Το σκοτάδι θα γίνει φοβερό, πηχτό.
20 Ιουνίου 2010
Όταν οι φαρισαίοι απομακρύνθηκαν από τον Κύριο, Εκείνος εξήγησε στους μαθητές Του ότι σημείο που θα προδιαγράφει το τέλος του κόσμου και τη δεύτερη έλευση του Χριστού θα είναι μια σπουδαία και ασυνήθιστη υλική ευημερία και πρόοδος. Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν το Θεό, θα ξεχάσουν τον ουρανό, θα ξεχάσουν την αιωνιότητα. Θα στρέψουν όλη τους τη προσοχή στη γη, σα να επρόκειτο να ζήσουν αιώνια. Αυτή θα είναι η πλάνη τους. Όλη τους η προσπάθεια θα επικεντρωθεί στο πώς θ’ αποκτήσουν την υψίστη δυνατή και αν είναι δυνατόν αδιατάρακτη ευημερία. Μπορεί να σκεφτεί κανείς κάτι πιό παράλογο απ’ αυτό;
Ούτε αυτός ο θάνατος που μας κυριεύει όλους δεν μπορεί να μας πείσει πως είμαστε φτιαγμένοι για την αιωνιότητα, πως στη γη είμαστε απλοί οδοιπόροι και μάλιστα για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό το λόγο ακριβώς κύρια και πρώτιστη μέριμνα μας πρέπει να είναι η αιωνιότητα. Η φροντίδα μας για τα εγκόσμια πρέπει να περιοριστεί στα πιο αναγκαία. Αν κι η τάση της εγκοσμιότητας είναι αυτονόητα παράτολμη κι αλόγιστη, όμως θα επικρατήσει στη γη· η εκπλήρωση της θείας προφητείας είναι αναπόφευκτη.
Αν η εκπλήρωσή της έχει κάνει ήδη την εμφάνιση της και τα σημεία της είναι ολοφάνερα, τότε για μας χρησιμεύει σαν μια καθαρή απόδειξη της αλήθειας του Λόγου του Θεοί που διακήρυξε: «όπως έγινε στις μέρες του Νώε, έτσι θα γίνει και με τον ερχομό του υιού του ανθρώπου» (Λουκ. ιζ’ 26).
Οι ήμερες του Υιού του ανθρώπου υποδηλώνουν το χρόνο που θα προηγηθεί της παρουσίας Του και θα συμπληρωθεί με αυτή. Τότε θα είναι η έναρξη της αιώνιας μέρας, της ανέσπερης, που θα σημάνει και το τέλος του χρόνου. Ο χρόνος θα τελειώσει με το τέρμα των φαινομένων που τον ορίζουν και τον κάνουν αισθητό. Δε θα υπάρχει χρόνος που θα χωρίζεται σε μέρα και νύχτα, σε πρωί και βράδυ, σε βδομάδες και μήνες, έτη και αιώνες. Όλα αυτά θ’ αντικατασταθούν από μία και αιώνια μέρα.
Η Αγία Γραφή μας λέει πως οι σύγχρονοι του Νώε κι οι συμπολίτες του Λωτ είχαν επιδοθεί σε άκρα ακολασία. Η ακολασία προκαλείται όταν ο άνθρωπος απομακρύνεται από το Θεό, όταν προσπαθεί αποκλειστικά ν’ αποκτήσει τα επίγεια αγαθά και να προκόψει σωματικά. Τί χρόνο μπορεί να διαθέτει για να σκεφτεί το Θεό και να επιμεληθεί τη σωτηρία του εκείνος που αποκλειστικά και αδιάλειπτα είναι απασχολημένος με τα εγκόσμια; Ο άνθρωπος που αμελεί να γνωρίσει το Θεό και να φροντίσει για τη σωτηρία του, που μοναδική του μέριμνα είναι το πώς θα τακτοποιηθεί καλύτερα σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, πάντα σύμφωνα με τις σωματικές αδυναμίες του, διαμορφώνει την πεσμένη φύση του μ’ ένα τρόπο που ούτε ο ίδιος καταλαβαίνει και κατανοεί. Την αθάνατη ψυχή του τη μεταχειρίζεται σαν θνητή. Σκοτίζεται και αποξενώνεται από το Θεό. Κατακλύζεται ολόκληρος από την αμαρτία, γίνεται ο ίδιος σχέτη αμαρτία, μεταβάλλεται σε σάρκα. Απομακρύνεται από το Θεό, αποξενώνεται απ’ Αυτόν, αφοί έχει ξεχάσει το λόγο για τον οποίο ο Δημιουργός τον κάλεσε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη.
Συνέπεια της εκπληκτικής και απρόβλεπτης υλικής ευημερίας και προόδου είναι η παγκόσμια ακολασία. Η κατάσταση αυτή είναι το σημείο του τέλους του αιώνος τούτου και της επερχόμενης φοβερής δεύτερης έλευσης του Χριστού. Στους έσχατους χρόνους της πορείας του ανθρώπου στη γη η ακολασία, στην ευρύτερη έννοια του όρου, θα είναι η χαρακτηριστική ιδιότητα της ανθρωπότητας. Τότε δε θα βασιλεύει πια η αγάπη. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος, τότε «γιατί οι άνθρωποι θα είναι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, απειθείς στους γονείς τους, αχάριστοι, ασεβείς, άστοργοι, αδιάλακτοι, συκοφάντες, άσωτοι, άγριοι, αφιλάγαθοι, προδότες, αυθάδεις, εγωιστές, φιλήδονοι περισσότερο παρά φιλόθεοι· θα δείχνουν ότι έχουν ευσέβεια, αλλά θα έχουναρνηθεί τη δύναμή της» (Β’ Τιμ. γ’ 2-5).
Η αμαρτία θα φτάσει στο αποκορύφωμά της. Και το σκοτάδι θα γίνει φοβερό, πηχτό, θα επικρατήσει μόνιμα, και μάλιστα θα’ χει το επικάλυμμα της ευσέβειας. Ποιός θα μπορέσει τότε να διακρίνει ότι εκείνο που μοιάζει να κοσμείται με την ευλάβεια, που ‘χει όλα τα διακριτικά της ευσέβειας κι όλη τη δύναμή της, είναι καταστροφικό και ολέθριο; Το ίδιο έγινε και με τη θρησκεία των Ιουδαίων όταν ήρθε ο Χριστός στη γη. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν με τίποτα να Τον καταλάβουν. Ούτε καν οι γραμματείς, οι λευίτες κι οι αρχιερείς των Ιουδαίων δεν μπόρεσαν να Τον κατανοήσουν, γιατί ήταν αλαζόνες και υπερήφανοι, στηρίζονταν μόνο στη γνώση και τη σοφία τους. Η σοφία τους όμως βασιζόταν κυρίως στην επιφανειακή γνώση του νόμου του Θεού, στο γράμμα του που «αποκτείνει». Η ζωή τους ήταν αντίθετη στις εντολές του Θεού. Και τέτοια ζωή βέβαια σκοτώνει την πίστη.
Η ανθρωπότητα δε θα βλέπει και δε θα κατανοεί ότι η κατάστασή της χειροτερεύει από ηθική και πνευματική άποψη. Αντίθετα, θα καυχιέται για τις επιτυχίες της, επειδή θα έχει τυφλωθεί και θα νομίζει για πρόοδο μόνο την υλική προκοπή. Θ’ αρνηθεί και θ’ απορρίψει την ανάγκη για ψυχή, αιωνιότητα και Θεό. Τη γη θα τη λογαριάσει αιώνια κατοικία της.
Όταν ο κόσμος θα διακηρύξει την επιτυχία του και θα υπερηφανεύεται γι’ αυτή, θα κομπάζει για την επίτευξη της ύψιστης ευημερίας και της αδιατάραχτης ειρήνης κι ασφάλειας, «τότε ξαφνικά πάνω τους έρχεται η καταστροφή» (Α’ Θεσσ. 5, 3). Ξαφνικά θα έρθει το τέλος του κόσμου. Κι ο κόσμος δε θα το περιμένει καθόλου αυτό το τέλος, επειδή θα ζει μέσα στο σκοτάδι, στη μαγεία και τη νάρκωση της εγκόσμιας επιτυχίας. Επειδή ακριβώς ο κόσμος είναι τυφλός και ζει μέσα στο σκοτάδι, η ήμερα του Κυρίου έρχεται «σαν κλέφτης μέσα στη νύκτα» (Α’ Θεσσ. ε’ 2). Αφού ο κόσμος θα είναι τυφλός, ο Κύριος ονόμασε το χρόνο της έλευσής Του «νύκτα».
(Αγ. Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, «Η βασιλεία του Θεού και ο αντίχριστος»)