Ενθυμήσεις για τον πνευματικό μου πατέρα, Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινό
1 Ιουλίου 2010
Αφιέρωμα αγάπης και χρέους στον μακαριστό, πνευματικό μου πατέρα, Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινό, με αφορμή ενός χρόνου από την εκδημία του.
Θύμισες από μια ανάξια πνευματική του ‘κορούλλα’
“Με περιμάζεψε ο γέροντάς μου, όπως συνήθιζε να περιμαζεύει τα ορφανά γατάκια που κατέφευγαν στο κελί του και μ’ άφηνε νοερά να κάθομαι στην ποδιά του, όπως έκανε και μ εκείνα.
Θυμάμαι όταν διάβαζα βιβλία για μεγάλους γεροντάδες κι’ έβλεπα την αληθινή αγάπη που είχαν με τα πνευματικά τους παιδιά, ποθούσα μ’ όλη μου την καρδιά να βρω κι εγώ «έναν παππούλη που να μ’ αγαπά και να με προστατεύει με την προσευχή του!». Που να φανταστώ ότι αυτήν την ανώριμη, παιδιάστικη προσευχή θ’ άκουγε σύντομα ο καλός Θεός και θα μ’ έσερνε στο δρόμο του γέροντά μου, Ιωσήφ, μια από τις ελάχιστες φορές που κατέβη στη χώρα μου από τ’ Άγιο Όρος;
Πού να φανταστώ ότι εκείνο το χαριτωμένο, γαλανόμματο γεροντάκι, που γνώρισα τυχαία πριν δεκατέσσερα χρόνια, θα γινόταν μια για πάντα ο γλυκύτατος και λατρευτός μου πνευματικός πατέρας; Πως μπορούσα να προβλέψω ότι μια μικρή αυθόρμητη υπακοή που του έκανα, στην πρώτη μας κιόλας συνάντηση, θα γινόταν η αφορμή μιας πνευματικής, ανηφορικής πορείας, γεμάτης από τα δικά μου πισωγυρίσματα, σκουντουφλήματα και πείσματα , κρεμασμένη από το αγιασμένο του ράσο; Πως μπορούσα να φανταστώ πόση δική του αγάπη, φροντίδα και αυτοθυσία θα περιλάμβανε αυτή η πνευματική πατρότητα και πόσο μόχθησε να μορφώσει στο κοσμικό μου μυαλό, το Χριστό μας;
«Μπορώ να σε αγαπώ, παππούλη;» τον ρώτησα σ’ εκείνη τη σύντομη συνάντηση. Και έμεινα κατάπληκτη: « Μα, εγώ ήδη σε αγαπώ, κορούλα μου!» Κι όταν παντρεμένη γυναίκα με μικρό μωρό, σκίρτησα από αγαλλίαση, σαν το βρέφος στην αγκαλιά της μάνας του, για την απύθμενη ευεργεσία του Θεού, άκουσα απ ‘ αυτόν το : «Δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την επιθυμίαν σου πληρώσαι». Κι’ έτσι σφραγίστηκε μια ζεστή, σχέση παιδιού- πατέρα, που με κάνει να λυγίζω μπροστά το μέγεθος του πνευματικού χρέους που θα κουβαλώ για το υπόλοιπο της ζωής μου».
Σημειώσεις ημερολογίου μιας σύντομης συνάντησης μαζί του στην Θεσσαλονίκη το 1998.
Ο παππούλης κράτησε το λόγο του και με φώναξε να πάω στη Θεσσαλονίκη. Πήγα τη Δευτέρα μέχρι και την Τρίτη 10, Νοεμβρίου. Μιάμιση μέρα χάριτος και ειρήνης. Έγιναν όλα ξαφνικά και γρήγορα σαν το όνειρο…
Τον παππούλη το είδα από τις 2 το μεσημέρι μέχρι τις 6 το απόγευμα, που πήγα στο ξενοδοχείο και την άλλη μέρα μέχρι τις 5 το απόγευμα, που θα έφευγα. Με υποδέχτηκε με τόσο αγάπη και καλοσύνη που όλη η κούραση του ταξιδιού εξαφανίστηκε αμέσως.
Μου μιλούσε πολύ για τη ζωή του, για το ξεκίνημά του, για τους πειρασμούς του στα διάφορα μοναστήρια (« Όχι, για να σου περηφανευτώ, αλλά για να σου δείξω ότι τούτα που περνάς εσύ δεν είναι τίποτε”), για τον παππούλη του( τον μακαριστό γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή), για τη χάρη και την ευλογία που πήραν όλα του τα παιδιά μετά το θάνατό του.
Γ.Ι. « Άνοιξε η διαθήκη του μετά το θάνατό του και ενώ εμείς είμαστε περιφρονημένοι και ευτελείς, ξαφνικά γίναμε γίγαντες».
Μου μίλησε και για τις ζωές διαφόρων πνευματικών του παιδιών, ως παραδείγματα υπομονής και καρτερίας. Τα μάτια του γέμιζαν πολλές φορές δάκρυα, ειδικά όταν μιλούσε με πολλή ταπείνωση για τις ευεργεσίες του Θεού, για την πολλή Του αγάπη « σ εμένα τον πεταμένο, τον ευτελή, το νεκρό πλάσμα, που ήμουν σαν αποβολή».
Με γέμιζε με συμβουλές να κάνω υπομονή, να προσεύχομαι. Δύο φορές προσευχήθηκε, μάλιστα, μπροστά μου στο Θεό, για να με διδάξει τι να Του λέω: «Πανάγαθε Πατέρα μου, ενώ ήξερες ποια ήμουν , δεν με σιχάθηκες και με τράβηξες από το βούρκο και με έβγαλες από μέσα, μη με αφήσεις τώρα να χαθώ, κράτησε με κοντά Σου, δώσε μου τη Χάρη Σου και δίδαξέ με πώς να κάνω το θέλημα Σου».
Δυστυχώς, δεν μπορώ να θυμηθώ όλα όσα έλεγε σ’ αυτές τις τόσο συγκινητικές προσευχές, αλλά επέμενε ότι « όταν τα λες αυτά, τα λες όλα, τίποτε άλλο δεν χρειάζεσαι». Μου τόνιζε πως αν κρατήσω την αυτομεμψία και αν νιώθω ότι είμαι το κατώτερο πλάσμα και ότι βρίσκομαι στο κατώτερο σημείο, θα σωθώ και δεν θα υπάρχει περίπτωση να πλανηθώ. Και γέμιζαν συνέχεια τα μάτια του. Το ίδιο και τα δικά μου….
Καθόμουνα στο πάτωμα κοντά στα πόδια του και κάπου, κάπου μου χάιδευε το κεφάλι. Ουράνιες στιγμές… Ποιος μπορεί να τις περιγράψει; Με κρατούσε με την αγάπη του, με κρατούσε με την προσευχή του….
Μου επανέλαβε πολλές φορές ότι :«Όση μεγαλύτερη η πίστη στον πνευματικό πατέρα, τόσο μεγαλύτερη η ανάληψη από το λογαριασμό της προσευχής που καταθέτει ο παππούλης στον ουρανό. Και τόσο μεγαλύτερη και η αίσθηση του παιδιού για την αγάπη του πατέρα του.
Τον πίεζα να μου πει αν όντως έρχεται, όταν εγώ νομίζω ότι έρχεται και με βλέπει, αλλά αρνιόταν από ταπείνωση. «Εγώ κοιμάμαι στο κρεβάτι μου», μου έλεγε. Αλλά και «πάντα δυνατά τω πιστεύωντι». Πράγματι…
Τι να πω για το πόσες φορές πεταγόταν σαν ελατήριο, παρά τα χρονάκια του, να με κεράσει είτε γλυκό, είτε καφέ, είτε τυροπιτάκια…
Αλλά πάντοτε κρατούσε το επίπεδο αρκετά ψηλό πνευματικά, χωρίς να λείπουν και οι πολιτικές συζητήσεις, τα αστειάκια και οι προρρήσεις για το μέλλον. Ότι δηλαδή σε λίγα χρόνια θα γίνει ο μεγάλος Ευρωπαϊκός πόλεμος, κατά τον οποίο θα επέμβει η Ρωσία, γιατί θα κτυπήσουν οι Τούρκοι την Ελλάδα στο Αιγαίο για τα πετρέλαια. Θα σκοτωθούν 230 εκατομμύρια άνθρωποι και ο Ιωάννης, ο οποίος θα κληθεί από άγγελο να αναλάβει την οικουμένη, θα μαζεύει για χρόνια τα κόκαλα των νεκρών για να τα θάψει… .Μετά ,θα γίνει μια αναλαμπή για να ενδυναμωθούν οι χριστιανοί και ύστερα θα έρθει ο Αντίχριστος. Τότε θα αντιδράσει και η φύση και θα σαλευτεί και θα στερέψουν τα ποτάμια και η θάλασσα θα μπαίνει στη στεριά για μίλια και μετά θα τραβιέται . Θα γεμίζει ο τόπος δυσωδία από τους νεκρούς.( Δεν έγινε έτσι με το τσουνάμι στην νοτιοανατολική Ασία, λίγα χρόνια αργότερα, που κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους;) Δεν θα φυσά άνεμος και δεν θα βρέχει. Οι άνθρωποι θα ζητούν να πεθάνουν και δεν θα μπορούν. Όμως, για τους λίγους, τους εκλεκτούς, ο Θεός θα κολοβώσει τις μέρες αυτές.
Λίγη ώρα που έπρεπε να ξεκουραστεί το μεσημέρι, εγώ πήγα στο διπλανό βιβλιοπωλείο και αγόρασα θρησκευτικά βιβλία. Βρήκα μάλιστα « Τα πνευματικά Γυμνάσματα» του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη.
Γ.Ι. «Αυτό το διάβαζα και εγώ. Και τον « Πνευματικό πόλεμο» γιατί ήταν εύκολη η γλώσσα και έμαθα στην πράξη την αυτομεμψία. Αυτό να κρατήσεις και εσύ και μη φοβάσαι».
Π.Π. «Παππούλη ,έχω διαβάσει εκατοντάδες βιβλία και τίποτα δεν θυμάμαι.»
Γ.Ι. «Όχι, μη λες έτσι. Είναι ο σπόρος και όταν θέλει ο Θεός θα καρποφορήσει».
Όταν του έλεγα τις αμαρτίες μου, μου έλεγε να μην τα σκέπτομαι , αλλά μόνο την άπειρη ευσπλαχνία του Θεού.
Γ.Ι. «Εγώ ιλιγγιώ όταν το σκέπτομαι. Ότι ανάμεσα σε εκατομμύρια ανθρώπους, διάλεξε εμάς τους ευτελείς και τους λειψούς για να μας σώσει…»
Πάντοτε έβαζε και τον εαυτό του με τους αμαρτωλούς και μου έλεγε :
Γ.Ι. « Να χαίρεσαι γι αυτά που περνάς τώρα με την οικογένειά σου, γιατί σημαίνει ότι ο Θεός δέχτηκε τη μετάνοιά σου και σε καθαρίζει εδώ, για να πληρώσεις τον πνευματικό νόμο και να εξοφλήσεις πριν πάς εκεί».
Μου γεννιόταν η επιθυμία, ενώ καθόμουν εκεί, να αγωνιστώ για να τον κάνω περήφανο και να του κάνω υπακοή. Και του το έλεγα.
Γ.Ι. «Δεν θέλω τίποτε εγώ, κόρη μου. Το Θεό να κάνεις να χαίρεται. Σε μένα, τι υπακοή να κάνεις; Είσαι κοινωνικός άνθρωπος. Να υπακούσεις τις εντολές του Θεού και να κάνεις υπομονή στον αγώνα σου. Η προσοχή σου συνεχώς να είναι στραμμένη στο Θεό.. Τίποτε άλλο δεν έχει αξία. Εγώ είμαι έτοιμος να φύγω. Τίποτε δεν με απασχολεί, ούτε με ενδιαφέρει».
Τον ρώτησα τι θα γίνει άμα φύγει.
Γ.Ι. «Γιατί ο Θεός πού είναι, κόρη μου; Εκείνος είναι το Παν. Εμείς είμαστε μόνο τα βοηθήματά που κρατάτε για να πάτε στον δρόμο που θα σας φέρει σ’ Εκείνον».
Όταν ήρθε η ώρα να φύγω και άρχισα να πονώ και να στεναχωριέμαι, εκείνος μου έλεγε αστεία για να με χαροποιήσει… ‘Γινόταν τοις πάσοι τα πάντα’. Όταν πια τον αποχαιρέτισα, ήρθε και αυτή τη φορά στον ανελκυστήρα να με αποπέμψει. Το πρόσωπό του έλαμπε και πάλι, όπως την προηγούμενη φορά, με ένα απαλό, λευκό φώς, ενώ το φώς του ανελκυστήρα ήταν κιτρινωπό και ο διάδρομος σκοτεινός. Πράγματι τον φώτιζε η Θεία Χάρις και ευδόκησε ο Θεός να το δω και να το θυμηθώ λίγο αργότερα που σκεφτόμουν τον αποχαιρετισμό του με θλίψη.…
Πώς έφυγα, δεν ξέρω. Στο αεροπλάνο ένιωθα κατάνυξη και είχα πολλή διάθεση για προσευχή. Αυτό ήμουν σίγουρη ότι ήταν αποτέλεσμα της δικής του προσευχής. Το βράδυ στο σπίτι κοιμήθηκα ειρηνικά.
Ο πειρασμός με την μελαγχολία ήρθε την επόμενη.
Τι μου έμεινε τελικά από αυτή την ευλογημένη επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη; Πολλά. Η πολλή του αγάπη και η ήρεμη, γαλήνια ατμόσφαιρα. Και οι τόσες διδαχές του…
Όταν επέστρεψα και τον πήρα τηλέφωνο για να του πω για τη θλίψη μου που έφυγα, μου λέει:
Γ.Ι. «Μα δεν έφυγες. Δεν αισθάνομαι ότι έφυγες!»
Π.Π. «Ναι, αλλά εγώ που νιώθω έτσι;»
Γ.Ι. «Είναι το είδος του σταυρού μας. Εδώ είναι εξορία. Ξεχνάμε και νομίζουμε ότι δεν είναι. Αλλά είναι. Πλανόμαστε δηλαδή. Αυτό που νιώθεις είναι αλλοιώσεις. Έφυγε ο ήλιος και ήρθε το σύννεφο. Δεν είναι τίποτε. Έτσι είναι».
Π.Π. «Μακάρι να ήμουν ακόμα εκεί. Τώρα ήρθα στην κόλασή μου…»
Γ.Ι. «Ο τρόπος είναι να κλαίς. Να πας εκκλησία, όπου νάνε, φτάνει να κλαις! Να κλαίς για να βρεις καρποφορία. Αυτός είναι ο τρόπος της ανόδου.»
Κλείσαμε… Έμεινα ορφανή και πάλι…