώτος σε όλα.
Αν τον θυμόντουσαν για κανένα ράσο η ζωστικό ή καμιά αρχιερατική στολή, θα είχε να φορέσει. Αν όχι, τα ιερορραφεία δεν τον γνώρισαν ποτέ. Ούτε τα καταστήματα με τα περίτεχνα «αξεσουάρ» της αρχιερατικής εμφανίσεως. Ούτε κατά πού πέφτουν δεν είχε ιδέα! Η αγωνία του: Βιβλία στη Γαλλική για τους νεοφώτιστους, ιερά σκεύη για τους καινούργιους ναούς, φάρμακα για τους αρρώστους του, ρούχα και φαγητό για τα ορφανά του! Να βρεθεί κάποιος καλός συνεργάτης, γνώστης της Γαλλικής, ιερωμένος ή γιατρός, με ζήλο και διάθεση προσφοράς, να ενίσχυση το Ιεραποστολικό κλιμάκιο, να αναλάβει ένα μέρος του έργου, να υπάρχει στο μέλλον προοπτική για καλή συνέχεια. Τίποτε άλλο!
Διακοπές δεν ήξερε. Όταν λάβαινε την ετήσια άδειά του την αξιοποιούσε πραγματοποιώντας «ιεράν ζητείαν» ανά την
Αυστραλία και κάποτε ανά την Ελλάδα. Αθόρυβα χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς βεντετισμούς. Μια απλή Θεία Λειτουργία, χωρίς «χοροστασία», δυο λόγια από την καρδιά, μια προβολή κάποιας βιντεοταινίας, κι αυτό ήταν όλο. Δεν ντύθηκε ποτέ τα αρχιερατικά του, ψαλλομένου του «Άνωθεν οι Προφήται». Δεν έσπευσε σε πανηγύρια και τραπεζώματα. Δεν πλησίασε τους ισχυρούς της γης. Κυκλοφορούσε χωρίς εγκόλπιο. Ταπεινό καλογεράκι, που λες και ντρεπόταν που ήταν υποχρεωμένο να κυκλοφορεί μέσα στον κόσμο. Αν ζητούσες να τον παρουσιάσεις κάπου, να τον προβάλεις, «ξίνιζε» το πρόσωπο κ’ ήταν έτοιμος να εξαφανιστεί. Το μόνο που δεν αντιδρούσε ήταν να δει τους γιατρούς του, να κοιτάξει λίγο στην Αυστραλία την υγεία του, για να μην ορφανέψουν πρόωρα για δεύτερη φορά τα ορφανά του, πράγμα που τελικά δεν κατάφερε να το αποφύγει. Αλλά κι εδώ δεν χασομερούσε. Ήταν στην Αθήνα. Παρουσίασε πρόβλημα στην καρδιά. Φίλοι εξασφάλισαν εισαγωγή στο «Ωνάσειο». Μεγάλο όνομα της καρδιοχειρουργικής τον ανέλαβε. Μα μόλις του είπε ότι έπρεπε να μείνει λίγες μέρες στο Νοσοκομείο για σοβαρές εξετάσεις, πέταξε τις πυτζάμες, φόρεσε το φτωχόρασό του κι εξαφανίστηκε. «-Έχω πολλές δουλειές στη Μαδαγασκάρη, που περιμένουν!… Δεν μπορώ να μένω στα Νοσοκομεία κοιτάζοντας τον εαυτό μου!…» Τραβούσαν τα μαλλιά τους οι γιατροί, μα ο Νεκτάριος σκεφτόταν τα παιδιά του, που τα μάτια τους, «ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας των κυρίων αυτών, ως οφθαλμοί παιδίσκης εις χείρας της κυρίας αυτής, ούτως οι οφθαλμοί» τους προς τον ίδιο, και δι’ αυτού «προς Κύριον τον Θεόν ημών».
Ήρθε ο φοβερός Σεπτέμβριος του 2004. Το Άγιον Όρος προσκάλεσε τον Πατριάρχη Πέτρο να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη. Να εγκαινιάσει ναό του Αγίου Νεκταρίου στη Μονή Αγίου Παύλου, να λειτουργήσει στη Μονή Γρηγορίου, που τροφοδοτεί με Ιεραποστόλους το Πατριαρχείο κι ενισχύει πολυποίκιλα το έργο του, και να γιορτάσει τη μεγάλη πανηγύρι της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου στο τρανό Μοναστήρι του Βατοπαιδίου, όπου ηγουμενεύει ο συμφοιτητής και φίλος του Εφραίμ, ο Κύπριος. Θυμήθηκε τον σεμνό Επίσκοπο Νεκτάριο ο Πατριάρχης· θέλησε να τον τιμήσει και του ζήτησε να πάει μαζί του. Έκαμε υπακοή και ξεκίνησε, στη σκιά του Πατριάρχη του, να πραγματοποιήσει το πρώτο επισκοπικό προσκύνημα του στο Άγιον Όρος. Δεν πάτησαν όμως τα πόδια τούς στο αγιασμένο βουνό. Πάτωσαν κ’ οι δυό τους στην αγιορείτικη θάλασσα. Το χώμα είχε αγιαστεί από πολλούς Αγίους. Έπρεπε ν’ αγιαστεί και το πέλαγο. Και αγιάστηκε από τον Πατριάρχη Πέτρο τον Ζ’, τον μεγάλο Ιεραπόστολο της Αφρικής, τον πρώτο στην κυριολεξία Ιεραπόστολο Πατριάρχη. Και από τον ταπεινό Επίσκοπο Νεκτάριο, τον Ιεραπόστολο και Πατέρα της Μαδαγασκάρης. Κι από τους συν αυτοίς βεβαίως, των οποίων τον έπαινο θα τον εξαγγείλει η Εκκλησία. Μα πιο πολύ ίσως απ’ όλους από τον Μαδαγασκάρης, το λείψανο του οποίου, ως την ώρα που χαράσσονται τούτες οι γραμμές, η θάλασσα δεν ευδόκησε να το αποδώσει, κι αυτό κάνει ακόμα πιο αβάσταχτο τον πόνο μας και τον καημό μας!…
Πώς να σου φτιάξουμε κόλλυβο, Νεκτάριε, αδελφέ αγαπημένε; Πώς να σε μνημονεύσουμε στους κεκοιμημένους; Πώς να σκεφτούμε τα ορφανά σου, δυό φορές πια ορφανά; Πώς να λογιάσουμε τους Ιερείς σου στην πιο φρικτή τους απόγνωση; Πώς να στοχαστούμε τη Μαδαγασκάρη χωρίς την παρουσία σου; Πονάμε για το χωρισμό σου, ενώ ξέρουμε πού βρίσκεσαι. Μπορεί το αγιασμένο παρθενικό σου σκήνος να μη βγήκε ακόμη από τα αιώνια νερά, νάναι ακόμη αγιαστικό της αγιορείτικης θάλασσας και πάντων των εν αυτή μα η ωραία σου ψυχή έχει κιόλας τη θέση της ανάμεσα στους Αγγέλους και στους Πατέρες, στους καλούς Ποιμένες της Εκκλησίας, στους Αποστόλους και στους Μάρτυρες του Αρνιού. Σε βλέπω εκεί, να προσπαθείς να κρυφτείς, κρατημένος σαν παιδάκι από το σάκκο του μαρτυρικού Πατριάρχη σου, του Πατριάρχη που σου μετέδωσε την Αρχιερωσύνη. Του Πατριάρχη που συνώδεψες στο φοβερό ταξείδι. Του Πατριάρχη που συνώδεψες στην αιωνιότητα! Και βλέπω τον Χριστό να σε ψάχνει, να σε ζητά ονομαστικά, και να σε στεφανώνει με το ζόρι ο Δικαιοκρίτης και Μισθαποδότης!
Η Μαδαγασκάρη, το Πατριαρχείο του Ευαγγελιστού Μάρκου, η Εκκλησία του Αγίου Νεκτάριου, του προστάτου σου, ο κόσμος της Ιεραποστολής, και μαζί η Αυστραλία, η Ρόδος, τ’ Άγιον Όρος, η Ελλάδα, όσοι σε ζήσαμε από κοντά και σε καταλάβαμε, όσοι έλαχε νάχουμε μια καρδιά συντονισμένη στους παλμούς της δικής σου, θρηνούμε και κλαίμε και πονούμε κ’ υποφέρουμε για το χωρισμό σου. Μαζί με τους σεβάσμιους γονείς σου και τον αδελφό σου. Και πιο πολύ που δεν μας αξίωσες να σου δώσουμε τον τελευταίο ασπασμό. Να φιλήσουμε το καθαρό σου χέρι και να λάβουμε την άγια ευχή σου. Μα και χαιρόμαστε ταυτόχρονα μυστικά, γιατί, «τελειωθείς εν ολίγω, επλήρωσες χρόνους μακρούς. Αρεστή γαρ ην τω Κυρίω η ψυχή σου». Κι εκεί που βρίσκεσαι «μετά πάντων των τω Θεώ ευαρεστησάντων», έχεις λόγο και παρρησία.
Μη με ξεφωνίσεις, Παιδί μου και Αδελφέ και Φίλε και Συλλειτουργέ μου και Πατέρα μου, που κάθισα και διέπραξα ετούτο το γραφτό. Μη με παρεξηγήσει η σεμνότητά σου και η κρυφή σου αρετή. Τώρα πια σε νοιώθουμε ταχυδρόμο των προσευχών και των δεήσεών μας, των δακρύων και των εκ βάθους στεναγμών μας. Κάμε, ακόμα μια φορά, υπακοή στον παλαιό φίλο και επί κάμποσα χρόνια Επίσκοπό σου, ξέχασε όσες πίκρες σε ποτίσαμε -πάντα αμνησίκακος ήσουν- και πάρε τούτο το γραφτό, σαν γράμμα, σαν προσευχή, όπως θέλεις, και προώθησέ το εις τον προς Ον όρον -τον Αρχηγό της Ιεροσύνης μας και Τελειωτή του αγώνος μας. Εκείνος θα καταλάβει… Δυο σπυριά μοσχολίβανο στη μνήμη σου, για τη δική Του δόξα, είναι. Αμήν.-
* Για περισσότερα στο βιβλίο: Μητροπολίτου Προικοννήσου «Νεκτάριος – Ο απόστολος των Μαλαγκάσι», Αθήναι 2010, Εκδ. Επτάλοφος