«Η χάρις του Θεού όπου θέλει πνει» (1ο μέρος)
16 Ιουλίου 2010
Νεαρό ζευγάρι, άνθρωποι πραγματικά δοσμένοι στην Εκκλησία, αγνά αφιερωμένοι, με απλότητα αφήνουν τη ζωή τους στα χέρια του Θεού. Και αυτός τους ευλογεί με τα δυο Του χέρια. Πέφτουν στον δρόμο του π. Πορφυρίου, του γνωστού αυτού σύγχρονου και φωτισμένου άγιου, πού αγκαλιάζει τη ζωή τους σε κάθε λεπτομέρειά της. Αυτός αποτελεί την ασπίδα τους από κάθε κίνδυνο, την προστασία τους από κάθε απειλή. Η προσευχή του εξομαλύνει κάθε εμπόδιο. Ήσυχα, ευχάριστα και αμέριμνα κυλούν οι μέρες. Ο Θεός τους χαρίζει και πέντε χαριτωμένα παιδάκια· δύο κοριτσάκια και τρία αγόρια. Το μεγαλύτερο η Εύα. Ένα ταλαντούχο, σοφό πλάσμα με σύνεση ενηλίκου.
Στο πρόσωπο της είναι χαραγμένη η πρόωρη ωριμότητα. Φυσιογνωμία ουράνια. Στους τρόπους γεμάτη γλύκα. Αγαπητή σε όλους. Μαγνητίζει και ταυτόχρονα δημιουργεί την αϊσδηση μιας υποχρέωσης για σεβασμό και απόσταση. Γίνεται δώδεκα χρόνων. Ένας πραγματικός άγγελος. «Τοις αγαπώσι του Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν». Έτσι νομίζουν ενδόμυχα οι γονείς και πολύ αυθόρμητα Τον δοξάζουν. Τί ευλογία, Θεέ μου!
Ξαφνικά, μια μέρα, καθώς η Εύα αμέριμνη διασχίζει τον κεντρικό δρόμο έξω από το γραφείο του πατέρα της, ένα αυτοκίνητο, πού ξεφεύγει από τον έλεγχο ,του οδηγού, φέρνει τα πάνω κάτω στην αδιατάρακτη ως τώρα πορεία της οικογένειας, στέλνει το παιδί στο νοσοκομείο και από κει στον κόσμο «ένθα ουκ έστι πόνος, ού λύπη, ού στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Η Εύα, χωρίς κανείς να καταλάβει το πώς και το γιατί, βρίσκεται μέσα σε ελάχιστες στιγμές στον Παράδεισο του Θεού, βυθίζοντας τους ανυποψίαστους γονείς της στην κόλαση του πόνου και του επώδυνου αιφνιδιασμού. Σαν να χάνεται ο Θεός από μπροστά τους. Όταν όλα έρχονται βολικά, τότε είναι καλός, όταν όμως τα πάντα ανατρέπονται αδυσώπητα και αιφνιδιαστικά, τότε επιβεβαιώνεται όχι η απουσία αλλά η ανυπαρξία Του. Ο π. Πορφύριος με πολλή συμπάθεια μετέχει στον πόνο τους, αλλά επιμένει διακριτικά στην τεράστια αγάπη του Θεού, την οποία εκφράζει ο ίδιος με τόση καλωσύνη, πίστη και αγάπη, πού εξαφανίζει κάθε αμφιβολία για το λάθος της δικής του αίσθησης.
Η ζωή πλέον γίνεται ανηφόρα. Αντί να εμπνεόμαστε από έναν επίγειο άγγελο, πού δεν χορταίνουμε να τον ψηλαφούμε με τις αισθήσεις μας, τώρα το μόνο πού μπορούμε να κάνουμε είναι να τον ανιχνεύουμε με την τραυματισμένη πίστη και την πονεμένη προσευχή μας.
Ο χρόνος κυλάει. Τα υπόλοιπα παιδιά μεγαλώνουν και με την πρόοδο και τα χαρίσματα τους γεμίζουν τη ζωή της μητέρας με πονεμένη ευτυχία και του πατέρα με την ταπείνωση της αποδοχής του θεϊκού θελήματος. Στήριγμά τους το δεύτερο κορίτσι· η Δέσποινα. Ένα εντελώς διαφορετικό πλάσμα από την Εύα. Πειραχτήρι, γεμάτη ζωντάνια, όλη την ώρα τρέχει, πάντα χαμογελάει. Ό,τι ακτινοβολεί έχει σχέση με χαρά, με ελπίδα, με ευτυχία, με τη λαμπρότητα της ανέμελης αθωότητας. Την αντικρύζεις και εισπράττεις την αίσθηση ότι αποτελεί εικόνα των «κληρονόμων της γης», αντανάκλαση των πολιτών της βασιλείας του Θεού. Αυτού του είδους τα πλάσματα θαρρείς πώς δεν έχουν καμία σχέση με την αμαρτία, την αρρώστια, τον θάνατο. Όταν έρχεσαι σε σχέση μαζί τους, ξεχνάς κάθε τι αρνητικό, κάθε κίνδυνο, κάθε τι σκοτεινό. Ηρεμείς και ησυχάζεις απόλυτα. Εκτός αν είσαι μάνα πού σου ΄φύγε μια Εύα από την αγκαλιά χωρίς να το καταλάβεις, πού ξέφυγε ένας άγγελος από τον ορίζοντά σου δίχως να μπορείς να το συνειδητοποιήσεις, πού, επειδή κάποτε πίστευες λάθος, τώρα πρέπει να απιστείς σωστά. Τότε, και μέσα στην ευτυχία σου, διακρίνεις την απειλή της αδυσώπητης εικόνας της βασιλείας του Θεού, τη Βυζαντινή αυστηρότητα της μορφής ενός Θεού πού δεν χαζογελάει κοσμικά, αλλά στερεώνει το βλέμμα Του επάνω σε κάθε άνθρωπο και τον κόσμο όλον πειστικά.
Η οικογένεια ολόκληρη, μια ανοιξιάτικη μέρα, βρίσκεται σε ένα μοναστηράκι της Ηπείρου. Κοντά στα σύνορα. Ένας φίλος τους γίνεται μοναχός. Είναι κι αυτός λίγο παιχνιδιάρης. Φίλος των παιδιών. Απλός και εγκάρδιος άνδρωπος. Η όλη του παρουσία, παρά την τραχύτητα της μοναχικής του εικόνας, παρά τη σκληρότητα της απότομης εμφανισιακής του αλλαγής, παρά την ένταση των απόλυτων μοναχικών του υποσχέσεων, πού αυθεντικά ο άνθρωπος έδωσε, ταιριάζει πολύ με την εικόνα ενός χαρούμενου μεγάλου παιδιού. Παίζει με τα παιδάκια. Τον χαίρονται και αυτά. Η Δέσποινα τρελαίνεται. Η όλη ατμόσφαιρα έχει μια μεγάλη χαρά και σίγουρα μεγαλύτερη χάρι. Είναι όλα τόσο μεγάλα, τόσο όμορφα, τόσο του Θεού, πού τίποτε δεν μπορεί να μολύνει αυτήν τη χαρά. Αποκλείεται!
Να όμως πού δεν αποκλείεται. Σε τέσσερις μέρες από την κουρά, εγώ στην Αθήνα, παίρνω ένα απίστευτο τηλεφώνημα από έναν κοινό μας φίλο οδοντογιατρό.
Κρατήσου, πάτερ, μου λέει, δεν πιστεύεις τί θά ακούσεις..
Συνεχιζεται…
Πηγή: Νικολάου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός, § Όταν διαψεύδεται η επιστήμη, σελ. 37-49, Εκδόσεις Σταμούλη