Μέσ᾽ στήν καρδιά της σιωπής ο μαθητής του Κόντογλου, Ράλλης Κοψίδης
19 Αυγούστου 2010
Έφυγε, αθόρυβα, από τον κόσμο τούτο ο Ράλλης Κοψίδης, ὁ ζωγράφος μὲ ἕνα τεράστιο ἔργο ποὺ συνιστᾶ ἕνα σπουδαῖο κεφάλαιο στὴν ἱστορία τῆς τέχνης τοῦ τόπου μας.
Γεννήθηκε στὴ Λῆμνο, στὸ Κάστρο, τὸ 1929. Εἶχε καταγωγὴ ἀπὸ Ἀλεξανδρούπολη. Ἔφτασε στὴν Ἀθήνα τοῦ 1950 γιὰ νὰ σπουδάσει στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Λίγα χρόνια μετὰ τὸν ἐμφύλιο, σὲ μία πόλη φτώχειας, σὲ ἕνα κράτος ποὺ προσπαθεῖ νὰ διαμορφώσει τὸ μεταπολεμικό του πρόσωπο. Ἀμέσως μετὰ τὶς σπουδές του στὴν Καλῶν Τεχνῶν, στὸ ἐργαστήριο τοῦ Ἀνδρέα Γεωργιάδη, ἔγινε μαθητὴς τοῦ Φώτη Κόντογλου. Μαζὶ ἁγιογράφησαν ἐκκλησίες. Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς μεγαλύτερης ζήτησης βυζαντινῆς ζωγραφικῆς στοὺς ὀρθόδοξους ναοὺς τῆς Ἑλλάδας καὶ ὁ Κόντογλου δούλευε μὲ τοὺς Βαμπούλη, Γεωργακόπουλο καὶ Κοψίδη.
Ἀλλὰ ἡ ζήτηση ὑπῆρχε καὶ στὸ ἐξωτερικό. Ὁ Κοψίδης ἱστόρησε τὸ ναὸ στὸ Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ Chambesy τῆς Γενεύης ἀλλὰ ζωγράφισε καὶ στὸ μοναστήρι τοῦ Cheverogne τοῦ Βελγίου.
Ἀπὸ τὸ 1958 παρουσιάζει τὴ δουλειά του σὲ ἀτομικὲς ἐκθέσεις στὴν Ἀθήνα στὴ γκαλερἰ Τέχνη (1958), στὴν Ὥρα (1969, 1973, 1976, 1978), Κρεωνίδη, 1978, Αργώ (1982), ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Εὐρώπη. Ἡ μεγάλη του ἀναδρομικὴ ἔγινε στὴν Ἐθνικὴ Πινακοθήκη τὸ 1989. Εἰκονογράφησε βιβλία, ἔγραφε τὶς δικές του ἱστορίες ποὺ εἰκονογραφοῦσε, ἀλλὰ ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ Κάνιστρο.
Σύμφωνα μὲ τὴν Ἀθηνᾶ Σχινᾶ ὁ Κοψίδης «ἀφηγεῖται, συνταιριάζει, συναιρεῖ καὶ διαστέλλει στὸν χρόνο, τοὺς ρυθμοὺς καὶ τοὺς τρόπους μίας συμβίωσης παραδοξοτήτων καὶ ἀντιθέσεων. Οἱ εἰκόνες του λειτουργοῦν ὡς μία μεταφορικὴ γλώσσα ἐννοιῶν, ποὺ ἐμπεριέχει συμβολισμούς, ἀλληγορίες, ἕνα ἄρωμα λεπτῆς εἰρωνίας καὶ μία κριτικὴ διάσταση, ἡ ὁποία δὲν ἀναστέλει τὴν ποιητικὴ κι ἐλεγειακὴ ἀτμόσφαιρα τῶν ἔργων του. Οἱ φόρμες του ὁλοκάθαρες, πειστικές, ζωντανὲς καὶ ὑποβλητικὲς συνεγείρουν τὸ αἴσθημα καὶ τὴν εὐλαβικὴ ἀναπόληση. Δὲν ἀφήνουν ὅμως τὴ σύνθεση νὰ καθηλωθεῖ στὴν γραφικότητα, γιατὶ ὁ διάλογος ποὺ ἀνοίγει σ᾽ αὐτὲς τὶς εἰκαστικὲς αὐλαῖες του, εἶναι ἕνας διάλογος ὑπερβάσεων τοῦ ὁρατοῦ» (κατάλογος ἀναδρομικῆς ἔκθεσης τοῦ Κοψίδη, Δῆμος Πατρέων, Δημοτικὴ Πινακοθήκη 6 Ἀπριλίου-16 Μαΐου 1994, σ. 11). Κατὰ τὴν κριτικὸ τέχνης, μιλάει στὶς ἱστορίες του γιὰ τὶς πληγὲς τῆς Ρωμιοσύνης, τοὺς καημούς καὶ τοὺς πόθους της.
Ὁ Κοψίδης εἶχε ἕνα μοναδικὸ ὕφος, ἀφοῦ μαθήτευσε μὲ συνέπεια στὸν μεγαλύτερο δάσκαλο βυζαντινῆς ἁγιογραφίας τοῦ νεοελληνισμοῦ, τὸν Κόντογλου, ἀλλὰ στὴ συνέχεια, ἀφομοιώνοντας τὰ ἀρχαῖα πρότυπα, πέρασε σὲ ἕνα δικό του, πολὺ προσωπικὸ ἰδίωμα ποὺ παραμέμπει στὸν ὑπερρεαλισμὸ χωρὶς νὰ χάνει τελικὰ ποτὲ τὴ ρίζα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἡ ἱστόρηση τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὸν Κοψίδη τὸ 1988 προσπαθεῖ νὰ ὑπερβεῖ παλαιότερες ἀπεικονίσεις, εἰσάγοντας σουρεαλιστικὰ στοιχεῖα στὸν πίνακα, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀποδομεῖ ἢ νὰ ἐκμηδενίζει τὸ πρότυπο.
Ζοῦσε σχεδὸν ἐρημικὰ στὴ Γλυφάδα, χωρὶς νὰ ἀξιώνει κανέναν προβολέα να πέφτει ἐπάνω του. Ἡ σπουδὴ στὸ ἔργο του, θεωρῶ ὅτι εἶναι ὑποχρέωση κάθε νέο εἰκαστικὸ καὶ ὄχι μόνο καλλιτέχνη. Ἰδίως, ὅμως, τὸ μέγα μάθημα τοῦ Κοψίδη ἀπευθύνεται σὲ κάθε φιλόδοξο ἁγιογράφο ποὺ θέλει νὰ πειραματιστεῖ μὲ τὴ φόρμα καὶ τὸ χρῶμα.
Τὀ ἀπόσταγμα γιὰ τὴν τέχνη του, νομίζω βρίσκεται στὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ καὶ τὸ διαβάζω στὸν κατάλογο τῆς ἀναδρομικῆς ἔκθεσης μὲ ἔργα τοῦ Κοψίδη στὴν Πάτρα, τὴ Δημοτικὴ Πινακοθήκη 6 Ἀπριλίου-16 Μαΐου 1994.
Τὰ ἀνεξήγητα
Ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν ζωγραφική, τὰ λόγια φεύγουν μέσα ἀπ᾽ τὰ χέρια μου. Πετοῦν σὰν σιωπηλὰ πουλιὰ καὶ χάνονται μακρυά.»
Γράψε δυὸ λόγια γιὰ τὴν ζωγραφική», σημαίνει: ἔμπα μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τῆς σιωπῆς γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ζωγραφική.
Κι ἀφοῦ ἀντικρύσεις τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια, τὰ νομιζόμενα καὶ οὐ βλεπόμενα, κατανοεῖς τὴν πτωχεία τῶν λέξεων, τὴν ἀνεπάρκεια τῆς λογικῆς.
Τὸ πρόβλημα ὑπάρχει μέσ᾽ τὴν καρδιὰ τῶν ἐποχῶν: Πόσο εἶναι μπορετὸ νὰ ἑρμηνεύσεις; Κατανοῶντας τὸ ἀνυπέρβλητο, κάθομαι σὲ μιὰ πέτρα ἔξω ἀπ᾽ τὴν κεκλεισμένη θύρα τοῦ νοητοῦ κήπου, ὅπου μαντεύω τὰ εὐφρόσυνα ἄνθη χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ τ᾽ ἀντικρύσω, καὶ συλλογιέμαι τὴν δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος. Δέος μὲ κυριεύει μπροστὰ σ᾽ αυτό. Κι ἔτσι πιάνω καὶ ζωγραφίζω. Δουλεύω σ᾽ αὐτὴν τὴν τέχνη τῆς σιωπῆς, ἀπὸ τότε ποὺ θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου, παιδὶ σ᾽ ἕνα μακρυνὸ νησί, κι ἔπειτα σ᾽ ἕνα θρακιώτικο ἀκρογυάλι μὲ τὴν βαθύτατη ἐπίγνωση πὼς κι ἡ ἁπλὴ γειτονία κι ἡ ἁπλὴ προσέγγιση σ᾽ ἕναν τέτοιο κῆπο εἶναι δώρημα μέγα καὶ πρέπει νὰ εἶμαι ἕτοιμος πάντα γιὰ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ. Καὶ ἴσως, ποιός ξέρει, ὅταν ὁ ζόφος κάπως λιγοστέψει, κι ἀνοίξουν στιγμιαῖα οἱ οὐρανοί, ν᾽ ἀξιοποιηθεῖ κι ἐγώ, ὁ τῶν σχημάτων καὶ χρωμάτων θηρευτὴς καὶ θεωρὸς τῶν ἀνεξήγητων, ν᾽ ἀκιωθῶ τὴν πολυπόθητη ἐνατένιση…
Στὸ μεταξὺ διάγω κι ἐγὼ ἐν μεγίστῃ ἀπορίᾳ, ὅπως ὅλοι, ὑπηρετώντας τὴν τέχνη τῆς Σιωπῆς, κατὰ νοῦν ἔχων πάντοτε τὰ πανάρχαια ἀρχέτυπα.
Αὐτὰ ποὺ ὅλοι οἱ ζωγράφοι ὀνειρεύονται νὰ προσεγγίσουν. Ὅλοι, πιστέψτε με, ὅλοι.
Ράλλης Κοψίδης
1992, Γλυφάδα
Ὁ Θεὸς ἂς τὸν ἀναπαύσει!