Μεγάλο θαύμα στη Σερβία (7ο μέρος)
14 Ιουλίου 2010
Φοβερή σε μένα η εμπειρία των βασανιστηρίων της κόλασης
Εκεί μας περίμενε και πάλι ένα σύννεφο. Μπήκαμε μέσα και αυτό μας μετάφερε κάπου προς τα δυτικά.Έχω την εντύπωση ότι δεν ταξιδέψαμε πολύ προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί ξαφνικά το σύννεφο άλλαξε πορεία και άρχισε να κατεβαίνει ταχύτατα και μας άφησε σ’ ένα φαράγγι. Ο Άγγελος οδηγός με πήρε και με εισήγαγε σ’ ένα σκοτεινό μέρος. Στα πρώτα κιόλας βήματα μας, το σκοτάδι έγινε τόσο πυκνό, τόσο μαύρο που κανένα σκοτάδι δεν το παραβγαίνει.Από το βάθος αυτού του ερέβους μας χτύπησε τρομερή βρώμα, τέτοια που μόλις που ανέπνεα.
Αισθανόμουνα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι το φοβερό, αλλά δεν ήξερα τι θα μπορούσε να είναι αυτό.Φόβος και τρομάρα με κατέλαβαν σε τόσο μεγάλο βαθμό, που με έκαναν να κολλήσω πάνω στον Άγγελο οδηγό μου, για να με προστατεύσει και να με διαφυλάξει σ’ αυτό το φοβερό ταξίδι. Οι υποψίες μου επαληθεύτηκαν γρήγορα, γιατί στο βάθος φάνηκε αχανής θάλασσα που καίγονταν με φοβερή φλόγα. Σε σύντομο χρόνο φθάσαμε σ’ αυτό το μέρος και σταματήσαμε αμέσως μπροστά του. Αργότερα αντιλήφθηκα ότι στεκόμασταν σε κάποιο ψηλό και ατέλειωτο ως προς το μήκος τοίχο, που έφραζε αυτό το μέρος της αιώνιας φωτιάς και των αδιάκοπων τρόμων. Το θέαμα που με όλη του τη ζωντάνια παρουσιάστηκε μπροστά στα μάτια μας, μου θόλωσαν μονομιάς το μυαλό και τα παραλυμένα ήδη από τον προηγούμενο φόβο άκρα μου, τώρα κοκάλωσαν τελείως. Τα μάτια μου συστράφηκαν και μια κρύα ανατριχίλα διαπέρασε το παραλυμένο μου σώμα. Ήταν το μοναδικό σημάδι ότι ήμουν ακόμη στη ζωή.
Όταν κοίταξα και πάλι, είδα μπροστά μας, όπως σε κρατήρα μανιασμένου ηφαιστείου, να κοχλάζει δύσοσμο θειούχο νερό και να ξεπηδά φοβερή φλόγα. «Αυτή η θάλασσα δεν έχει παντού το ίδιο βάθος. Εκεί που το ύψος της φλόγας είναι σαράντα μέτρα, η θάλασσα είναι βαθύτερη» μου είπε ο Άγγελος οδηγός μου. Σ’ αυτό το αδιανόητο δέος, είδα αναρίθμητα τρομερά ζώα, που δημιουργήθηκαν για να είναι οι πιο ανατριχιαστικοί βασανιστές. Τεράστιες φιδάρες με ένα ή περισσότερα κεφάλια, συστρέφονταν, ορθώνονταν και σφίγγοντας τους αμαρτωλούς, τους τραβούσαν στα φοβερά βάθη αυτής της πύρινης θάλασσας.
Εκεί είδα και άλλα ζώα με ακόμη φοβερότερη όψη, που από το αιματώδη στόματα τους έβγαιναν γυμνωμένα, χέρια, πόδια και άλλα μέλη ανθρωπίνων σωμάτων.Ανάμεσα σ’ αυτά, σαν σε σφηκοφωλιά, σκουλήκια, σκορπιοί και άλλα σιχαμερά ζωύφια, κινούμενα από κάποια φθοροποιό ενέργεια, πηδούσαν αδιάκοπα, σαντρελά, τινάζονταν και λυσσωδώς επιτίθονταν στις αμαρτωλές ψυχές. Ήταν ο τόπος των βασανιστηρίων. Ακούγονταν κραυγές, ξεφωνητά, κλάματα και κοπετός πολλών ανθρωπίνων φωνών. Σ’ αυτή την πύρινη θάλασσα οι ανθρώπινες ψυχές ήταν αβοήθητες, σαν τα ψάρια στα ρηχά νερά. Τους επιτίθονταν από όλες τις πλευρές αναρίθμητα σμήνη θηρίων, που τις δάγκωναν, τις ξερίζωναν και τις κατασπάραζαν ως το τελευταίο κομμάτι. Αυτά τα κατακομματιασμένα και σακα-τεμένα σώματα παίρνουν πάλι στο σύνολο τους την ανθρώπινη μορφή. Κοιτάζοντας αυτό το τρομερό θέαμα, παραλίγο να πέσω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά από το φόβο μου, αλλά ο Άγγελος οδηγός μου, με κράτησε και μου είπε:
«Μη φοβάσαι, Ντούσαν! Τώρα είμαστε στην κόλαση! Αυτά τα φίδια και τά υπόλοιπα σιχαμένα ζωύφια που κολυμπούν σ’ αυτό το θειούχο βραστό νερό, τα δημιούργησε ο Θεός έτσι που να μην μπορεί να τα βλάψει η φωτιά και το βραστό νερό. Αυτά, όπως βλέπεις, αιώνια θα δαγκώνουν, θα τρώνε και θα ρουφάνε το αίμα όλων αυτών των αμαρτωλών. Όλοι μαζί θα βράζουν και θα ψήνονται σ’ αυτό το πυρ, αλλά ποτέ δε θα βράσουν ούτε θα ψηθούν» Το θέαμα των βασανιστηρίων αυτών των αμαρτωλών ήταν ανυπόφορο, και πολλές φορές έκλεινα τα μάτια για να μην τα βλέπω όλα αυτά. Κάποια στιγμή δεν κρατήθηκα και έστρεψα το κεφάλι προς το σκοτάδι, αλλά και από εκεί, με υποδέχτηκαν μαύρα τέρατα με πύρινα μάτια και ανοιχτά στόματα. Ουρλιάζοντας, άρχισαν να πετούν γύρω μας με καταπληκτική ταχύτητα έτσι που τραντάζονταν ολόκληρη η κόλαση σαν το πιο τρομερό αστραπόβροντο!
Καταλαβαίνοντας την κρίσιμη κατάσταση μου ο Άγγελος οδηγός μου λέει: «Μη φοβάσαι! Αυτοί είναι δαίμονες, που τους ενοχλούμε. Δεν ανέχονται την παρουσία μας, αλλά δεν τολμούν να μας πλησιάσουν» Κατόπιν ο άγγελος συνεχίζει να μιλά κι άλλο: «Είδες, Ντούσαν, πως βασανίζονται, όλοι όσοι δεν πιστεύουν στο Θεό, όλοι όσοι προσεύχονται στον ψεύτικο και επινοημένο Θεό, γιατί αυτοί το Θεό τους τον αγαπούν και τον βλέπουν στα κεφάλαια τους, στα σπίτια τους, στις βίλες τους, στα αυτοκίνητα τους, στα κοσμήματα, στην έκφυλη ζωή, στα στομάχια τους! Μαζί μ’ αυτούς θα βασανισθούν και αυτοί που πιστεύουν στο Θεό, αλλά φοβούνται να το πουν δημόσια, αν κάποιος τους ρωτήσει.
Αιώνια βασανιστήρια περιμένουν και εκείνους που δε σέβονται τον πατέρα, τη μητέρα και τον πλησίον τους. Εκτός απ’ αυτούς τους αμαρτωλούς, θα ευρεθούν, σ’ αυτό εδώ το πυρ, και εκείνοι που οι αμαρτίες τους ήταν πιο αγαπητές από την έντιμη ζωή, κι αυτοί είναι: οι ψεύτες, οι επίορκοι, οι απατεώνες, οι είρωνες, οι μοχθηροί, οι κακεντρεχείς, οι φθονεροί, οι ληστές, οι εγκληματίες, οι μοιχοί, οι φιλάργυροι και άλλοι όμοιοι τους.
Για να μην τα ζήσεις όλα αυτά, είναι απαραίτητο να μετανιώσεις και να εξομολογηθείς για όλα σου τα αμαρτήματα, όταν επιστρέψεις στη Γη» Μετά απ’ αυτά τα λόγια, ο Άγγελος οδηγός με πιάνει από το χέρι και αστραπιαία με βγάζει από την κόλαση. Στην έξοδο μας περίμενε πάλι το σύννεφο και μας μετέφερε στο ίδιο μέροσ απ᾽ όπου παρατήρησα την ανάσταση των νεκρών. Αυτή τη φορά ήμουνα κοντύτερα στη Γή.
Συνεχίζεται…
Πηγή: Ιωάννου Β. Στόγια , Ένα Μεγάλο Σύγχρονο Θαύμα, Ζωντανός στον άλλο κόσμο, Δράμα 2010, σ.-36-40