Τι είναι η Θεία Ευχαριστία;
17 Αυγούστου 2010
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διακηρύσσει πώς κοινωνούμε πραγματικά το σώμα και το αίμα του Κυρίου (Ματθ. κστ’ 26-28. Μάρκ. ιδ’ 22-24. Λουκ. κβ’ 15-20. Ιω. στ’ 51-56. Α’ Κορ. ια’ 24-26).
Δέχεται πώς η ευχαριστία είναι ανάμνηση του πάθους του Χριστού (Λουκ. κβ’ 19. Α’ Κορ. ια’ 24-25), αλλά δεν δέχεται πώς είναι μόνο ανάμνηση!
Ο Χριστός εξετέλεσε τη θυσία Του «εφάπαξ» (Εβρ. Ζ’ 27. θ’ 12.28), επομένως η θυσία αυτή δεν επαναλαμβάνεται. Όμως ο ίδιος ο Κύριος προσφέρει το σώμα Του και το αίμα Του πριν από τη μοναδική θυσία του Γολγοθά (Ματθ. κστ’ 26-28. Μαρκ. ιδ’ 22-24. Λουκ. κβ’ 19-20) και δίνει εvτoλή στους μαθητές Του να κάνουν και αυτοί το ίδιο μέχρι τη δευτέρα Του παρουσία, δηλώνovτας πώς η «βρώσις» του σώματός Του και η «πόσις» του αίματός Του είναι απαραίτητα για τη σωτηρία (Ιω. στ’ 31-50. Α’ Κορ. ια’ 23-29).
Πώς είναι δυνατόν να τελεσθεί η θεία ευχαριστία πριν από τη σταυρική θυσία του Κυρίου; Τούτο καλύπτεται βέβαια από το μυστήριο! Όμως η θεία ευχαριστία, πού ετέλεσε ο Χριστός πριν από τη θυσία του, αποτελεί «μυστηριακή μετοχή» στη μία και μοναδική θυσία του Γολγοθά.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη θεία ευχαριστία πού τελεί η Εκκλησία: είναι μετοχή της μιας και μοναδικής θυσίας πού πρόσφερε ο Χριστός. Οι ιερείς της Εκκλησίας οικονόμοι των μυστηρίων Του είναι διάκονοι του Χριστού, (Α’ Κορ. Δ), προσφέρουν αληθινή θυσία πάνω στο θυσιαστήριο της Εκκλησίας (Εβρ. ιγ’ 10), πού ονομάζεται μάλιστα και «τράπεζα του Κυρίου», η οποία αντιπαραβάλλεται με το ιουδαϊκό και το ειδωλολατρικό θυσιαστήριo (Α’ Κορ. ι’ 16-21).
Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται πώς η τέλεση της θείας ευχαριστίας την οποία παρήγγειλε ο Xριστός να τελούμε πάνω στο Χριστιανικό θυσιαστήριo (Εβρ. ιγ’ 10), είναι η «θυσία καθαρά», η οποία προφητεύτηκε (Μαλαχ. α’ 11). Δεν είναι επανάληψη της θυσίας του Xριστoύ, αλλά μυστηριακή μετοχή στη μία και μοναδική θυσία, ώστε τα επί μέρους μέλη (Ρωμ. ιβ’ 5. Έφεσ. δ’ 25) να ενώνονται και να συγκροτούν το ένα σώμα (Εφεσ. δ’ 4. Α’ Κορ. ι’ 17).
Έτσι με τη θεία ευχαριστία, με τη μετοχή του ανθρώπου στη θεία Ζωή (Ιωαν. ιδ’ 6. Β’ Πέτρ. α’ 4), εκπληρώνεται ο σκοπός της θείας οικονομίας, δηλαδή η εν Xριστώ κοινωνία, πού είναι η σωτηρία του ανθρώπου (Ιωαν. στ’ 53-54. ια’ 52. ιζ’ 21-23).
Η συμμετοχή στη θεία ευχαριστία δεν είναι μέσο για ενότητα, αλλά έκφραση, φανέρωση της ενότητας στο ένα σώμα του Xριστoύ. Γι’ αυτό και τα σχίσματα αποτελούν τραύματα στο σώμα της Εκκλησίας δεν εκφράζουν το αληθινό νόημα της θείας ευχαριστίας (Α’ Κορ. α’ 13. ι’ 16-18. 18-23).
Αυτό είναι το δόγμα της αγίας Γραφής στο θέμα της θείας ευχαριστίας. Τούτο μαρτυριέται από τον αλάνθαστο ερμηνευτή της αγίας Γραφής, την Εκκλησία (Α’ Τιμ. γ’ 15) στους μεταπoστoλικoύς χρόνους, όπως αποδεικνύουν τα πρωτοχριστιανικά κείμενα.
Η «Διδαχή» (90-110 μ.Χ.) αναφέρεται στη «θυσία καθαρά» του Μαλαχίου (α’ 11) και την ταυτίζει με την ευχαριστία (Διδαχή XIV,1). Ο άγιος Ιγνάτιος (†11O) προτρέπει: «Σπουδάσατε ουν μιά ευχαριστία χρήσθαι μία γάρ σάρξ του Κυρίου ημών Ιησού Xριστoύ, και εν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού, εν θυσιαστήριoν ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτερίω και τοίς διακόνοις, τοίς συνδούλοις μου, ίνα ο εάν πράσσητε, κατά Θεόν πράσσητε» (Iγν., Φιλαδ. 4).
Ο Ioυστίνoς (†163/167) συνδέει την θεία ευχαριστία με την «θυσίαν καθαράν» (Μαλαχ. α’ 11. Ioυστ., Διάλ. πρός Τρύφ. 41,2-3) και υπογραμμίζει πώς δεν είναι κοινός άρτος και «κοινό πόμα», αλλά «δι’ ευχής λόγου» ο άρτος και ο οίνος γίνονται «αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν» (Ιoυστ., Αποκ. 66,2). Mάλιστα προσθέτει: «εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι», δηλαδή αυτό δεν είναι άποψη του Ioυστίνoυ, αλλά διδασκαλία της Εκκλησίας.
Ο Ειρηναίος (†220) αναφέρει ακόμη και την «επίκληση» του Αγίου Πνεύματος για τη μεταβολή του άρτου σε σώμα και του οίνου σε αίμα του Xριστoύ. «Εάν λοιπόν το περιεχόμενο του ποτηρίου και ο ετοιμασμένος άρτος δεχθούν το λόγο του Θεού και η ευχαριστία γίνει σώμα Χριστoύ, ώστε η ουσία της σάρκας μας να ανυψώνεται και να στηρίζεται, πώς μπορούν να λέγουν ότι η σάρκα δεν μπορεί να λάβει τη χάρη του Θεού, πού συνίσταται στην αιώνιο Ζωή, αφού τρέφεται από το αίμα και το σώμα του Κυρίου και γίνεται μέλος;» (Ειρην., Κατά αιρ. V, 2.3).
«Ο άρτος πού προέρχεται από τη γη, αν λάβει την επίκληση του Θεού, δεν είναι πλέον άρτος, αλλά όπως η ευχαριστία συνίσταται από δύο στoιχεία, ένα γήινο και ένα ουράνιο, έτσι και τα σώματά μας, εάν μεταλάβουν την ευχαριστία, δεν ανήκουν πλέον στη φθορά, αλλά έχουν την ελπίδα της αναστάσεως» (Ειρ. Κατά αιρ. IV, 18,15. Πρβλ. και Απόσπ. 37 εν ΒΕΠ 5,183).
Αυτή η διδαχή προσφερόταν στην πρώτη Εκκλησία στους «φωτιζόμενους» και «νεoφωτίστoυς», όπως μαρτυρούν οι μυσταγωγικές κατηχήσεις του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων (†386): «Ο άρτος της ευχαριστίας», αναφέρει, «μετά την επίκλησιν του Αγίου Πνεύματος, ουκ έτι άρτος λιτός, αλλά σώμα Xριστoύ» (Κατήχ. Γ’ 3), δηλαδή είναι σώμα Χριστoύ και όχι απλός άρτος. «Ώστε μετά πάσης πληροφορίας», δηλαδή με κάθε βεβαιότητα, «ως σώματος και αίματος μεταλαμβάνομεν Χριστού. Εν τύπω γάρ άρτου δίδοταί σοι το σώμα , και εν τύπω οίνου δίδοταί σοι το αίμα», εις τύπον άρτου σου δίδεται το σώμα και εις τύπον οίνου σου δίδεται το αίμα, «δια να γίνης, αφού μεταλάβης το σώμα και το αίμα τού Χριστού, σύσσωμος και σύναιμος αυτού τού Χριστού. Διότι με αυτόν τον τρόπον γινόμεθα χριστοφόροι, με το να διαδίδεται σε όλα μας τα μέλη το σώμα και το αίμα Του, και μέτοχοι θείας Φύσεως, καθώς λέγει ο μακάριος Πέτρος» (Κατήχ. Δ’ 3).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ρωτά: «Ποιός ποιμένας τρέφει τα πρόβατα με τα ιδικά του μέλη;», υπάρχουν μητέρες πού δίνουν τα παιδιά τους σε άλλες τροφούς, αλλά ο Χριστός «μας τρέφει ο ίδιος με το δικό Του αίμα και σε όλα μας συνδέει άρρηκτα με τον εαυτό Του. Εκείνος συμφύρει τον εαυτό Του με τον καθένα δια των μυστηρίων». Εκείνους πού αναγέννησε «τούς εκτρέφει με τον εαυτό Του και δεν τούς δίνει σε άλλον και με αυτό πάλι για να σε πείσει ότι έλαβε τη δική σου σάρκα… Δεν βλέπετε τα βρέφη με πόση προθυμία αρπάζουν τον μαστό;» (Χρυσ., Ομιλ. ΠΒ’ 5 εις τό κατά Ματθ.).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν απορρίπτει την Προτεσταντική διδαχή πώς η ευχαριστία είναι «συμβολική και αναμνηστική τελετή». Και στηρίζεται στην αγία Γραφή, όπως την ερμήνευσε η Εκκλησία μέσω των ποιμένων της.