Τι σχέση έχουμε εμείς μαζί σου;
27 Ιουνίου 2010
Βασίλειου Επισκόπου Σελευκείας
Λόγος στους δαιμονιζόμενους ( Ε΄ Κυριακή Ματθαίου)
Πολλές είναι οι επιβουλές των δαιμόνων κατά των ανθρώπων πολλαπλάσια όμως η βοήθεια του Θεού στους ανθρώπους. Πράγματι, εάν δεν μας υπεράσπιζε η άνωθεν συμμαχία, θα είχε εξαφανισθεί προ πολλού το γένος μας από τις πολιορκίες των δαιμόνων. Διότι ποιά ευκαιρία ή ποιό χρόνο άφησαν χωρίς πειρασμούς; Πότε έπαψαν να ετοιμάζουν παγίδες στην ανθρώπινη φύση και να σχεδιάζουν τις συμφορές μας;
Βεβαία, δεν είναι πονηρή η φύση του διαβόλου, αλλά αποδείχθηκε μοχθηρή η προαίρεσή του. Σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο Δημιουργός τη διοίκηση του αέρα, όπως ο ακροατής των ουρανίων Παύλος μας απεκάλυψε λέγοντας: «…υπακούοντας στον άρχοντα των πονηρών δυνάμεων που βρίσκονται ανάμεσα σε ουρανό και γη(στον αέρα) στο πνεύμα που εξουσιάζει όσους δεν υπακούουν στο Θεό». Έπειτα όμως επιθυμώντας να υπερβεί τη φύση του ξέπεσε της αξίας του, χάνοντας το θρόνο εξαιτίας του φρονήματός του· έγινε, δηλαδή, ο όγκος του φρονήματος μέτρο της στερήσεως του Πνεύματος. Γι’ αυτό, λοιπόν, άρχισε να ασχολείται με τους ανθρώπους, εκδηλώνοντας έτσι την αποστροφή του προς τον Δημιουργό, και να προσπαθεί με διάφορες μηχανορραφίες να αμαυρώσει την εικόνα του Κτίστου. Επειδή, δηλαδή, δεν μπορούσε να πολεμήσει κατευθείαν το Θεό, μεθοδεύει αλλιώς τη μάχη, διδάσκοντας τα κτίσματα να επαναστατούν κατά του Κτίστου. Έτσι, αμέσως μόλις πλάσθηκε ο πρώτος άνθρωπος και έφερε τα χαρακτηριστικά της εικόνας, τον συμβούλευσε να μελετήσει την αντιθεΐα λέγοντας: «Εν η αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί, και έσεσθε ως Θεοί». Καθώς δε πλήθαινε το γένος, του βάζει λογισμούς ειδωλολατρίας· κατάντησε το κτίσμα σε τόσο σκοτασμό, ώστε να προσκυνά την κτίση αγνοώντας τον Κτίστη. Και έβλεπες παντού βωμούς και ναούς και κατασκευές ειδώλων, αίματα και χορούς δαιμόνων.
Δεν αρκέσθηκαν όμως σ’ αυτή την αποπλάνηση των ανθρώπων οι δαίμονες, ούτε στις τιμές που απολάμβαναν από αυτούς, αλλά και τιμωρούσαν τους αθλίους ανθρώπους και εισχωρώντας μέσα τους κατοικούσαν σ’ αυτούς. Δεν αφήνει όμως ο Θεός αβοήθητο το πλάσμα του, αλλά αφού χρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους θεραπείας, τελευταία, θέτει σε ενέργεια το σοφό σχέδιο της εν Χριστώ οικονομίας, προξενώντας έτσι το αύτανδρο ναυάγιο των δαιμόνων αναγγέλλοντας δε την ελευθερία με τα λόγια, επιβεβαίωνε την υπόσχεση με θαύματα.
Αυτό μας παρέστησε με σαφήνεια η διήγηση του Ευαγγελίου που αναγνώσθηκε. Ελέγχει την επήρεια των δαιμόνων και δείχνει τη βοήθεια που παρέχει ο Θεός στους ανθρώπους: «Εξελθόντι δε αυτώ επί την γην υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν». Αυτός είναι ο θυμός των δαιμόνων κατά των ανθρώπων. Επιθυμούν να τους καταλάβουν όλους, λυπούνται όμως που δεν μπορούν ούτε καν να τους επηρεάσουν όλους· «υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως». Η μία συμφορά πιο τρομερή από την άλλη· οι δαίμονες κατοικούσαν μέσα του και ο ίδιος κατοικούσε στα μνήματα, ώστε κατοικώντας εκεί και συγχρόνως κατοικούμενος να αναγκάζεται να συγκατοικεί με τους νεκρούς. Μάλλον ήταν καταδικασμένος να υπομένει μία ζωή βαρύτερη από το θάνατο· γιατί σ’ εκείνους που απέρχονται, ο θάνατος κλέπτει την αίσθηση των παθημάτων και ο τάφος χαρίζει στους νεκρούς ελευθερία από τα λυπηρά· ενώ εκείνος ήταν μεν κατά τ’ άλλα νεκρός, ζούσε δε μόνο τόσον, όσο να αισθάνεται την ταλαιπωρία του και δεν μπορούσε να απαλλαγεί απ’ αυτή. «Και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο». Πόσον αλλοπρόσαλλη είναι η κακία του διαβόλου! Τον Αδάμ που ήταν γυμνός τον έντυσε με ντροπή-αισχύνη. «Και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας έρημους»· δάνειζε και δύναμη στον πάσχοντα για να διαρρήξει τα δεσμά· γιατί στο πάθος αυτό υποχωρεί ακόμη και το σίδηρο και αποδεικνύεται ανίσχυρο. Δεν άφηνε κανένα να περάσει απ’ αυτό το μέρος· σαν λυσσασμένο είχε εξαπολύσει ο δαίμονας τον άνθρωπο εναντίον των ανθρώπων. Ομάς αν και με τόσες συμφορές τον είχε δέσει ο δαίμονας, δεν κατόρθωσε να τον εμποδίσει να συναντηθεί με τον Κύριο. Το πρώτο μέσο που χρησιμοποίησε η Πρόνοια ήταν αυτό: Οι δαίμονες, μη υποφέροντας την λαμπρότητα εκείνου που ήταν ενώπιον τους, φώναζαν: «Τί ημίν και σοι, Ιησού;» Αντιδρούν μόνο στο σώμα που φαίνεται, μη γνωρίζοντας ότι σ’ αυτό το σώμα είναι κρυμμένη η θεότητα. Διότι πώς μπορεί ο δούλος να φωνάζει στον Δεσπότη: «τί εμοί και σοι»; Περιφρονούν αυτόν που βλέπουν, επειδή δεν βλέπουν αυτόν που τους βασανίζει.
-Τί σχέση έχουμε εμείς μαζί σου; Ω, πόσους δικαίους έχουμε συναντήσει, και δεν δοκιμάσαμε από αυτούς παρόμοιο μαστίγωμα! Μας είναι αφόρητος ο εχθρός, ανυπόφορα τα βέλη του. «Τί ημίν και σοι;» Από τότε που ήλθες στη γη κήρυξες τον πόλεμο εναντίον μας· σε είδαν οι μάγοι όταν γεννήθηκες και σε προσκύνησαν, δραπετεύοντας από εμάς· σε άκουσαν οι τελώνες που μιλούσες και απέδρασαν από τα δικά μας τελώνια· τις πόρνες, τα θύματα μας, τις συνέλαβες εσύ με τη μετάνοια. Μία παρηγοριά μας είχε μείνει, τα παθήματα των ανθρώπων, και αυτή την απόλαυση μας την στέρησες. Εκεί ανόρθωσες τους παραλύτους· αλλού απάλλαξες τους κωφούς από το πάθος τους· εκεί χάρισες τις ηλιακές ακτίνες στους τυφλούς· εκεί απέλυσες τους νεκρούς από τους τάφους. Ετοιμόρροπο κατάντησες το δεσμωτήριο του θανάτου, το οποίον εμείς με τόσους κόπους οικοδομήσαμε. Όσες θεραπείες προσέφερες στους ανθρώπους, τόσες τιμωρίες προκάλεσες σ’ εμάς. «Τί ημίν και σοι Ιησού, Υιέ του Θεού»; Τον αποκαλούν μεν Υιό του Θεού, δεν γνωρίζουν όμως ότι ο Υιός είναι Θεός. Επειδή υιοί του Θεού αποκαλούνται και όσοι για την μεγάλη αρετή τους εξοικειώθηκαν με το Θεόν. Με αυτή την έννοια λέγει: «υιός πρωτότοκος μου Ισραήλ»· και πάλι «Εγώ είπα· θεοί έστε και υιοί Υψίστου πάντες». Και πάλι «ιδόντες δε οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων». Αυτό το όνομα, δηλαδή, δεν είναι γνώρισμα μόνο της φύσεως, αλλά και της οικειότητας. Αυτή την άγνοια έδειξε ο διάβολος και σ’ αυτά που συνέβησαν στον Ιορδάνη. Διότι ακούγοντας τη φωνή που ερχόταν από τον ουρανό «Ούτος έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός», του έλεγε, επειδή αγνοούσε, «ει Υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Εάν γνώριζε ότι ομιλεί σε Θεό, πώς προσπαθεί να τον φοβίσει προστάζοντάς τον να πέσει κάτω; Γιατί η φύση του Θεού δεν γνωρίζει ούτε ύψος ούτε βάθος. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος έτσι διηγήθηκε τα λόγια των δαιμόνων: «Τί ημίν και σοι, Ιησού Ναζαρηνέ»· δεν απευθύνεται σ’ αυτόν ως ποιητή των ανθρώπων, αλλά σαν πολίτη της Ναζαρέτ. Αφού είσαι ορατός, λέει, να ενεργείς ανάλογα· άνθρωπο βλέπουμε, αλλά σαν από Θεό διωκόμαστε· το μαστίγωμά σου δεν μοιάζει με Ναζαρηνού, δείχνεις να έχεις κατεβεί από τον ουρανό· αποκάλυψε τη φύση με τα έργα σου. «Τί ημίν και σοι, Ιησού, Υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» Τί λες, διάβολε; Σ’ αυτόν που δημιούργησε τον μετρητό χρόνο και έθεσε τους όρους της Κρίσεως τολμάς να φωνάζεις: Τώρα ήλθες; Αλλά δεν γνωρίζει ότι αυτή που τώρα ήλθε είναι η αθάνατη φύση, επιβεβαιώνοντας την άφιξή της με τη δουλική μορφή· δεν γνωρίζει ότι ο Κύριος και Θεός των όλων φορά την στολή που έλαβε από τον Δαυίδ. Παρακινείται μεν σε καταφρόνηση από τη θέα, μαστιγώνεται δε αοράτως από την ενέργεια της θεότητας, γι’ αυτό εκστομίζει λόγια θρασύτητας μαζί και ικεσίας. «Τί ημίν και σοι, Ιησού; Δέομαί σου, μη με βασανίσεις». Δειλία και θρασύτητα έχουν τα λόγια του. Δυναμώνει τη φωνή σαν δούλος αυθάδης, αλλά και ικετεύει σαν κατάδικος που μαστιγώνεται. «Ήλθες ώδε προ καιρού»· από πού έμαθε ότι δεν είναι τώρα η ώρα της κρίσεως; Πώς γνωρίζουν ότι βασανίζονται πριν την ώρα τους; Γνωρίζουν από αυτά που κάνουν ότι θα τιμωρηθούν για τα έργα τους. Έβλεπαν ότι τώρα δεν τους τιμωρούσε, αλλά μόνο τους εδίωκε από τους ανθρώπους. Από το ότι λοιπόν δεν τιμωρούνται, συμπεραίνουν ότι δεν έχει έλθει ο καιρός των βασάνων. Υποφέρουν πριν από την Κρίσι, επειδή διατάζονται να παύσουν να ταλαιπωρούν τους ανθρώπους. «Παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του άνθρωπου». Δεν τους έσυρε ακόμη στο δικαστήριο· δεν τους έδειχνε ακόμη το φοβερό του βήμα· δεν άναβε ακόμη τη φλόγα της Κρίσεως, αλλά μόνον με απειλές αναχαίτιζε την ορμή τους· τόση ήταν η δύναμη του πάθους! Θέλοντας όμως ο Δεσπότης να δείξει στους παρόντες ακόμη και μέσα στα δεινά την ανέκφραστη πρόνοιά του για τους ανθρώπους, ρωτά: «Τί όνομα σοι; και απεκρίθη λέγων λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί έσμεν». Δεν ρωτά επειδή αυτός είχε ανάγκη να ρωτήσει, αλλά για να αποκάλυψη σε μας πόσοι φονιάδες δαίμονες είχαν καταλάβει το ανθρώπινο σώμα και παρ’ όλα αυτά εκείνο δεν είχε αφανιστεί ότι πλήθος δαιμόνων εκστρατεύοντας εναντίον ενός άνθρωπου δεν υπερίσχυσε. Δεν τον κρήμνισαν στους βράχους, δεν τον κατατεμάχισαν, δεν κατασπάραξαν τον άνθρωπο μαζί με τα σίδερα που φορούσε· αλλά άντεξε στις τρικυμίες των δαιμόνων, προστατευόμενος μέσα στα βασανιστήρια από το χέρι του Θεού. Και μάλιστα ο Ευαγγελιστής φιλοτιμείται να προσθέσει το ακόμη σημαντικότερο: «πολλά χρόνια τον είχε κυριεύσει». Τί ανυπέρβλητη κηδεμονία! Δεν βασανίζονταν λιγότερο από ό,τι βασάνιζαν, αφού ο τρόπος τους ήταν φονικός, αλλά δεν ε