Η συγχώρηση των εχθρών του (24 Αυγούστου – μνήμη Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου)
24 Αυγούστου 2010
Ο άγιος Διονύσιος, ο μεγάλος ιεράρχης, που το λείψανο του σώζεται άφθαρτο στην Ζάκυνθο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνήτριας στην Ζάκυνθο.
Η ψυχή του ευφραινόταν στη γαλήνη της ζωής στο μοναστήρι· χόρταινε και γέμιζε χαρά. Μα δεν άργησε να τον βρει μια μεγάλη θλίψη. Κάποιος σκότωσε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Σιγούρο! Είναι εύκολο να φαντασθεί κανείς πόσο πόνεσε η ψυχή του αγίου! Οι άγιοι λυπούνται για το κάθε κακό, που γίνεται στον κόσμο. Πόσο περισσότερο, για τόσο μεγάλα εγκλήματα!
Αλλά να, μια ημέρα έρχεται στο μοναστήρι ένας ξένος έντρομος. Πέφτει στα πόδια του Αγίου και τον καθικετεύει:
-Λυπήσου με, άνθρωπε του Θεού! Κρύψε με. Ψάχνουν να με βρουν! Και αν με βρουν, θα με σφάξουν σαν αρνί! Σώσε με!…
– Γιατί, παιδί μου, Τί κακό έκαμες;
-Σκότωσα άνθρωπο! Λυπήσου με! Κρύψε με! Από στιγμή σε στιγμή φθάνουν! Με έχουν πάρει από πίσω!….
– Ποιοί, παιδί μου; Ποιοί;
– Οι Σιγούροι! Σκότωσα τον αδελφό τους!… Τρέμει ο άγιος από τον πόνο. Δάκρυα τρέχουν στα μάτια του. Και με φωνή σβησμένη ψελλίζει: Και τί σου έφταιξε ο καλός αυτός άνθρωπος;
Μα δεν προχωρεί. Θυμάται τον λόγο του Χριστού: Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Συγχωρείτε και ευεργετείτε τους εχθρούς σας, αν θέλετε να είσθε τέκνα του επουρανίου Πατέρα. Και ακόμα ο άγιος Διονύσιος θυμάται, ότι ήταν πνευματικός πατέρας. Και αγκάλιασε τον φονιά του αδελφού του. Και τον έκρυψε.
Και μετά από λίγο έφθασαν οι αδελφοί του. Με μαχαίρια και τουφέκια. Για να πάρουν εκδίκηση για το χυμένο αίμα.
Σπίθες πετάνε τα μάτια τους. Οργή και μίσος βγαίνει από το στόμα τους. Βράζει η καρδιά τους.
Και ο άγιος προσποιείται, πως συμφωνεί μαζί τους. Και κάνει πως δεν ξέρει τίποτε! Δεν είδε, τάχα, τίποτε! Και δεν άκουσε τίποτε! Θρηνούν και κλαίνε όλοι μαζί. Και μετά; Ο άγιος διώχνει με ευγένεια τα αδέλφια του από το μοναστήρι. Τους δείχνει τόπους μακρινούς, που τάχα θα μπορούσε να είναι κρυμμένος ο φονιάς. Και εκείνοι τρέχουν! Να τον βρουν!..
Όταν πια εκείνοι ήταν μακριά, ο άγιος πηγαίνει κοντά στον εχθρό του, τον φονιά του αδελφού του. Και με λόγια γεμάτα αγάπη και καλωσύνη και συγγνώμη, προσπαθεί να μαλακώσει την σκληρή καρδιά του φονιά! Ο φονιάς πέφτει στα πόδια του. Και ζητεί συγγνώμη. Και υπόσχεται ότι θα μετανοήσει ειλικρινά. Και ο άγιος τον συγχώρεσε, και όχι μόνο αυτό. Του είπε:
– Φύγε μακριά! Σε ξένα μέρη. Να μη μπορούν πια να σε βρουν οι Σιγούροι. Και ζήσε εκεί με μετάνοια. Για να σε ελεήσει ο Θεός.
Μα δεν περιορίστηκε σ’ αυτό ο άγιος. Φρόντισε και με δική του βάρκα να τον στείλει μακριά. Και τον συνόδευσε, μέχρι που αναχώρησε. Σαν να ήταν φίλος του. Και του έδωσε τροφές για το ταξίδι. Και χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες στην ξενιτιά!
Ποιός δεν θαυμάζει τον άγιο Διονύσιο για την πράξη του αυτή; Ποιός δεν το καταλαβαίνει, ότι αυτή είναι η αληθινή αγάπη για τους εχθρούς μας;
Τί απολογία θα δώσουμε εμείς, που όχι μόνο δεν ευεργετούμε τους εχθρούς μας, αλλά ούτε καν τους συγχωράμε; ή και, ακόμη χειρότερα, τους βρίζουμε και τους καταριόμαστε;