Μεγάλο θαύμα στη Σερβία (2ο μέρος)
9 Ιουλίου 2010
Γνωρίζουν καταλεπτώς την ζωή μου και μου την ξαναθυμίζουν
Τη στιγμή εκείνη με πλησίασε ο καλόγερος και μου είπε “Βοηθάει ο Θεός” κι εγώ του απάντησα “ο Θεός να σας βοηθάει!”
Δεν συνήθιζα να χαιρετώ με αυτό τον τρόπο επειδή δεν πίστευα στο Θεό, αλλά του απάντησα έτσι για να τον καλοκαρδίσω.Με ρώτησε αν μπορώ να πάω τον ίδιο, και την αδελφή, μέχρι το μοναστήρι της Ζίτσα. Του απάντησα ότι μπορώ και τους κάλεσα να μπουν μέσα στο αυτοκίνητο, ανοίγοντας τη δεξιά πόρτα και ανασηκώνοντας το μπροστινό κάθισμα για να μπει πίσω ο ένας, απ’ τους δύο.
Κατόπιν πλησίασε το αυτοκίνητο η καλόγρια, επικαλέστηκε το Θεό και εγώ απάντησα και σ’ αυτή «ο Θεός να σας βοηθάει!» Μπήκε αυτή πρώτα στο αυτοκίνητο, και κάθισε πίσω ακριβώς από τη θέση μου, και μετά απ’ αυτή ο καλόγερος και κάθισε δίπλα της. Για να αισθάνονται πιο άνετα στο αυτοκίνητο τους είπα: «Γιατί στριμώχνεστε πίσω;» ο καλόγερος στην καλόκαρδη παρατήρηση μου απάντησε: «Δε στριμωχνόμαστε, Ντούσαν, εσύ μόνο οδήγα!» Μετά την απάντηση αυτή, σώπασα κι έκλεισα την πόρτα, απ’ την οποία είχαν μπει στο αυτοκίνητο.
Αυτό το έκανα από υπερβολική προσεκτικότητα για να μην ανοίξει η πόρτα, ενώ θα οδηγούσα. Επειδή ήμουν έξω από τη σειρά των αυτοκινήτων, που κινούνταν στο δρόμο, γύρισα το αυτοκίνητο προς το δρόμο και περίμενα να με αφήσει κάποιος να μπω και να συνεχίσω το ταξίδι με τους επιβάτες μου. Ενώ περίμενα λοιπόν αυτό να γίνει ο καλόγερος με ρωτά: «Ντούσαν, επιστρέφεις από το μνημόσυνο, από το Κραγκούγιεβατς;» Έθεσε το ερώτημα και ο ίδιος απάντησε. Με ξάφνιασε από πού γνώριζε το όνομα μου και από πού ερχόμουν. Σαστισμένος δεν είχα καιρό να συγκεντρωθώ και του απάντησα: «Μάλιστα, είχαμε το ετήσιο μνημόσυνο μιας συγγέ νισσας μου».
Ο καλόγερος με ακούει και συνεχίζει: «Και τώρα πας στα Λουτρά, ενώ δεν κάνεις μπάνια;» «Δεν τολμώ, του απάντησα γιατί το νερό στα Λουτρά είναι πολύ ζεστό και θα ήμουν αναγκασμένος μετά από κάθε μπάνιο να φυλάγομαι πολύ για να μην κρυώσω, και αισθάνομαι χειρότερα, απ’ ότι προτού να έλθω στα Λουτρά». Μόλις σταμάτησε να μιλά ο καλόγερος με ερωτά η καλόγρια: «Από πού κατάγεσαι, Ντούσαν, από τη Ζακούτα!» Έτσι κι εκείνη ταυτόχρονα ρωτούσε και η ίδια απαντούσε. Μετά συνέχισε: «Ντούσαν, όλοι οι δικοί σου είναι ζωντανοί και υγιείς, ο πατέρας Ντιμίτριγιε, η μάνα Νταρίνκα, η αδελφή Ντουσάνκα, ο αδελφός Ντράγκολιουμπ. Αυτοί όλοι πιστεύουν στο Θεό, γιορτάζουν τον οικογενειακό τους πατρικό Άγιο, αλλά είναι ασταθείς. Μόλις θυμώσουν λίγο, βρίζουν πολύ τα θεία. Ο αδελφός σου Μίλοβαν έχει ανώτατη μόρφωση, είναι μεγάλος εμπειρογνώμονας, τεχνοκράτης, αλλά και μεγάλος άθεος».
Όταν αυτή σιώπησε, συνέχισε ο καλόγερος με αυτά τα λόγια: «Και συ, Ντούσαν, πιστεύεις πλέον ότι ο Θεός, είναι Εκείνος που δημιούργησε τον άνθρωπο. Δεν είσαι οπαδός εκείνης της θεωρίας ότι ο άνθρωπος προήλθε από τη μαϊμού. Αλλά δεν προσεύχεσαι στο Θεό, μόνο έχεις μαλακή καρδιά και αγαπάς την εντιμότητα. Μπορούσες, σε τρεις ευνοϊκές για σένα ευκαιρίες να πλουτίσεις, αλλά δεν ήθελες με ανέντιμο τρόπο.
Τρεφεις συμπάθεια για τους ηλικιωμένους και τους φτωχούς. Η ευγένεια σου σε οδήγησε να σταματήσεις και σε καλό σου, που σήμερα σταμάτησες και έκανες δεκτό το Θεό μας και μας κάλεσες, να μπούμε στο αυτοκίνητο σου.
Γιατί όλοι εκείνοι που καλούσαμε να σταματήσουν για να μας μεταφέρουν, και απέστρεφαν τα κεφάλια τους από μας και μας έφτυναν, καλύτερα να μην είχαν γεννηθεί!, παρά που μας συμπεριφέρθηκαν με τέτοιο τρόπο»…
Συνεχίζεται…
Πηγή: Ιωάννου Β. Στόγια , Ένα Μεγάλο Σύγχρονο Θαύμα, Ζωντανός στον άλλο κόσμο, Δράμα 2010, σ.8-10.