Λόγος και εικόνες από τον Κώστα Λουδοβίκο
19 Ιουνίου 2010
Κώστα Λουδοβίκου, ζωγράφου, ιστορικού τέχνης, θεολόγου, συγγραφέα
Ένας σύντομος δρόμος (και ορισμός) για να διασταυρωθεί η ζωγραφική με την εκκλησιαστική τέχνη, είναι αναμέσον του ορίου, όπου «ο κόσμος γίνεται εικόνα εν γένει» (για να διεμβολίσουμε τον Heidegger), και του ορίου όπου ο κόσμος, ως είναι απροϋπόθετης ποίησης και μεταποίησης, και ως γεγονός πορευόμενης «κρίσης» και «πρόνοιας», και ως γίγνεσθαι προκοσμικής, κοσμικής και μετακοσμικής αγάπης, συλλειτουργεί με την ιστορική «τεχνητή» εικόνα του, καλλιτεχνικά εκφερόμενη, και με το εσχατολογικό του «πράγμα».
Ο κόσμος κατά την αρχαιότητα είναι κυρίως Θεός, γι΄ αυτό η εικόνα του κόσμου (θεού) είναι ακατάλυτο κεραύνιο «πυρ» και ατελεύτητη πανδαμάτειρα φύση των «ριζωμάτων», του «σφαίρου» και του «εν πάντα». Και η λατρεία του (κόσμου) θεού, ως δεινή μνήμη της «γιγαντομαχίας περί την ουσίαν» και της «τελείας πράξεως», δοκιμάζεται και συν-τελείται κυρίως μέσα στην τέχνη της τραγωδίας. Η τέχνη της τραγωδίας με τη συμβολή του μύθου, πρώτον, αναδεικνύει την «ανθρωπική αρχή» της σκέψης, και παράλληλα, αφανίζοντας τη σφίγγα και λύνοντας το αίνιγμά της, αναχαιτίζει το ακατάληπτο χάος, αλλά και ενεργοποιεί τον χαοτικό δεσμό του ανθρώπου με το δυνατο-αδύνατο ενδεχομενικό και υπερβατικό.
Στη πρώϊμη αρχή της αυτή η εικόνα, μέσα στην ελληνική κυρίως φιλοσοφία, είναι διιστορικός «λόγος ξοινός» και αιτία, είναι αριθμός και «είναι», σοφία και «άτομον», και είναι ακόμη κόσμος των ιδεών και κόσμος των μιμημάτων, είναι ιεραρχία πραγματικοτήτων και ενοραματική σύλληψη του νου. Ενώ μέσα στην αρχαία ελληνική τέχνη, είναι «μέτρο», «αρμονία» και «κανόνας». Κατόπιν γίνεται πλοκή, αφήγηση, fiction, μύθος, έπος, όψις, μέλος, δομή, αναπαράσταση, constraction, show κλπ. δηλαδή στις μέρες μας πια πολιτισμός ενός πολιτιστικού χυλού μορφοεικονισμών και μορφοεικονισμάτων.
Όμως η εικόνα του κόσμου είναι πάντα άκτιστο θεμέλιο και τριαδολογικό εκκλησιαστικό σχέδιο ομοίωσης. Και αυτό μας υποβάλει η ορθόδοξη δογματική, η ορθόδοξη θεολογία των λόγων των όντων, η πατερική μαρτυρία του λόγου των λέξεων και των όψεων και παντός άλλου υλικού, δηλαδή τα πατερικά κείμενα, οι «βυζαντινές» εικόνες, η «βυζαντινή» αρχιτεκτονική, τα ποικίλα εκκλησιαστικά, θεανθρώπινα εργόχειρα και συγκείμενα.
Εν τούτοις ο θεϊκός, ασύλληπτος, μέγας και ανοιχτός κόσμος μετά την πρώτη χριστιανική χιλιετία αρχίζει να γίνεται εικόνα σύλληψη ορθολογιστική και σχολαστική, αλλά και εικόνα συλλογή συστηματική και εργαλειακή. Παράλληλα στην τέχνη, εμφανίζεται και συγκροτείται η μεσαιωνική εικόνα καταρχήν, κατόπιν η αναγεννησιακή, η ρομαντική, μετά η μοντέρνα και ακολουθεί η μεταμοντέρνα και η σύγχρονη εικόνα. Η μεσαιωνική, αναγεννησιακή, μοντέρνα, μεταμοντέρνα, σύγχρονη μορφή της εικόνας του κόσμου εμπεριέχει την αντίληψη και τη δράση, και εκφέρεται ως εικαστικό αποτέλεσμα δηλαδή αντικείμενο ή happening, και ως πολιτιστικό έργο, ατομικό, εθνικό, ανατολικό, δυτικό κλπ.
Ήδη η σύγχρονη εκκοσμικευμένη λατρεία (νεωτερική, μετανεωτερική, μεταλατρεία) καθώς δεν ευρίσκει ούτε τον τόπο της τραγωδίας της, ούτε το μετανοιακό κελί, παλάτι και ιερό της, συναντά την αλωμένη και φαγωμένη από την κατανάλωση μνήμη μιας διεθνικής κουλτούρας, και συναποτελεί, για να παραφράσουμε τον Baudrillard, τη διαφάνεια της τέχνης.
Η τέχνη κυρίαρχη πια, εκτεταμένη, μόδα, on line, παγκοσμιοποιημένη και βέβαια ανύπαρκτη αλλά και άταφη, αποτραβηγμένη οτον αστερισμό μιας «μη ποιητικής», κατά τον Κώστα Αξελό, διατρυπά την all over εικαστική συνθήκη κατά τον Clement Greenberg και διατρέχει, με τον τρόπο της Video Art του Bill Viola, όλη την ταυτοόραοη, μέσα στη σύγχυση και την άγονη τυφλότητα της απροσπέλαστης ετεροόρασης.
Διαμοιράζοντας τα υπάρχοντά μου δεν εκπληρώνω την αρετή της πτώχειας, δεν ασκώ την άσκηση της παραίτησης και υπερβαίνω την περιτριμματική, ψηφιακή δραστηριότητα της διαδραστικότητας κάθε μέλους (φορέως, καταναλωτή, παραγωγού, διαμορφωτή, κριτή της πληροφορίας) μίας ή όλων των επερχόμενων, δυνητικών εικονικών κοινοτήτων, αυτής και της επόμενης γενιάς.
Διαμοιράζοντας τα υπάρχοντά μου, είναι ο προσωπικός και διαπροσωπικός έρωτας να είμαι ακολουθών, παρεπίδημος, επιστρέφων τώρα και πάντα προς τον Πατέρα. Είναι αυτός ο έρωτας που γίνεται πορεία και ακολουθία, και η πορεία αυτή που ξετυλίγει τον έρωτα μέσα στην οντολογική του ακολουθία. Μέσα σ’ αυτόν τον έρωτα, υπερβαίνοντας τον φιλόπτωχο (εαυτόν και αλλήλους), αποτάσσεσαι «πάσι τοις εαυτού υπάρχουσι» και δίνεις τα πάντα στους πτωχούς καμβάδες, στις πτωχές οθόνες, στους πτωχούς πλατωνικούς τοίχους της σπηλιάς και της γκαλερί, στις πτωχές σελίδες των βιβλίων μας, στις πτωχές, conseptuals, αρχιτεκτονικές, υβριδικές, γενετικές, αντιλογοκεντρικές, πειραματικές επιφάνειες, σε κάθε πτωχό φιλότεχνο «τροπής αποσκίασμα». Μέσα σ’ αυτήν την γαμήλια οντολογία της ερωτικής ακολουθίας, η αγαπητική ασκητική της ταυτοετερότητας, μαζί με την μανική αφιέρωση της πρόσωπο οικουμενικής πανπληρότητας, υπερβαίνουν τους στρουκτουραλιστικούς της ενδολεκτικής και της αποδομιστικής λογικής και όλης της ανα-απο-συν-κειμενοποίησης, εστιασμούς, στα συμφραζόμενα του γεγονότος της τέχνης, εστιασμοί που πάντα θα διαλύουν αλλά δεν θα αναπαύουν την τέχνη.
Δεν αναμεταδίδεις τον εαυτό σου ως «ταυτόν» κοινωνικό απόσπασμα και άγονο ή γόνιμο κενό, κατά το διαδικτυακό Broadcast Yourself ή ως ανίδεο ρέον κύμα του κόσμου κατά την κινεζική παράδοση, αλλά αυτοπαρατίθεσαι ενεργητικά στον κόσμο όλο, και μαζί αφίστασαι των επιθυμιών και του πνεύματος του κόσμου όλου, καθώς ζητάς, γεννάς και αναλαμβάνεις πατρικά «τα του ετέρου», διεμβολίζοντας έτσι τη σοφία του «δρόμου» του Τάο «μην κάνεις τίποτα και τίποτα δεν είναι καμωμένο». Και επειδή ολοένα γίνεσαι και είσαι «σωματικώς» υιός του Πατρός και αδελφός του Υιού, του «πρωτοτόκου πάσης κτίσεως» και «πρωτοτόκου εκ των νεκρών» και «ναός του Αγίου Πνεύματος», γι’ αυτό ολοένα γίνεσαι και είσαι τροφή «πάντοτε εσθιόμενη και μηδέποτε δαπανώμενη, που με τη φτώχεια της πλουτίζει πολλούς. Και άλλωστε μόνο όταν γίνεσαι «τροφή» ή μάλλον τροφός (αλλά και τρεφόμενος) μέσα σ’ αυτή την άγνωστη διακονία, εν πνεύματι τότε σου δίνεται το σημείο, ότι υπερβαίνεις κάθε πρόθεση, επομένως και την καλλιτεχνική «προθεσιαρχία» που αφορά και εκτείνεται σε όλο το γεγονός της τέχνης, από τους μηχανισμούς της «πρωτοζωγραφικής» μέχρι τις επιδιώξεις της «συναγωγικής κριτικής». Όποιος ανοίγεται μέσα και ντύνεται από την εσχατολογική έμνευση του πραγματικού, αφήνει τις «ενδιάθετες υποθέσεις γύρω από τη φύση του πραγματικού» και έτσι αφήνει το γεγονός της τέχνης, καθώς ο ίδιος τίκτεται και είναι πλέον γεγονός πραγματικό που τίκτει και γεννά τον όντως Όντα.
Τα φτωχά, τυφλά και εγκαταλειμμένα εικαστικά, καλλιτεχνικά υπάρχοντα του πάροικου, δεχόμενα όλο το εντός του σωρευόμενο πραγματολογικό υλικό, όλης της μορφολογικής, νοηματικής ή άλλης ιδιοπροσωπικής και ετεροπροσωπικής αποσάθρωσης και σήψης μέσα στο σύμπαντα ιστορικό χρόνο, με την πάροδο των δεκαετιών, δέχονται κάποτε και τους πραγματολογικούς εικαστικούς καρπούς και άρτους της ζύμης της μωρίας του σταυρού. Τα μωρά αυτά εικαστικά υπάρχοντα του κατά Χριστόν και δια τον Θεόν πάροικου, που ανακαινίζουν και μαζί παλαιώνουν τη γλώσσα των εικαστικών, δεν ανήκουν στην Arte Povera και δεν συνδέονται με την εγκαταλειμμένη ήδη από το Νταντά αισθητική, ούτε με την κατά Baudelaire «επινόηση του εαυτού εκ μέρους του μοντέρνου ανθρώπου, και βέβαια ούτε με τον στωϊκό τόπο της «επιμέλειας του εαυτού», και ούτε με την κατασκευαστική κατά τον Foucault «αισθητική της ύπαρξης». Τα έργα αυτά τότε λέξεις, εικόνες, ήχοι, πράγματα και νοήματα κρατώντας στα σπλάχνα τους όλα τα ανθρώπινα ως ναυάγια και ευωδιάζοντα του πεπληρωμένου μηδενός ωάρια, παρακάμπτουν τις άτακτες κινήσεις των προθέσεων του δημιουργού και του κριτικού, και παρακάμπτουν την κατά την Murielle Gagnebin υστερία της όρασης, της ανάγνωσης ή της ακοής, καθώς γονιμοποιούνται και ενεργούνται από το βαθύ ρεύμα της προσωπικής, γνωμικής, θεανθρώπινης συνκίνησης. Γίνονται τότε και είναι ένσαρκα σκηνώματα της δύναμης του σταυρού, ένσαρκοι λόγοι και ενέργειες του σταυρού, νεύματα σπέρματα που διανοίγονται σ’ αυτό που υπερβαίνει αδιάγνωστα όλη την ανθρώπινη συνθήκη και όλα τα όρια του κτιστού. Στο τέλος αυτά τα έργα, αυτά τα νεύματα διασχίζουν μεταμορφωτικά τα όρια της εξομολόγησης, που η προυστιανή φράση την συνδέει, κατά την ψυχαναλυτική ματιά, άρρηκτα με την απόκρυψη. Και διαβαίνοντας προς τα άγνωστα μαριοδίδακτα της κένωσης κατώφλια, διασχίζουν βέβαια και τα όρια της ελεημοσύνης. Και ακόμη, τα έργα αυτά υπερβαίνουν τους περιορισμούς του καλλιτεχνικού εργαστηρίου και του μοναστικού ασκητηρίου, αλλά και το ψηφιακό «περιβάλλον», και το πραγματικό και διαδικτυακό μουσείο, συγκροτώντας όχι απλά μια δραστηριότητα εκθεσιακή, αλλά «μητρόμοιον» ακολουθία σώματος λειτουργικών και αλληλούχων σχέσεων περιχωρήσεως και υιοθεσίας.
Του βλέποντος οφθαλμού του πάροικου, αυτό το θεώρημα, αυτό το μπόλι και αυτό το θησαύρισμα της ζωής του, που φλέγεται αλλά δεν κατακαίεται αγαπώ. Μέσα στον βλέποντα οφθαλμό του πάροικου, είναι φορές που τα κλειστά μάτια της τέχνης και των έργων της ανοιγοκλείνουν, μπολιάζονται, μεταμορφώνονται, αναπαύονται. Είναι αλήθεια ότι και η τέχνη (το πράγμα και το νόημά της) καίγεται. Και ακόμη και η φωτιά της τέχνης καίγεται. Όμως ανοιχτό αίνιγμα πένθους και πόθου και μεταμόρφωσης ο παρεπίδημος μεταλαμπαδεύει. Ο παρεπίδημος, που κάποτε έκανε τέχνη, που κάποτε ήταν τέχνη, και τώρα δεν είναι παρεπίδημος.
Σε απομεινάρια ξένων και ζωοποιών ενεργειών, ερημική, ασκούμενη, κοινοβιάζουσα, βλέπω την τέχνη μου ως λείψανο προσευχής, εκεί όπου μένω πορευόμενος σε γάμο μυστικό.
Διαμοιράζοντας τα υπάρχοντά μου, είναι ένας αναχωρητικά επιστροφικός έρωτας, εκδαπανώμενος και αδαπάνητος, φιλόθεος και φιλάνθρωπος.
Κώστας Λουδοβίκος