Αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου – Άγγελοι και δαίμονες
10 Αυγούστου 2010
Συμπαράστασις Αγγέλων
Βλέπουσα τήν πρόοδον των ψυχών ένεκα της υπακοής των έχαιρε, καί παρεκάλεσε τόν Κύριον, τόν Οποίον ήγάπα έξ όλης τής ψυχικής δυνάμεως, νά τής φανερώνη τά απόκρυφα πταίσματα των αδελφών, καί τούτο όχι έκ περιέργειας, άλλά διά νά τάς διορθώνη, νά μή κολάζωνται. Ό Κύριος βλέποντας τόν σκοπόν της, πώς ήτο καλός,τήν έπήκουοε τάχιστα καί τής έστειλεν άπό τούς ουρανούς φωτοφόρον “Αγγελον, όστις ήλθεν εις αυτήν μέ στολήν λευκήν έξαστράπτοντα. Μόλις αυτή τόν είδε, δέν έταράχθη, ουδέ ποσώς έφοβήθη τό παράδοξον του σχήματος, άλλά μάλλον έχάρη. Ό Άγγελος τήν έχαιρέτησε λέγοντας:
– Χαίρε, δούλη του Θεού πιστότατη καί εύχρηστος. Ό Κύριος μέ άπέστειλεν εις διακονίαν σου κατά τήν αίτησιν, πού Του έζήτησες, δι’ έκείνες, όπου μέλλει νά σωθούν μέ τήν προσπάθειάν σου, καί μέ έπρόσταξε νά στέκωμαι πλησίον σου πάντοτε, νά σού φανερώνω καθ’ ήμέραν σαφώς τά απόκρυφα.
Ταύτα ειπών, αυτός μέν έγινε διά τήν ώραν άφαντος, ή δέ όσια έπεσεν εις τήν γήν μετ’ ευφροσύνης, ευχαριστούσα τόν Κύριον. Άπό τότε δέν έλειψεν άπ’ αυτής ό “Αγγελος.
Ένεφανίζετο καθ’ έκάστην (ώ παρρησίας θαυμάσιας τής ‘ Οσιας πρός Κύριον) ώς φίλος πρός φίλον διαλεγόμενος, καί τής έφανέρωνε τά απόκρυφα του καθενός έργα, ού μόνον τών μοναχών, άλλά καί τών λοιπών ανθρώπων, όπου ήρχοντο νά τήν βλέπουν διά να άκούσουν τά χρυσά λόγια της. Καθώς έβλεπε κάποιον ή γυναίκα, ή μοναχήν, νά είχε πράξει κανένα άνόμημα, τόν έδίδασκε διά τήν αίώνιον κόλασιν, εις τό διαπραχθέν άνόμημα. ‘Αμή φανερά δέν ήλεγχε τόν άνθρωπον, διά νά μή τόν καταισχύνη εις τούς άλλους, άλλά μέ τρόπον έπιδέξιον τόν έφερνεν εις μετάνοιαν.
Προσηύχετο δέ άφ ‘ εσπέρας, έως τήν ώραν του Όρθρου, καί μετά τήν άκολουθίαν έκοιμάτο μικρόν, έως νά ξημερώση καί έπειτα, ώς προείπομεν, προοεκάλει τάς άδελφάς εις εξομολόγηση. Όταν δέ έτύχαινε καμμία, όπου δεν ώμολόγει τήν άμαρτίαν της, τήν άπεκάλυπτεν ή Όσια, καθώς τήν ένουθέτει ό Άγγελος πρότερον. Όθεν όλαι τήν εύλαβούντο ώς ‘Αγίαν καί ύπεράνθρωπον. Άπό ένα στόμα εις άλλο στόμα έπήγεν εις όλην τήν πόλιν ή φήμη της, καί έκαστος έτρεχε νά ίδή τό τίμιον αυτής καί σεβάσμιον πρόσωπον. Ούτω έσυνάζοντο έκεί καθ ‘ έκάστην συγκλητικοί, άρχοντες, γυναίκες, παρθένοι, νέοι καί γέροντες, καί τους έδίδασκεν ή πάνσοφος μέ τοσαύτην σύνεσιν καί κατάνυξιν, ώστε έμετανοούσαν τάς αμαρτίας αυτών καί έσώζοντο.
Πανταχού τό όνομα τής θαυμάσιας Ειρήνης ήκούετο. Αυτή δέ, δέν έλειπεν άπό τήν προσευχήν καί εύχαριστίαν πρός Κύριον ποτέ.
Δαιμόνων έπίθεσις.
Οι δαίμονες τήν έβαρέθησαν. Μίαν νύκτα συνήχθησαν εις τό κελλίον της, οπου προσηύχετο, ιστάμενη όρθία μέ τά χέρια επάνω υψωμένα, καθώς πρότερον είπομεν. Ούτοι έφώναζαν μέ τεταραγμένη φωνήν καί άσχημον, δοκιμάζοντες οί παμπόνηροι νά τήν εμποδίσουν άπό τήν προσευχήν, άλλά δέν ήδυνήθησαν. Ένας δέ, άπό τούς άλλους αυθαδέστερος, επήγε πλησιέστερα καί τήν περιεγέλα ώς μίμος λέγοντας:
– Ειρήνη ξύλινη, όπου σέ βαστάζουν ξύλινα ποδάρια, έως πότε θά θλίβης τό γένος μας, νά μάς φλογίζης μέ τάς προσευχάς σου; Καί νά μάς δίδης τόσην λύπην καί κάκωσιν; Ομοίως καί οί υπόλοιποι έδειχναν, ότι ώδύροντο. Ή Όσια έστέκετο άφοβα εις τόν τόπον της καί δέν έσάλευε τελείως. Τότε ό αναίσχυντος δαίμων εκείνος άναψε κερί άπό τήν κανδύλαν καί έκαυσε τήν σκέπην τής Όσιας καί τό κουκούλιον. Έπειτα έφθασεν ή φλόγα έως κάτω, καί κατέκαιεν ού μόνον τό φόρεμα, άλλά καί πολλά σημεία εις τάς σάρκας της, ήγουν τούς ώμους, τό στήθος, τά νεφρά καί τήν ράχην της. Παρ’ ολίγον δέ νά έκαιγεν όλον τό σώμα της,έάν δέν έπρόφθανε μία αδελφή, όπου έτυχε καί προσηύχετο καί αυτή ομοίως εις τό κελλίον της, ή όποια ώς ήσθάνθη τήν τσίκναν καί είδε τήν όσμήν τής καιομένης σαρκός καί τών ιματίων, έδραμεν εις τό κελλίον τής Άγιας καί βλέπει θέαμα ξένον, φρικτόν καί θαυμάσιον, όλην κατακαυμένην, χωρίς όμως άπό τόν τόπον της νά σαλεύη, άλλά νά ίσταται
αμετακίνητος και νά προσεύχεται. ‘ Εκείνη λοιπόν έσβυσεν ευθύς τήν φλόγα καί έσάλευσε τήν ‘ Αγίαν ολίγον. Τότε ή ‘ Αγία έκατέβασε τάς χείρας λέγουσα: Διατί μου έπροξένησες τόσον κακόν τέκνον μου; Δέν πρέπει νά φρονούμεν τά των ανθρώπων, αλλά τά του Θεού!
Έως τήν ώραν ταύτην παρεστέκετο έμπροσθέν μου άγιος Άγγελος καί μου έπλεκεν ένα στέφανον άπό διάφορα άνθη, τοσούτον εύωδέστετα καί θαυμάσια, όπου τοιαύτα ποτέ δέν έφάνησαν. Καί όταν άπλωνε τό χέρι του, νά βάλη εις τήν κεφαλήν μου τόν πολυτίμητον εκείνον καί ώραιότατον στέφανον, ήλθες έσύ καί μου έπεμελήθης μέ εύγνωμοσύνην τής άγνωμοσύνης χείρονα, διότι βλέποντας σε ό Άγγελος έφυγε. Μου έδωκες τόσην λύπην καί ζημίαν άνείκαστον. Ή Μοναχή άκούσασα αυτά έκλαυσεν.
Έπειτα καθώς άνέσπα τά κομμάτια τά ράσα, όπου ήσαν μισοκαμένα καί κολλημένα εις τήν σάρκα της, έβγαινε εύωδία, ανωτέρα άπό όλα τά πολύτιμα μύρα καί αρώματα. Ή εύωδία αυτή έγέμισεν όλον τό Μοναστήριον. Καί τήν ήσθάνοντο ολαι ημέρας πολλάς θαυμάζουσαι. Επειδή δέ δέν είχεν ή ‘ Οσία ίμάτιον δεύτερον, της έφερεν άλλο ή μοναχή καί τήν ένέδυσε. Μεθ ‘ ημέρας δέ ολίγας, ό των ψυχών καί σωμάτων ιατρός, ίάτρευσε τά κεκαυμένα μέλη της αυξάνοντας εις αυτήν καί της Προφητείας τό χάρισμα.
Πηγή: Βίος και Πολιτεία της οσίας Μητρός ημών Ειρήνης Ηγουμένης Μονής Χρυσοβαλάντου. Καρελλάς Παιανίας