Αθωνικά Μηνύματα (3) – Περί μετανοίας (μέρος α’)
2 Ιουλίου 2010
Περί μετανοίας
Η ομιλία αύτη εκφωνήθηκε από τον Γέροντα σε φοιτητές, στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου, Άνω Ιλισίων Αθηνών
Θέλω και πάλιν να εκφράσω την συγκίνηση και την ευχαριστία μου, όπου πάλι ευρέθηκα εις το μέσον σας με την ίδαιτέραν πρόνοια του π. Γεωργίου, ο όποιος είναι τόσο αγαπητός και σε μας και σε σας.
Στην εδώ σύναξη σας, μας δίδεται η ευκαιρία να ανακαινίσωμε μέσα μας, ύπό μορφήν επαναλήψεως, τους στόχους και τους σκοπούς αυτούς ακριβώς πού μας απασχολούν και προς τους οποίους επειγόμεθα οι πάντες. Ένας είναι ο σκοπός, ένας είναι ο στόχος. Η επαναφορά μας, η επιστροφή μας εκεί, όπου ο Ιησούς μας με την κένωση και την παρουσία Του μας παρεχώρησε κληρονομικά. Το θέμα φυσικά της πίστεως μας και της έμμονης μας εις την αλήθεια την οποία κατέχομε είναι ήδη γνωστό και δεν χρειάζεται να το σχολιάσωμε. Χάριτι Χριστού ευρίσκομαι σ’ ένα πλή¬ρωμα πιστών πού προσπαθούν και αγωνίζονται σωστά, κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας. Εκείνο το όποιον ήθελα ιδιαιτέρως να σας υπενθυμίσω, είναι κάτι πού και σε μας τους μοναχούς, και σε σας τους λαϊκούς είναι απαραίτητο- σε μας δε είναι περισσότερο γνωστό και αυτό είναι το θέμα της μετανοίας.
Κανείς από εμάς πού ευρίσκεται είς την ζωήν αυτή και αγωνίζεται, κατά το προφητικό λόγιο «καν μία ήμερα εστίν η ζωή αυτού», δεν μπορεί ποτέ να είναι αναμάρτητος, δηλαδή να πλήρωση το θέλημα του Θεού. Απ’ εδώ αποδεικνύεται ότι ύποκείμεθα όλοι είς τον όρο της μετανοίας. Παρ’ όλο πού μας κάλεσε ο Θεός με την Χάρι Του, έν τούτοις, δεν κατορθώνομε να σταθούμε είς τα περιθώρια των υποσχέσεων μας και των καθηκόντων μας, τα όποια μας αρμόζουν. Άρα, η μετάνοια είναι πλέον επιβεβλημένο καθήκον και όχι ελευθέρα επιλογή. Σε ‘κείνον μόνο δεν χρειάζεται η μετάνοια, πού κατόρθωσε να φυλάξη τις υποσχέσεις του βαπτίσματος απαραχάρακτες. Τέτοιος άνθρωπος είναι δυνατόν να ύπαρξη; Επομένως, σαν τρόφιμοι της μετανοίας, οι πάντες ημείς, όφείλομε περισσότερο να καλλιεργήσωμε την γνώση της μετανοίας και τους πρακτικούς της τρόπους. Να έντείνωμε επίσης τις προσπάθειες μας, ούτως ώστε, μέσω αυτής, όπου η παναγαθότης του Κυρίου μας έχάρισε, γνωρίζοντας το τρεπτόν της φύσεως μας, να επιτύχωμε τις επαγγελίες.
Τώρα τί σημαίνει μετάνοια; Φυσικά ούτε και τούτο χρειάζεται να αναλύσωμε. Άλλά μίαν μικρή υπόμνηση πάλι κάνομε. Μετάνοια, στην κυριολεξία, σημαίνει ανά¬κληση του νού στην βάση του, απ’ όπου παρετράπη. Ο νους όπως ξέρετε, είναι το μέσον με το όποιον κοινω¬νούμε σαν λογικά όντα με τον έξω από μας κόσμο καί, πέραν τούτου, μέχρι αυτής της θεογνωσίας και της επιτυχίας των επαγγελιών. Όλα αυτά ξεκινούν από την σύλληψη των νοημάτων. Διά νοημάτων γίνεται όλη αυτή η εργασία. Εάν λοιπόν ο νους στέκεται καλά στη βάση του και κάνη σωστή χρήση των νοημάτων, τότε κατ’ ανάγκη, γίνεται και σωστή χρήση των πραγμάτων. Εάν όμως δεν γίνεται σωστή χρήση των νοημάτων, διότι ο νους δεν στέκεται καλά, κάνει παράχρηση των πραγμά¬των, πού είναι η παρά φύσιν ζωή, Αρχίζει πλέον η ενοχή και η πτώση. Άρα μετανοεί σωστά εκείνος πού αντιλαμβάνεται ότι δεν πάει καλά και ανακαλεί το νου στην βάση του, ώστε να στέκεται σωστά, να συλλαμβάνει ορθώς τα νοήματα του, να τα κρίνη και να τα τοποθετή καλά. Ως προς μεν τον Θεό, να πιστεύη σωστά, ως προς τους ανθρώπους του δέ, να διάκειται με συμπάθεια και ΑΓΑΠΗ και ως προς τον εαυτό του, να φρονή πάντοτε ταπεινά. Τότε ακριβώς μπαίνει μέσα στην μετάνοια. Αυτός ο τρόπος είναι απαραίτητος για όλους μας, γιατί αφηρημένη έννοια μετανοίας δεν υπάρχει. Πιστεύομε φυσικά στο Θεό, αλλά ο τρόπος πού πιστεύομε είναι πολύπλοκος. Η πίστη δεν στέκεται μόνο στο να πιστέψωμε πώς υπάρχει ο Θεός και ότι είναι αυτός πού περιγράφεται στην Γραφή. Αυτό δεν λέει πολλά. Αυτό είναι μέν έτσι, αλλά και να καταργήσωμεν αυτού του είδους την πίστη, ο Θεός μένει πιστός, δεν καταργείται. Εκείνο πού μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι από την πίστη μας αυτή προς τον Θεό τί μπορούμε να πάρωμε. Από την αποκάλυψη μάθαμε την καταγωγή μας. Ότι έκτίσθημεν, έξ αρχής, «κατ’ εικόνα και όμοίωσιν» του Θεού. Μετά, η πτώση μας έφερε σ’ αυτή την αθλιότητα πού ευρισκόμεθα τώρα, έγλειστοι, εγκλωβισμένοι σ’ αυτή την φυλακή, στην κοιλάδα του κλαθμώνος· και τώρα μας παρεχώρησε ο Θεός δύναμη και τρόπους και χάριν επιστροφής εκεί απ’ όπου ξεπέσαμε.
Τώρα ακριβώς η προσπάθεια μας είναι στο πώς να επιτύχωμε να ανακαλέσωμε τον εαυτό μας στην σωστή βάση και να πείσωμε πρώτα τον Θεό ότι μετανοούμε για το αμαρτωλό παρελθόν της άγνωσίας μας. Μαζί δε μ’ αυτή την απόφαση, να άρχίσωμε πρακτική εφαρμογή των αντιθέτων ακριβώς θέσεων, να κάνωμε πλέον απ’ εδώ και στο έξης αυτά πού μόνο ο Θεός θέλει και αγαπά.
Η παρά φύσιν ζωή, στην οποία ευρίσκονται όσοι ακόμα δεν άρχισαν να μετανοούν, είναι ο νόμος της επιθυμίας. Μετά την πτώση, ο άνθρωπος απώλεσε το απλούν, έχασε την προσωπικότητα του και εκεί πού υπήρχε το απλούν, τώρα ήλθε η πονηρία και η δια-στροφή. Τώρα χρειάζεται τιτανικός αγώνας ούτως ώστε να κρατούμε την θέση μας- όχι εκεί πού μας σπρώχνουν οι εσφαλμένες αισθήσεις και τα πάθη και ο νόμος της επιθυμίας, αλλά εκεί πού είναι μόνο ο νόμος της χρείας, περισσότερον εκεί πού αρέσκεται ο Θεός.
Ο Προφήτης Δαυΐδ, μέσα στους ψαλμούς περιγρά¬φει την αθλιότητα της παρά φύσιν ζωής, του πεπτωκότος ανθρώπου, πού άλλοτε τον αποκαλεί «παλαιόν άνθρωπο» και ο Παύλος συμπληρώνει, «σύν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις». Άλλοτε πάλι ο ίδιος Άπόστολος τον ονομάζει «σώμα της αμαρτίας». Αυτή η θέση είναι και λέγεται παρά φύσιν. Δεν έχει απαιτήσεις φυσιολογικές, αυτές πού χρειάζονται στους φυσικούς νόμους της ζωής μας, αλλά απαιτεί εκπληρώσεις παθών παραλόγων, πού δεν είναι όροι φυσιολογικοί, αλλά όροι της επιθυμίας. Όπως το ζώο δεν έχει λογική νά. κρίνη αυτό πού του χρειάζεται, αλλά έχει όρμή, έτσι καταλήγει και ο παλαιός, ο έφθαρμένος άνθρωπος· βαδίζει με τους λόγους της ορμής.