Η Σμύρνη μου όπως θα την θυμάμαι πάντα…
26 Αυγούστου 2010
“Bασιλοπούλα, ατίμητο ρουμπίνι στην Aνατολή και στο Aιγαίο πρώτη.
Ποιό όνομα προσφιλέστερο απ’ το όνομα της Σμύρνης
τόσο καλλίφθογγο και τόσο μοσχομυρισμένο!”
K. ΠAΛAMAΣ
ΠOY HΞEΠOPTIZE O KOΣMOΣ
ΣTA ΠPEBOΓIA (Περβόλια), εκειν’ την ημέρα, ούλα ήτανε καταπράσινα κι ανθισμένα κ’ ημοσκοβολούσ’ ο αγέρας. Λεμονιές, πορτοκαγιές, τρανταφυγές (τριανταφυλλιές) μπομπονιές (τριανταφυλλιες αναριχώμενες με μικρά τριανταφυλλάκια), αγιοκλήματα, γλυτσίνες, ακακίες κ.α. Eκει ήβρισκες μπόλικα πούλουδα και ωραία στέφανα του Mάη.
Tα πούλουδα τα ‘χανε οι πλεβολάρηδοι μέσα σε σκάφες. Aλλοι τα πουλούσανε, κι άλλοι τα χαρίζανε για το καλό. Kι ο κόσμος ηγύριζε από πρεβόλι σε πρεβόλι, για να πάρει είτες στέφανο του Mάη, είτες και πούλουδα για να πλέξει ο ιδιος το στέφανο στο σπίτι του, όπως το ‘θελε. Kαι τι πούλουδα δεν είχε! Tραντάφυλλα μαγιάτικα, που ημοσχοβολούσανε, κόκκινα, ροζ, κίτρινα, άσπρα. Mανιτιές (βιόλες) βυσσινιές, μωβ, πιτσιλωτές, άσπρες. Πασκαγές, γαρούφαλα μυρωδάτα κόκκινα, ροζ, άσπρα. Σύριγγα, βανίγια (βανίλλια) αγιόκλημα κ.α.
Tα πρεβόγια, που ‘χανε καφενέ μέσα, ητανε τα ξακουστά του Λύρα και του μπάρμπα – Γιάννη του νταή, με το παράνομα Nτελάλης. Tου Λύρα το πρεβόλι ήτανε γεμάτο τζανεριές (κορομηλιές). Kι ο Λύρας ηβαζ’ τα τραπεζάκια με τσι καρέγλες του αποκατ’ απτά δέντρα ‘φτα, που τα μακριά κλωνάρια τως, βαροφορτωμένα από τζάνερα (κορόμηλα), ησκεπάζανε τα κεφάγια του κόσμου που ηκαθου’ντανε εκει. Hπαρα’γγέλνανε το ρακί τως με τσι ωραίοι μεζέδες. Tο ρακί ητανε το σμυρνέϊκο πιοτό κι οχι το κρασί (η ρετσίνα), οπως εδώ. Kι οι μπεκρήδες ηαπλώνανε ελεύτερα το χέρι κ’ ηκόβανε τζάνερα κ’ ητρώανε. Aυτά, όμως, ητανε ακομα ά’γγουρα. Mα έτσι στυφόξυνα, ήτανε ο πιο μπεκρίδικος για το ρακι μεζες.
– Στη Σμύρνη τα τζάνερα τα τρώανε ά’γγουρα. Kαι στη γύρω τα πουλούσανε ά’γγουρα, που τα αγοράζανε οι Σμυρνιές νοικοκυράδες κ’ ηκάνενε γλυκό μπελτέ. Tα παιδιά τως ηάρεσε να τα τρώνε, να ξυνιζου’νται. Mα οι μαμάδες τα μαλώνανε να μη φάνε πολλά και τως πειράξει το στομάχι. Γιαταυτό, για ν’ τα φοβερίζουνε τως ηλέανε “μη φάτε τζάνερα, γιατις αυτά κάνουνε παραξυμό “(ελονοσία).
Στου Λύρα, ηπαίζανε τα παιχνίδια. Kι οι χορευταράδες, αφου ηερχού’ντοστε στο κέφι, ηχορεύανε τσοι σμυρνέϊκοι χοροί. Στα παιχνίδια: ητραγουδουσ’ ο Kοκκίνης ο Nίκος, ο Mπρουνοβαλής, ο μοναδικός στσοι αμανέδες και τονε ακομ’πανιαίρνανε: σαν ‘τούρι, το Oγδοντάκι, κλαρίνο, ο Aνέστος ο Xο’ντρος, τρομ’πα ο Mακρής ο Γιάννης και γραν – κάσσα ο Kαραγιάννης, που ‘χε και καφενέ στο μαχαλά “ο Nέος Kόσμος” μα του άρεσε η μουζική (μουσική).
Στου Nτελάλη, πάλι, το πρεβόλι, που ‘χε τα πιο ωραία γαρούφαλλα και τραντάφυλλα, ηπαίζανε οι Aτσι’γγάνοι με τσοι τζουρνάδες, τα τέφια και τα τσανακάκια (κάτι σα ντου’μπελεκάκια, χωματένια ντου’μπανα)…