Λάβρος ο Μητροπολίτης Σπάρτης για «ξεγύμνωμα» ορθοδόξων ναών
12 Αυγούστου 2010
Την έντονη διαμαρτυρία του με επιστολή προς το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, εξέφρασε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευστάθιος.
Συγκεκριμένα ο Μητροπολίτης κ. Ευστάθιος διαμαρτύρεται για την σχετική άδεια που παραχωρήθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο για την απόσπαση αρχιτεκτονικών μελών από την τοιχοποιία βυζαντινών Εκκλησιών της Ιεράς Μητροπόλεως.
Η «Romfea.gr» παραθέτει παρακάτω την επιστολή:
Με κατάπληξη πληροφορήθηκα από εφημερίδα πρόσφατη απόφασή σας με την οποία δίδετε άδεια στην επιστημονική ομάδα του διακεκριμένου αρχαιολόγου κ. Δεληβορριά, για να αποξηλώσουν ορθόδοξους Ιερούς Ναούς της Εκκλησιαστικής μας Επαρχίας, στο πλαίσιο αναστηλωτικού προγράμματος που αφορά στο Ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα.
Για το θέμα αυτό επιτρέψτε στον υπεύθυνο επιχώριο Μητροπολίτη ως πνευματικό ποιμένα και εκκλησιαστικό λειτουργό να καταθέσει την ταπεινή του γνώμη και τον εύλογο προβληματισμό του, αν και δε του ζητήθηκε και δεν ενημερώθηκε έστω και για τυπικούς λόγους, διότι δύο τουλάχιστον εκκλησίες, χώροι λατρείας του Τριαδικού Θεού για πολλούς αιώνες, ουσιαστικά πρόκειται να βεβηλωθούν! νομότυπα για την αναστήλωση ενός αρχαίου, αξιοσέβαστου βεβαίως, μνημείου.
Καταρχήν, θαυμάζω το πάθος και την εργατικότητα του κ. Δεληβορριά και των εκλεκτών συνεργατών του, που επιδεικνύουν στην πρωτόγνωρη προσπάθεια να επαναφέρουν στην αρχέτυπη μορφή του το ιερό αυτό, σημαντικό αρχιτεκτονικό μνημείο της εθνικής μας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Θεωρώ, όμως, ότι άπτεται των ορίων του παραλόγου η απόσπαση τμημάτων του τα οποία εν προκειμένω είναι ενσωματωμένα στην τοιχοποιία η το εσωτερικό της Αγίας Κυριακής και του Προφήτου Ηλία των Ενοριών Αμυκλών και Ριβιωτίσσης αντιστοίχως, για να υλοποιηθεί ο εν λόγω στόχος.
Πρώτα-πρώτα τέτοια ενέργεια, η οποία με βάση την απόφαση αυτή μπορεί να φθάσει και σε αφαιρέσεις, δηλαδή καταστροφή υλικού ακόμη και από το ιερό Βήμα η την αγία Τράπεζα, που και ιερόσυλοι η αλλόθρησκοι πολλές φορές σέβονται, αποτελεί πράξη ιεροσυλίας, προσβολή βάναυση του Θεού αλλά και των ευσεβών χριστιανών.
Τη μορφή της αντίδρασης των τελευταίων, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα ανεμπόδιστα να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και των οποίων οι Ναοί, όπως και των αλλοθρήσκων, να τυγχάνουν σεβασμού από την ελληνική πολιτεία, δεν μπορούμε ασφαλώς να προδικάσουμε.
Την προβλέπουμε, όμως, δυναμική από τα μηνύματα που μέχρι σήμερα λαμβάνουμε και από τώρα υπόσχομαι ότι θα έχουν αμέριστη τη συμπαράστασή μου.
Η διαβεβαίωση, επιπρόσθετα, ότι είναι εξασφαλισμένη η στατικότητα και ότι δε θα αλλοιωθεί η αισθητική των εκκλησιών, γιατί θα αντικατασταθούν με τα ακριβή τους αντίγραφα είναι αβάσιμη.
Ποτέ δεν έχει εφαρμοστεί η τεχνική αυτή στο παρελθόν και επομένως απουσιάζει η σχετική εμπειρία, αλλά και αν έχει, δεν είναι εγγυημένης αποτελεσματικότητας, διότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική και υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες που μπορούν να καταστρέψουν ολοσχερώς το Ναό κατά το εγχείρημα.
Εξάλλου, και η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η καθ ύλην αρμόδια, της οποίας η θέση δεν ελήφθη υπ όψιν, διαφωνεί κάθετα.
Ας μη λησμονούμε και μία άλλη πολύ σοβαρή διάσταση του θέματος που συνδέεται με τους ιερούς Κανόνες, τους οποίους κανείς μας δεν έχει το δικαίωμα να παραβλέπει η να παραχαράσσει στο βωμό ποικίλων σκοπιμοτήτων.
Οι Κανόνες και σ αυτό το ζήτημα είναι εύγλωττοι, « του ναού πεσόντος, ο τόπος ανίερος ου γίνεται. όθεν ουδέ πωλείται»( ογ Διάτ. του α τίτλ. Νεαρών).
«Τα άπαξ καθιερωθέντα Μοναστήρια (επομένως και ιεροί Ναοί) κατά γνώμην του Επισκόπου, μένειν εις το διηνεκές και τα ανήκοντα αυτοίς πράγματα φυλάττεσθαι και μηκέτι γίνεσθαι ταύτα κοσμικά καταγώγια. Τους δε συγχωρούντας τούτο γίνεσθαι, υποκείσθαι τοις εκ των Κανόνων Επιτιμίοις»( 24ος Κανών Δ Οἰκουμ. Συνόδου).
Συμφωνούν και ο μθ της Στ Οἰκουμ. Συνόδου και ο ιβ της Ζ Οἰκουμ. Συνόδου και ο β του Αγ. Κυρίλλου που επιτάσσουν να μένουν «αναφαίρετα τα κειμήλια και υποστατικά από τας εχούσας αυτά εκκλησίας».
Στο σημείο αυτό θέλω να επικαλεσθώ και μία ιστορική αλήθεια, που σίγουρα γνωρίζετε και αφορά στην αιτία του “παντρέματος αυτού στοιχείων από αρχαία μνημεία με χριστιανικές εκκλησίες.
Είναι, δηλαδή, γνωστό ότι στο απώτερο παρελθόν, όταν τα αρχαιοελληνικά μνημεία, εγκαταλελειμμένα γίνονταν βορά της αρχαιοκαπηλικής βουλιμίας των πάσης φύσεως τυμβωρύχων της ελληνικής ιστορίας, πολλοί έλληνες χριστιανοί, άλλοι γιατί επιδίωκαν διασύνδεση του Ελληνισμού με το Χριστιανισμό με τη δική τους αισθητική αντίληψη, άλλοι για να προστατέψουν τους πολιτισμικούς αυτούς θησαυρούς και άλλοι από άγνοια, ενώ λίγοι από φανατισμό, πήραν διάφορους ογκόλιθους -αγκωνάρια, που ήταν διάσπαρτα παντού, και έκτισαν Εκκλησίες.
Παρατηρήθηκε, μάλιστα, το παράδοξο ιστορικό φαινόμενο αλλόφυλοι και αλλόθρησκοι επιδρομείς ( π.χ. οι Γότθοι του Αλάριχου κ.α.), όταν κατέστρεφαν αρχαιοελληνικά μνημεία, να σταματούν όπου υπήρχαν χριστιανικοί ναοί από σεβασμό η άλλους λόγους.
Η πολιτική αυτή, τελικά, διέσωσε κυριολεκτικά χιλιάδες τέτοιους μνημειακούς θησαυρούς που βρίσκονταν στους Ιερούς Ναούς η πέριξ αυτών.
Επομένως, η θεμιτή κατά τα άλλα προσπάθεια αποκατάστασης αρχαίων μνημείων, στην προκειμένη περίπτωση του Απολλώνειου ιερού, με την εφαρμογή αυτής της επισφαλούς και αμφιλεγόμενης τεχνικής, αφού δεν έχει την ευρεία επιστημονική συναίνεση, συνιστά και προσβολή και έκφραση ασέβειας προς τους κτίτορες των ορθόδοξων αυτών εκκλησιών και ταυτόχρονη περιφρόνηση της ιστορικής και εθνικής τους προσφοράς.
Με βάση, συνεπώς, τις παραπάνω επισημάνσεις, φρονώ ότι ο τρόπος με τον οποίο τείνει να εφαρμοσθεί το συγκεκριμένο πρόγραμμα αναστήλωσης δεν αντιμετωπίζει ισότιμα, όπως υποστηρίζεται, αφενός ένα μνημείο που μόνο ίχνος του σώζει και αφετέρου τους ορθόδοξους ναούς, ευκτήριους οίκους λατρείας των ορθόδοξων χριστιανών για εκατοντάδες χρόνια που έτσι απροκάλυπτα θέτει σε κίνδυνο ολοσχερούς καταστροφής.
Ολοκληρώνω τις σκέψεις αυτές με δύο ερωτήματα:
α) Τα πιστά αντίγραφα των μνημειακών τμημάτων με τα οποία η ομάδα σκοπεύει θεωρητικά τουλάχιστον να αντικαταστήσει τα ενσωματωμένα στους Ναούς πρωτότυπα, γιατί να μη χρησιμοποιηθούν στο ιερό του Απόλλωνα;
Με τον τρόπο αυτό θα εξοικονομηθούν και πόροι και χρόνος και θα αποφευχθούν απρόβλεπτες επιπλοκές.
β) Κανένα σπίτι δεν γκρεμίστηκε και ποτέ, για να αποκαλύψουν τμήματα αρχαίων Ναών η θεάτρων, προκειμένου να αποκαταστήσουν τα μνημεία. Πως τώρα επιχειρείται;
Πηγή: http://www.romfea.gr/component/content/article/13/5557——lr