Οι βρετανικές βάσεις στην Κύπρο
14 Αυγούστου 2010
Tου Richard Clogg*
Στις 16 Αυγούστου είναι η 50ή επέτειος από την ίδρυση της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Κύπρου, που ήταν μια από τις μεγαλύτερες κτήσεις της Βρετανίας στην Ευρώπη. Μισός αιώνας συμπληρώθηκε, σφραγισμένος στο μεγαλύτερο μέρος του από την ατέρμονη διένεξη για την επανένωση ενός νησιού, διαιρεμένου σε αμιγώς ελληνικό και τουρκικό τομέα, μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Ομως, η πρόοδος που συντελέσθηκε από την ανεξαρτησία και μετά στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι αξιοπρόσεκτη. Οι δημοκρατικοί της θεσμοί είναι ανθεκτικοί, η οικονομία της τόσο ισχυρή, ώστε, παρά τη διαίρεση, το νησί εντάχθηκε στην Ε.Ε. το 2004. Αντιθέτως, το βόρειο τμήμα του νησιού χειμάζεται.
Το 1954 η Βρετανία επέμενε ότι ορισμένες από τις κτήσεις της, μεταξύ αυτών και η Κύπρος, δεν θα αποκτήσουν ποτέ πλήρη ανεξαρτησία. Επακολούθησε στα τέλη του ’50 ο αγώνας της ΕΟΚΑ για την ένωση με την Ελλάδα και τότε η Βρετανία συναίνεσε στην ανεξαρτησία της νήσου. Ομως, το Λονδίνο όχι μόνο τορπίλισε την τόσο συχνά εκφρασμένη επιθυμία της ελληνικής πλειοψηφίας (περίπου το 80% του πληθυσμού) να ενωθεί με την Ελλάδα, αλλά ακρωτηρίασε το νεότευκτο κράτος με ένα Σύνταγμα ανεφάρμοστο στην πράξη.
«Κείμενο τραγικό και σχεδόν γελοίο» το χαρακτήρισε Βρετανός συνταγματολόγος. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η διευθέτηση του 1960 ναυάγησε τόσο γρήγορα, για να επακολουθήσει ο θλιβερός κύκλος του σπαραγμού που έληξε με την εισβολή του 1974 και την αποξένωση των δύο κοινοτήτων.
Η Βρετανία, εις αντάλλαγμα της ανεξαρτησίας, απαίτησε τη διατήρηση της επ’ αόριστον κυριαρχίας της επί των δύο στρατιωτικών βάσεων του Ακρωτηρίου και της Δεκέλειας και επί μικρών εδαφικών τμημάτων. Σε ορισμένα από αυτά οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν σε Βρετανούς (και Αμερικανούς) να υποκλέπτουν τις επικοινωνίες σε μεγάλα τμήματα της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Ο σταθμός υποκλοπών του Αγίου Νικολάου είναι προκεχωρημένο φυλάκιο του Στρατηγείου Επικοινωνιών της βρετανικής κυβέρνησης με βεληνεκές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. συμβαίνει το παράδοξο αλλά όχι πρωτοφανές, ένα μέλος της Ενωσης να ασκεί κυριαρχία επί άλλου μέλους. Ομως, το Γιβραλτάρ, την επιστροφή του οποίου δεν έπαψε να ζητεί η Ισπανία, παραχωρήθηκε πριν από περίπου 300 χρόνια στη Βρετανία, ενώ μόνο μισός αιώνας πέρασε από τότε που αυτή ήγειρε αξιώσεις ατέρμονης διάρκειας επί τμημάτων κυπριακού εδάφους. Επίσης, οι τρεις ναυτικές βάσεις που παραχωρήθηκαν από το Ελεύθερο Ιρλανδικό Κράτος στη Βρετανία βάσει των όρων της Αγγλο-Ιρλανδικής Συνθήκης του 1921, εγκαταλείφθηκαν το 1938, δηλαδή ύστερα από 70 χρόνια. Αντιστοίχως, οι Νέες Κτήσεις ενοικιάστηκαν για 99 χρόνια το 1898, όταν η βρετανική αυτοκρατορία βρισκόταν στο ζενίθ της ισχύος της. Το 1997 η Βρετανία επέστρεψε στην Κίνα όχι μόνο τις Νέες Κτήσεις και το Χονγκ Κονγκ, αλλά και το Κόουλουν, το οποίο, όπως οι βάσεις στην Κύπρο, της είχε παραχωρηθεί επ’ αόριστον.
Ο Κύπριος πρόεδρος κ. Δημήτριος Χριστόφιας έχει χαρακτηρίσει τις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο «αποικιοκρατική κηλίδα αίματος». Η ώρα έχει έλθει λοιπόν για τη Βρετανία να παραιτηθεί των κυριαρχικών της δικαιωμάτων ή τουλάχιστον να θέσει κάποιο χρονικό όριο στην παρουσία της σε 99 περίπου τετρ. μίλια κυπριακού εδάφους. Πολλώ δε μάλλον που το 1970 η τότε κυβέρνηση σχεδίαζε να εγκαταλείψει τις βάσεις στο πλαίσιο περικοπής δαπανών. Δέχθηκε όμως πιέσεις από τις ΗΠΑ, τον άλλοτε επικριτή της βρετανικής αποικιοκρατίας, για να τις κρατήσει.
Το 2004 έγινε νέα προσφορά για την επιστροφή του 50% της περιοχής των βάσεων υπό τον όρο ότι όλοι θα αποδέχονταν το σχέδιο Ανάν. Οι Τουρκοκύπριοι το ενέκριναν, αλλά απορρίφθηκε από την πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων. Επομένως, η προσφορά για την επιστροφή εδάφους, που αποκτήθηκε κάτω από τόσο ανορθόδοξες συνθήκες, την ώρα που οι Κύπριοι δεν ήταν σε θέση να απορρίψουν τα βρετανικά αιτήματα, μόνο γενναιόδωρη δεν μπορεί να θεωρηθεί.
Εξάλλου, η βρετανική διστακτικότητα έναντι της πλήρους ανεξαρτησίας της Κύπρου, βάσει της νομοτέλειας περί αθέλητων συνεπειών είχε ως επίπτωση την ολέθρια εμπλοκή της κυβέρνησης Μπλερ στο Ιράκ. Παραμονές του πολέμου, η κυβέρνηση επικαλέστηκε τις βάσεις στην Κύπρο για να δικαιολογήσει την εισβολή. Ενώ όμως στις 9 Σεπτεμβρίου του 2002 η Κοινή Επιτροπή Πληροφοριών της Βρετανίας είχε ονοματίσει το Μπαχρέιν, την Ιορδανία, το Κατάρ, το Ισραήλ, το Κουβέιτ και την Τουρκία ως πιθανούς στόχους των όπλων μαζικής καταστροφής του Σαντάμ Χουσεΐν, με τον διαβόητο «δόλιο» φάκελο της 24ης Σεπτεμβρίου στον κατάλογο προστέθηκε και η Κύπρος, την οποία, κατά τους βρετανικούς ισχυρισμούς μπορούσαν να πλήξουν οι πύραυλοι αλ Χουσεΐν με βεληνεκές 650 χλμ. Ετσι, η εφημερίδα «Sun» κυκλοφόρησε με τρομολαγνικό πηχυαίο τίτλο περί της «Αποκαλύψεως» που απειλούσε Βρετανούς στρατιώτες και τουρίστες στην Κύπρο, αφού πύραυλοι βιολογικού πολέμου μπορούσαν να πλήξουν το νησί 45 λεπτά μετά τη διαταγή επίθεσης του «τυράννου Σαντάμ».
Η κυβέρνηση Μπλερ μάλλον δεν πίστευε στην ίδια την προπαγάνδα της περί υποτιθέμενης απειλής εναντίον των βάσεων, αφού δεν μπήκε καν στον κόπο να προειδοποιήσει την κυπριακή κυβέρνηση για τον κίνδυνο που διέτρεχαν όσοι κατοικούσαν πάνω στο νησί και δεν ήταν Βρετανοί στρατιώτες ή τουρίστες.
Το κληροδότημα της βρετανικής αποικιακής κυριαρχίας επί της Κύπρου δεν είναι από τα καλύτερα. Ενας τρόπος έστω μερικής εξιλέωσης της Βρετανίας για τις τόσες χαμένες ευκαιρίες, που ίσως να είχαν αποτρέψει το σημερινό αδιέξοδο, είναι να παραιτηθεί του δικαιώματος της επ’ αόριστον κράτησης ενός τμήματος εδάφους, επί του οποίου δεν έχει κανένα δικαίωμα.
* Ο κ. Richard Clogg είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.