Ο Μητροπολίτης Αμφιλόχιος για τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς.
19 Ιουνίου 2010
O κ. Κλείτος Ιωαννίδης, συγγραφέας του βιβλίου “Γεροντικό του 20ου αιώνος”, Εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος συνομιλεί με τον Μητροπ. Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο Ράντοβιτς
Κ.Ι.: Θα θέλατε, Σεβασμιώτατε, προτού μας μιλήσετε για το μεγάλο Γέροντα σας, να μας λέγατε λίγα λόγια γενικά για τους Γέροντες;
Α.Ρ.: Ο θεσμός των Γερόντων δεν είναι τυχαίο φαινόμενο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Θεολογικά στηρίζεται στο μυστήριο της αιωνίου πατρότητος, στο μυστήριο της σχέσεως του Υιού του Μονογενούς, του Χριστού μας, με τον αιώνιο Πατέρα. Και στη συνέχεια στηρίζεται στο μυστήριο της σχέσεως των δασκάλων, των καθοδηγητών στη ζωή κατά πίστιν, όπως είναι λόγου χάριν ο απόστολος Παύλος, ο οποίος έλεγε: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Αυτή η μίμηση δεν έχει την έννοια της εξωτερικής μιμήσεως, αλλά σημαίνει τη μετάδοση της ίδιας της ζωντανής παραδόσεως ως εμπειρίας. Κι αυτό είναι σημαντικότατο μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, διότι σ’ αυτή την εμπειρία στηρίζεται και η ζωή της Εκκλησίας. Οι άνθρωποι, που είναι φορείς αυτής της εμπειρίας, είναι εκείνοι οι οποίοι είναι μάρτυρες του Ευαγγελίου και αυτοί που φωτίζουν τον κόσμο. Ανέκαθεν είχαμε τέτοιους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το αν αυτοί ήσαν επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι ή μοναχοί. Σ’ όλες τις εσοχές είχαμε τέτοια φωτεινά πρόσωπα, που ήσαν στήριγμα της Εκκλησίας και των ψυχών” κι έχουμε και στην εποχή μας. Κι ευτυχώς, διότι η εποχή μας έχει τόσο απομακρυνθεί από την εμπειρία του Θεού, την οποία έχει αντικαταστήσει με την εμπειρία του κόσμου. Γι’ αυτό έχουμε περισσότερη ανάγκη της υπάρξεως στον αιώνα μας τέτοιων προσώπων, που έχουν την εμπειρία του Θεού, ώστε να μπορούν να μας καθοδηγούν. Ένας απ’ αυτούς τους Γέροντες ήταν και ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, ένας σύγχρονος διανοούμενος, ο οποίος σπούδασε και θεολογία και φιλοσοφία. Ήταν ως εκ της φύσεως του φιλόσοφος κι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Φιλοσοφικής Εταιρείας της Σερβίας το 1936 (1). Ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς βρίσκεται μέσα σ’ όλη τη μεταπολεμική, θα λέγαμε, περιπέτεια του σερβικού Έθνους και της σερβικής Εκκλησίας. Ήταν πολύ αξιόλογος άνδρας, πραγματικός διανοούμενος, θεολόγος, φιλόσοφος, ποιητής, γνώστης διαφόρων γλωσσών και διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στους κύκλους τους εκκλησιαστικούς και, γενικά, των διανοουμένων. Άφησε δε ένα τεράστιο συγγραφικό έργο. Μερικά από τα βιβλία του είναι μεταφρασμένα και στα ελληνικά. Στράφηκε προς την εμπειρία της Εκκλησίας, την οποία έζησε ο ίδιος και μελέτησε, ως δογματικός πρώτα, ως διανοούμενος. Αλλά κυρίως στράφηκε προς τους αγίους Πατέρες, προς τους βίους των αγίων και προς τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Όχι, όμως, με μια ακαδημαϊκή μελέτη, αλλά με μια έμπρακτη, μια βιωματική μελέτη.
Κ.Ι.: Σεις γνωρίσατε τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς. Κι είναι εξαιρετική χαρά για μας, Σεβασμιώτατε, που είχατε την καλωσύνη να μας μιλήσετε για την οσιακή αυτή μορφή, που παράλληλα υπήρξε και ένας επιφανής Ορθόδοξος θεολόγος .
Α.Ρ.: Τον γνώρισα όταν ήταν αποκλεισμένος στο μοναστήρι, μεταπολεμικά, που τον είχαν εκδιώξει από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου. Είχε έρθει στην κηδεία μιας γνωστής κυρίας στο Βελιγράδι και τότε τον είδα για πρώτη φορά. Ήσαν και επίσκοποι εκεί, αλλά στο πρόσωπο του πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς, στην εξαϋλωμένη εκείνη μορφή του, έβλεπες ένα ιερέα, ένα λευίτη του Θεού, που ξεχώριζε απ’ όλους τους άλλους, όχι μόνο με τη μορφή του, αλλά και με τη δύναμη του λόγου του και με την αφοσίωσή του προς το Θεό, η οποία έβγαινε από μέσα του. Στο μοναστήρι του πήγα, όταν έγινε η κουρά σε μοναχό του νυν Μητροπολίτη Ερζεγοβίνης κ. Αθανασίου Γιέβτιτς το 1959 συνάντησα τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς και από τότε συνδεθήκαμε μέχρι την τελευταία του πνοή.
Κ.Ι.: Τον γνωρίζατε, δηλαδή, είκοσι ολόκληρα χρόνια, εφόσον ο πατήρ Πόποβιτς εκοιμήθη το 1979.
Α.Ρ.: Βέβαια, εγώ έλειψα δώδεκα χρόνια από τη Σερβία, όταν πήγα στην Ελλάδα για τις μεταπτυχιακές σπουδές μου. Αλλά και τότε είχαμε γραπτή επικοινωνία. Είναι πολλά, πάρα πολλά, αυτά που θυμάμαι από τον πατέρα Ιουστίνο και δεν μπορεί να τ’ αναφέρει κανείς σε μια συνομιλία. Ας πούμε, λοιπόν, κάποια απ’ αυτά. Μια φορά μιλούσαμε με το Γέροντα -ήταν και ο τότε ιερομόναχος και τώρα Μητροπολίτης κ. Αθανάσιος Γιέβτιτς- για τα προβλήματα της εποχής μας και μας είπε: -Βλέπετε κι εγώ, αν δεν είχα αυτή την ευλογία του Θεού να πιαστώ από τον Κύριο, θα είχα μείνει κάποιος φιλόσοφος τύπου Νίτσε, απελπισμένος μέσα σ’ αυτό το άπειρο και άγνωστο Σύμπαν.Αυτό έδειχνε τη βαθύτατη αφοσίωση του και την αγάπη του προς το πρόσωπο του Κυρίου. Και λέγοντας αυτά τα λόγια, τα μάτια του έγιναν δύο πηγές, δύο ποταμοί δακρύων.
Κ.Ι.: Είχε τα κατανυκτικά δάκρυα.
Α.Ρ.: Βέβαια. Τον έβλεπες, ας πούμε, στην Ακολουθία, αφοσιωμένο ολόκληρο στη λατρεία και πολλές φορές έκλαιε σ’ όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, από την αρχή μέχρι το τέλος της. Αυτό το παρατηρούσε, βέβαια, μόνο όποιος βρισκόταν μέσα στο Ιερό, διότι τα έλεγε σιγανά και κατάπινε τα δάκρυα του. Τα κατανυκτικά δάκρυα ήταν ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά, που είχε ο Γέροντας. Οι τελευταίες του στιγμές φανέρωσαν ακόμη περισσότερο τον άνδρα, διότι, όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται στα τελευταία του, συνοψίζεται πλέον ο βίος του, οπότε χάνει και τις δυνάμεις του ο έξω άνθρωπος, διαλύεται και τότε δείχνει αν πράγματι έχει μέσα του το στήριγμα στο αιώνιο, στο Θεό.Όταν, λοιπόν, μας ειδοποίησαν ότι ο πατήρ Ιουστίνος έπνεε τα λοίσθια, πήγαμε και τον βρήκαμε να ψυχορραγεί, με τους γιατρούς και τις αδελφές και κάποια άλλα πρόσωπα γύρω του. Όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, έβλεπα το πρόσωπο του, που ήταν φωτεινότατο και τα μάτια του, που έλαμπαν από τη χαρά και τη χάρη. Τέτοια χαρά στη ζωή μου δεν έχω ξαναδεί. Έβλεπες ένα άνθρωπο ογδόντα πέντε ετών, που είχε μέσα του την ανανέωση και την αιώνια νεότητα. Ήταν πάντα όπως ένα παιδάκι. Ένας συγγραφέας, ο πασίγνωστος ποιητής μας Ματία Μπέτσκοβιτς, όταν είδε τον πατέρα Ιουστίνο για πρώτη φορά -ήταν ήδη προς το τέλος του γήινου βίου του- είπε ότι περίμενε πως θα συναντούσε κανένα γεροντάκι, ενώ είδε τον πατέρα Ιουστίνο ζωντανότατο, σαν φωτιά. Του άρεσε να φιλοξενήσει, να συνοδεύσει το φιλοξενούμενο μέχρις έξω από το μοναστήρι, με πολλή αγάπη, ν’ ακούσει το λόγο του άλλου, σαν μικρό παιδάκι. Κάποια φορά, όταν είχα επιστρέψει στη Σερβία από την Ελλάδα και του έλεγα διάφορα πράγματα για το Άγιον Όρος, έκλαιε. Ξαφνιασμένος τον ρώτησα γιατί έκλαιε και τον ακούω να λέει: -Αχ Ιουστίνε, πώς πέρασες ταλαίπωρα αυτή τη ζωή. Αυτοί είναι οι πραγματικοί μοναχοί, αυτοί που ζουν στο Αγιον Όρος. Και μετά γύρισε και με ρώτησε: -Τι λές, πάτερ Αμφιλόχιε; Υπάρχει για μένα σωτηρία; Να ξέρεις, έχω μία ελπίδα. Δι’ ευχών των αγίων αυτών ανθρώπων, των Αγιορειτών, να ελεήσει κι εμένα ο Θεός. Περίμενε από εμένα λόγο σωτηρίας. Τέτοιο ήταν το μέγεθος της ταπείνωσης του.
Κ.Ι.: «Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».
Α.Ρ.: Αυτό ακριβώς. Και ξέρετε, κύριε Ιωαννίδη, αυτό, που μου έκανε εντύπωση από τη γνωριμία μου με τέτοιους ανθρώπους, είναι ότι μοιάζουν μεταξύ τους. Είναι σαν να τους γέννησε η ίδια μάνα’ αυτό το βλέπεις και στη μορφή τους και στη συμπεριφορά τους και στα λόγια τους.
Κ.Ι.: Αυτή είναι η άνωθεν γέννα.
Α.Ρ.: Είναι, ακριβώς, αυτό το πράγμα. Ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τα λουλούδια. Έλεγε μάλιστα ότι ενώπιον του Θεού θα μας δικαιώσουν τα παιδιά και τα λουλούδια.
Κ.Ι.: Πάρα πολύ ωραίο είναι αυτό.
Α.Ρ.: Σ’ ένα Σέρβο συγγραφέα και δημοσιογράφο, που ζει στο Παρίσι και ο οποίος είχε πάει να τον δει, είπε δείχνοντας του τα λουλούδια που είχε φυτέψει: -Αδελφέ Κομνηνέ, πάρε στα μάτια σου λίγη απ’ αυτήν την καλλονή, διότι θα την έχεις ανάγκη εκεί στο Παρίσι. Εντυπωσιάστηκε απ’ αυτό ο συγγραφέας, διότι, όπως έλεγε μετά, περίμενε να βρει ένα μοναχό κλεισμένο στα τείχη του και στη νοοτροπία του, ενώ, αντίθετα, βρήκε έναν άνθρωπο με τέτοια ευαισθησία για το μυστήριο της φύσης .
Κ.Ι.: Την ίδια ευαισθησία για τη φύση είχε και ο Γέρων Πορφύριος. Κι έπαιρνε από τη φύση πολλά παραδείγματα, τα οποία χρησιμοποιούσε στο ποιμαντικό του έργο. Ένα πνευματικό του τέκνο θυμάται μια φορά, που ο Γέρων Πορφύριος έδειξε ένα λουλουδάκι και είπε: «Το λουλουδάκι αυτό με το άρωμά του δοξάζει τον Κύριο».
Α.Ρ.: Αν σήμερα πολλοί από τους νέους στη Σερβία στράφηκαν στην Εκκλησία, αυτό οφείλεται στην παρουσία του πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς και πάρα πολλοί νέοι εξακολουθούν να πηγαίνουν στον τάφο του μέχρι σήμερα. Η παρουσία του υπήρξε πάρα πολύ σημαντική και οπωσδήποτε στο μέλλον θα δώσει μεγαλύτερους ακόμη καρπούς.