Η Οσιομάρτυς Μεγαλόσχημη Μοναχή Ελένη του Τσίν (+ Σεπτέμβριος 1977) [μέρος 1ο]
20 Αυγούστου 2010
Ιερομ. Σάββα Βατοπαιδινού
Πρόλογος Ρωσικής εκδόσεως
Σ’ αυτή τη μάταιη και αμαρτωλή ζωή όπου υπάρχουν πολλές θλίψεις και πολλοί πειρασμοί, στην οποία βασιλεύει η αρρώστια της αμαρτίας και της κακίας, όλοι είμαστε άρρωστοι και στο σώμα και στην ψυχή. Μερικές φορές όταν συναντάς έστω και ελάχιστη αγάπη και καλοσύνη, χωρίς να το θέλεις σε προσελκύει ο άνθρωπος σαν με κάποια αόρατα δίκτυα, διότι από αυτόν εξέρχεται η έμπνευση της χάριτος. Όλοι μας έχουμε στη διάθεσή μας τους βίους και τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας μας, όμως πρέπει να πούμε ότι η πεινασμένη ψυχή χορταίνει περισσότερο με την επαφή με αγίους της εποχής μας και με ζωντανά σύγχρονα παραδείγματα αρετής.
Πριν αρκετά χρόνια μιλώντας με ένα χριστιανό της ενορίας μας έμαθα πως ο Γέροντας της γυναικείας μονής στην Τσάλκα, ο π. Δημήτριος Τελιανίδης (νύν αρχιμανδρίτης Σάββας) θεραπεύει αρρώστους με την ευχή του Ιησού. Τον καιρό εκείνο διάβαζα με επιμέλεια βιβλία περί της νοεράς προσευχής. Αμέσως γεννήθηκε μέσα μου μεγάλη επιθυμία να τον επισκεφθώ μαζί με άλλους χριστιανούς της ενορίας μου. Από τον πνευματικό πατέρα μου τον π. Ζουράμπ Ανθάδζε άκουσα ότι ο π. Δημήτριος είναι πολύ ξακουστός εργάτης της ευχής. Πήρα ευλογία από τον πνευματικό μου για να τον επισκεφθώ μαζί με τον δεκάχρονο γυιό μου, ο οποίος τότε ήταν άρρωστος και είχε ανάγκη θεραπείας.
Ήταν χειμώνας και αργά το βράδυ, όταν πήγαμε στο δήμο Ίσανη της Τιφλίδας εκεί που έμενε τότε ο Γέροντας Σάββας σε μία πολυκατοικία. Στο διαμέρισμα ήταν πολύς κόσμος και κρατήσαμε τη σειρά μας. Διάβαζαν τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου αδιάκοπα. Πολλές εικόνες, πολλά αναμμένα καντήλια και πολλά κεριά βρίσκονταν στο διαμέρισμα. Βασίλευε προσευχητική διάθεση. Περιμένοντας τη σειρά μας, μάθαμε πολλές περιπτώσεις θεραπείας αρρώστων που οι γιατροί δεν τους έδιναν ελπίδες. Τελικά ήλθε η σειρά μας. Ο Γέροντας καθόταν σε μία μικρή πολυθρόνα λέγοντας χαμηλόφωνα την ευχή του Ιησού. Με τα δάχτυλά του σταύρωνε τα πονεμένα μέρη του σώματος και κάπου-κάπου ρωτούσε τον ασθενή πώς αισθανόταν. Κοντά μας κάθονταν άλλοι άρρωστοι που προσκυνούσαν το σταυρό του Γέροντα με τη σειρά τους. Αυτά όλα ήταν αξέχαστα για μένα.
Κοίταζα τα παιδιά, τους γέρους και τις γυναίκες οι οποίοι ήταν βασανισμένοι από τις ασθένειές τους και σκεφτόμουν πως σήμερα που τόσο έντονα διαφημίζονται οι ιατρικές επιτεύξεις, η Εκκλησία με τα χέρια των αληθινών δούλων της θεραπεύει χωρίς αμοιβή ανίατα νοσήματα, και αυτό το κάνει όχι μόνο για τα τέκνα της, αλλά και για τους απίστους.
Μετά από μερικές επισκέψεις στον Γέροντα Σάββα, πήρα μαζί μου και την μητέρα μου και την πεθερά μου. Κατά τη διάρκεια αυτών των επισκέψεων στις συνομιλίες μου με τον Γέροντα έμαθα ότι έχει γραμμένες κάποιες μοναδικές σημειώσεις για κάποια Γερόντισσα Ελένη την οποία γνώριζε ο Γέροντας. Τον παρακάλεσα να μου τις δείξει. Δεν αρνήθηκε. Με μεγάλη συγκίνηση ξεφύλλισα τα παλιά λιωμένα φύλλα στα οποία το κείμενο ήταν γραμμένο με τη γραφομηχανή. Όπως μου είπε ο Γέροντας αυτά γράφτηκαν πριν πολλά χρόνια και μερικά φύλλα λιώσανε ή χάθηκαν. Πήρα ευλογία από τον Γέροντα και έκανα αντίγραφα. Όλη τη νύχτα αδιάκοπα διάβαζα τις σημειώσεις αυτές. Μπροστά μου αποκαλύφθηκε η ιστορία και ο βίος της αφανούς για τους χριστιανούς μοναχής Ελένης, η οποία ασκήτευε στα βουνά της Αμπχαζίας. Eίναι αδύνατο να εκφράσω εκείνη την κατάσταση που αισθανόμουν όταν διάβαζα αυτή την ιστορία. Μου γεννήθηκε μεγάλη επιθυμία να δημοσιεύσω και εκδώσω και αυτό το βιβλίο. Γι’ αυτό πήρα την ευλογία του Γέροντα και άρχισα με επιμέλεια και κόπο. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ειλικρίνεια της διηγήσεως σ’ αυτή την ιστορία περί της Χριστιανικής αγάπης που σπάνια τη συναντάς. Αυτό είναι μία από τις φωτεινές σελίδες της ιστορίας της Γεωργιανής Εκκλησίας.
Εκείνον τον καιρό παρ’ όλες τις καταπιέσεις της κρατικής Κομμουνιστικής μηχανής χριστιανοί διαφορετικής εθνικότητας έμεναν και δούλευαν μαζί, βαστάζοντας αλλήλους και έτσι τήρησαν τις εντολές του Χριστού.
Ο Γέροντας Σάββας μου έλεγε πως δεν είχε διαβάσει, ούτε ακούσει παρόμοια θαύματα σαν αυτά που είδε με τα μάτια του κοντά στη Γερόντισσα Ελένη· αλλά μόνο ελάχιστα από αυτά τα παράδοξα γεγονότα κατέγραψε.
Γενικά βιογραφικά στοιχεία.
Η Μεγαλόσχημη μοναχή Ελένη γεννήθηκε το 1889 στην πόλη Πένζα. Είχε δύο αδελφούς και δύο αδελφές. Ο παππούς της καταγόταν από την Κύπρο και είχε παντρευτεί στη Ρωσία. Η Ελένη όταν ήταν πέντε χρονών αρρώστησε βαριά. Οι γονείς της απελπισμένοι την πήραν σε κάποιο μοναστήρι, στην πόλη Πσκώβ, στο οποίο με τη χάρη του Θεού έγινε εντελώς καλά. Ευχαριστημένοι την άφησαν εκεί, όπου πέρασε και τα παιδικά της χρόνια. Μεγάλωσε στην υπακοή και πολύ νέα έγινε μοναχή. Η αδελφή της η Νίνα όταν έγινε δώδεκα χρονών έγινε κι αυτή μοναχή στην ίδια μονή.
Όταν οι κομμουνιστές άρχισαν τις διώξεις κατά της Εκκλησίας, το μοναστήρι αυτό κλείστηκε αμέσως. Οι αδελφές μετακόμισαν στη Μόσχα, κοντά στον τότε Πατριάρχη Τύχωνα, όπου υπηρετούσε ο κατά σάρκα αδελφός τους Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ.
Τον καιρό εκείνο η Γερόντισσα Ελένη μετά από ασθένεια εισήχθη στο νοσοκομείο στη Μόσχα, και της αφαίρεσαν έναν νεφρό. Μετά την εγχείριση οι γιατροί την συμβούλευσαν να πάει στην Γεωργία, στην πόλη Σοχούμ, σε τόπο που δεν έπρεπε να ήταν ούτε ψηλά στα βουνά, ούτε κοντά στη θάλασσα. Πριν από τη συμβουλή των γιατρών εμφανίστηκε η Θεοτόκος στην Γερόντισσα και της έδειξε την τοποθεσία, που θα έμενε. Μετά τη σύσταση των γιατρών ο αδελφός της, ο Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ πήγε στο Σοχούμ για να βρεί ένα σπίτι για τη Γερόντισσα Ελένη. Ψάχνοντας συναντήθηκε με τους Έλληνες, οι οποίοι κατοικούσαν στο χωριό Τσίν. Αυτοί τον πήραν και του έδειξαν μία έρημη περιοχή, όπου έμεναν μερικοί μοναχοί και εκεί αγόρασαν ένα μικρό κελλί.
Το 1921 η Γερόντισσα Ελένη ήρθε σ’ αυτή την τοποθεσία, που λεγόταν Τσίν. Έτσι ονομάστηκε η μοναχή του Τσίν.
Στο ασκητήριο στο Τσιν (Chin).
Στην αρχή της διαμονής ήταν πολύ δύσκολα στην έρημο, επειδή οι άνθρωποι ήταν άγνωστοι. Ο Θεός όμως αγαπά τους δούλους του. Σύντομα με τη βοήθειά του οι χριστιανοί γνωρίστηκαν με τη Γερόντισσα, άρχισαν να την σέβονται, να την αγαπούν και να την βοηθούν στις ανάγκες της. Η αδελφή της Νίνα στην αρχή πήγε στο Αστραχάν κοντά στον αδελφό της Αρχιεπίσκοπο Φίλιππο και εκεί υπηρετούσε. Μετά τη σύλληψη του Φιλίππου η Νίνα ήλθε κοντά στη Γερόντισσα Ελένη και αγωνίστηκαν μαζί. Έτσι οι δύο αδελφές ζούσαν πολύ σεμνά και είχαν πολλή αγάπη μεταξύ τους. Προσφωνούσε η μία την άλλη «αδελφούλα» και έκαναν υπακοή μεταξύ τους.
Το κελλί τους στην έρημο έγινε σαν το νοσοκομείο, επειδή οι άρρωστοι που δεν μπορούσαν να γιατρευτούν κάπου αλλού, ερχόντουσαν εκεί και οι αδελφές τους θεράπευαν με την ευχή τους και τη Χάρη του Θεού. Έμειναν εκεί μέχρι το 1932.
Διήγηση θαυμάτων
Α. Η εμφάνιση του Χριστού.
Η Γερόντισσα Ελένη και η αδελφή της Νίνα είχαν μεγάλη απλότητα και πίστη και έτσι έζησαν πολλά θαυμαστά γεγονότα και δέχθηκαν από τον Θεό πληροφορίες με οπτασίες και οράματα. Μία μέρα το 1932, ώρα δέκα το πρωί, εμφανίστηκε σ’ αυτές ένας παπάς με το σταυρό, ήταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός και τους είπε το μέλλον όλου του κόσμου. Ότι τα μοναστήρια θα κλεισθούν και θα αρχίσουν να εξορίζουν όλους τους μοναχούς. Τότε οι Γερόντισσες ρώτησαν το Σωτήρα: «Πάτερ, θα στείλουν και εμάς στην εξορία;». Έμαθαν ότι θα υποφέρουν πολύ, όμως ο λαός που κατοικεί εκεί θα τις υπερασπιστεί. Ο Κύριος ήταν μαζί τους μέχρι τη δύση του ήλιου. Οι Γερόντισσες είχαν μία τσαγιέρα, η οποία έλαμπε σαν το χρυσάφι. Φεύγοντας από το κελλί τους ο παπάς αυτός τους είπε: «Αδελφές, θα πάρω αυτήν την τσαγιέρα». Του απάντησαν: «Πάρτην, πάρτην, πάτερ». Μόλις την πήρε στο χέρι του εξαφανίστηκε.
Β. Ἡ συμφιλίωση μέ τήν φύση
Η Γερόντισσα Ελένη και η αρκούδα.
«Καρδία ἐλεήμων – διδάσκει ὁ ὅσ. Ἐφραῖμ ὁ Σῦρος – εἶναι καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως. Ἥγουν ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζώων… καί διά τοῦτο καί ὑπέρ τῶν ἀλόγων ζώων εὔχεται… καί ὑπέρ τῶν ἐρπετῶν, ὡς ἐκ τῆς πολλῆς αὐτῆς ἐλεημοσύνης» (Βλαδιμήρου Λόσκυ, «Μυστική Θεολογία», σελ. 105).
Ο άγιος έχει «καρδία ελεήμονα» και αγάπη προς τα δημιουργήματα του Θεού.Και η νηστεία κάνει το σώμα «διάφανο και ανάλαφρο όμοιο με το σώμα του Αδάμ πρίν την πτώση».Έτσι τα ζώα « οσφραίνονται πάνω του την καλή μυρωδιά του Αδάμ»(Ειρ.Γκοραίνωφ – Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ)
Στό Βίο τοῦ οσ. Σεραφείμ του Σάρωφ διαβάζουμε για την φιλία του με μία αρκούδα, η οποία έπαιρνε ψωμί ἀπο το χέρι του και του έφερνε άγριο μέλι! (Εἰρ. Γκοραϊνωφ αὐτ., σελ. 66).
Στό Βίο τῆς μακαρίας Ἑλένης μαρτυρεῖται μία παρόμοια ειρηνική σχέση.
Kάποια μέρα πήγε μία αρκούδα στη μοναχή Ελένη και της έδειξε το πόδι της. Η Γερόντισσα είδε ότι υπήρχε μία ακίδα και πρήστηκε. Όταν με τη τσιμπίδα έβγαλε την ακίδα, η πληγή άρχισε να τρέχει πύο και μετά μαύρο αίμα. Η Γερόντισσα με τα χέρια της έστυψε καλά το ακάθαρτο αίμα, έκανε επίδεση και την άφησε να φύγει. Έπειτα από μερικές μέρες η αρκούδα επανήλθε στη Γερόντισσα και της έκανε πάλι επίδεση. Σύντομα θεραπεύτηκε και άρχισε να διανυχτευρεύει δίπλα στο κελλί.
Η Γερόντισσα Ελένη φρόντιζε την αρκούδα. Μάζευε διάφορα αγριόχορτα τα έβραζε και τα αναμίγνυε με το αλεύρι και την τάϊζε. Αν οι μοναχές δεν προλάβαιναν να βράσουν κάτι και να ετοιμάσουν την τροφή της, η αρκούδα ερχόταν και γρατσούνιζε την πόρτα μέχρι να ανοίξουν για να της δώσουν ένα κομματάκι ψωμί.
Κάποτε ήρθε η αρκούδα και έφερε καλαμπόκι από ξένο χωράφι. Η Γερόντισσα της είπε: «Γιατί πειράζεις τους φτωχούς; Δεν βλέπεις ότι πεινασμένοι καλλιεργούν τα χωράφια τους; Εσύ έρχεσαι εδώ και μας φέρνεις κλεμμένα; Μην φέρεις πλέον». Έπειτα έφερε ένα κλαδί με φρούτα και έγινε εντελώς ήμερη. Αυτό το ήξεραν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Όταν έρχονταν άνθρωποι στις μοναχές, συχνά έβλεπαν την αρκούδα, που ήταν πολύ μεγάλη και φοβόντουσαν. Κάθε φορά έλεγαν στην Γερόντισσα: «Εμείς φοβόμαστε την αρκούδα». Οι χωρικοί σέβονταν την Γερόντισσα και οι κυνηγοί της έγραψαν το εξής: «Γερόντισσα Ελένη ακούσαμε ότι έχετε μία αρκούδα. Εμείς ερχόμαστε για κυνήγι και τυχαία μπορεί να τη σκοτώσουμε. Σας παρακαλούμε κάντε της περιλαίμιο για να την γνωρίσουμε». Η Γερόντισσα ετοίμασε το περιλαίμιο, πήρε στο χέρι της το γράμμα των κυνηγών και είπε στην αρκούδα: «Ακουσε τί έγραψαν οι κυνηγοί για σένα», και της διάβασε το γράμμα τους. «Νά, θα έρθουν και θα σου κάνουν μπούμ». Η αρκούδα έσκυψε τα αυτιά της δείχνοντας ότι κατάλαβε. Η Γερόντισσα της έδεσε το περιλαίμιο και από τότε έτσι περπατούσε για 8-9 χρόνια μέχρι που κάποιοι ληστές την σκότωσαν.
Γ. Η σωτήρια επέμβαση της Παναγίας.
Ας γυρίσουμε όμως στην αφήγησή μας. Το έτος 1937 συνέλαβαν τη Γερόντισσα Νίνα και την φυλάκισαν. Στην φυλακή, στη Τσάκβη, πέρασε 8 χρόνια. Ήθελαν να φυλακίσουν και την Γερόντισσα Ελένη. Με το θέλημα του Θεού αρρώστησε βαριά. Το πλήθος την υπερασπιζόταν και έλεγε: «Μην την παίρνετε. Έτσι και αλλιώς πεθαίνει». Η αρρώστια συνεχίστηκε αρκετό καιρό και οι άνθρωποι την επισκέπτονταν και την περιποιούνταν.
Το 1946 συνέβη το εξής. Κάποτε ήρθαν μερικοί κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι βοηθούσαν την Γερόντισσα στο κελλί της και άναψαν τη σόμπα για να μαγειρέψουν. Λόγω της μεγάλης ανομβρίας και της ξηρασίας από την καπνοδόχο άρχισε να καίγεται η στέγη. Η Γερόντισσα Ελένη άκουσε το θόρυβο της πυρκαγιάς και κατάφερε με τα τέσσερα να βγεί στην αυλή. Βλέποντας τη φωτιά άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί τη Θεοτόκο: «Παναγία μου αν καεί το σπίτι θα πεθάνω στο δρόμο, επειδή κανείς δεν θα με πάρει στο σπίτι του». Τότε όποιος έκρυβε μοναχό στο σπίτι του τον δίκαζαν πολύ αυστηρά οι κομμουνιστές. Τότε παρουσιάστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος με το βρέφος στο χέρι της και ευλόγησε το σπίτι, έσβησε τη φωτιά και θεράπευσε τελείως τη Γερόντισσα. Η Μητέρα του Θεού της αφηγήθηκε τα μέλλοντα του κόσμου, της είπε τί μπορούσε από αυτά να πεί στους ανθρώπους και τί πρέπει να κρύψει. Την διέταξε: «Εδώ θα στήσετε το σταυρό και μετά από καιρό θα γίνει Εκκλησία».
πηγή: Πνευματικά Θησαυρίσματα