Αυτοί είναι σαν τα δέντρα εκείνα που παραπλανούν με την πλούσια φυλλωσιά τους…..
19 Ιουνίου 2010
Η θεραπεία του παράλυτου υπηρέτη του εκατοντάρχου
(Κυριακή Δ΄Ματθαίου).
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή αναφέρεται σε κάποια συνάντηση του Ιησού Χριστού με κάποιον Ρωμαίο στρατιωτικό. Η συνάντηση γίνεται στην πόλη της Καπερναούμ, την πρωτεύουσα της βόρειας Παλαιστίνης, της Γαλιλαίας των εθνών. Αναφέρεται ότι ο στρατιωτικός ήταν εκατόνταρχος, πιθανώς στρατιωτικός διοικητής της περιοχής. Ρωμαίος, λοιπόν, ανώτερος αξιωματικός και κατά συνέπεια ειδωλολάτρης πιστός…
Έτσι, το ευαγγελικό Ανάγνωσμα της ημέρας παρουσιάζει μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τη διάκριση των αληθινών πιστών από τους υποκριτές πιστούς και τους φαινομενικά αδιάφορους από τους ζηλωτές εκείνους που πιστεύουν ότι η βασιλεία του Θεού τους ανήκει δικαιωματικά. Μέσα στις κοινωνίες των ανθρώπων συναντά κανείς θρασείς θρησκευτικούς τύπους με τάσεις αυτοδικαίωσης και άλλους σεμνούς και ταπεινούς, τους οποίους μόνο η κρίση του Θεού τους δικαιώνει και τους αποκαθιστά στον πνευματικό κόσμο.
Πράγματι, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι, επειδή δείχνονται ευσεβείς και πιστοί στους άλλους είναι συγχρόνως και εκλεκτοί του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα η κρίση του Θεού τους αποδεικνύει ανάξιους και της κλήσεως τους και της τελικής δικαίωσής τους. Αυτοί είναι σαν τα δέντρα εκείνα που παραπλανούν με την πλούσια φυλλωσιά τους και τη ζωηρή εμφάνισή τους, ενώ είναι άγονα και άκαρπα και αυτό που χρειάζεται είναι να κοπούν και να ριχθούν στη φωτιά όπως τα άχρηστα ξερόκλαδα…
Και να τώρα στο πρόσωπο ενός Ρωμαίου αξιωματικού καταξιώνεται η αληθινότητα της πίστεως, μακριά από Φαρισαϊσμούς και θρησκευτικές υποκρισίες. Ο εκατόνταρχος της ευαγγελικής περικοπής, τον οποίο οι Ιουδαίοι θεωρούσαν άπιστο και αμαρτωλό και μάλιστα άξιο αιώνιας καταδίκης, παρουσιάζεται ως «τύπος» έντιμου και αληθινού ανθρώπου. Αυτή η εικόνα έρχεται σε αντιπαράθεση με τη θρησκευτική λογική της εποχής. Και σκοπό έχει να δημιουργήσει σοκ στη θρησκευτική συνείδηση των πιστών της Ιουδαϊκής κοινωνίας.
Προβολή μιας άλλης λογικής και διαφορετικών κριτηρίων
Είναι γνωστό, ότι οι Ιουδαίοι και ιδιαίτερα οι Γραμματείς και Φαρισαίοι θεωρούσαν τούς εαυτούς των ως τους μόνους εκλεκτούς του Θεού. Καυχιόνταν δε και προβάλλονταν ως «υιοί της βασιλείας των ουρανών», διεκδικώντας έτσι προκαταβολικά την αιώνια δικαίωση τους. Θεωρούσαν ως μοναδικό κριτήριο αληθινότητας τη δική τους πίστη, τα καλά τους έργα και προπαντός την επιμονή τους στην αυστηρή εφαρμογή των διατάξεων λατρείας, των κανόνων νηστείας και των εντολών ηθικής τάξεως βάσει του Μωσαϊκού νόμου.
Η εκτίμηση, όμως, του Κυρίου είναι διαφορετική. Με το θαύμα προς τον υπηρέτη του εκατόνταρχου προβάλλει μια άλλη λογική και διαφορετικά κριτήρια από τα προβαλλόμενα ως τότε. Αληθινή πίστη είναι δυνατό να βρεθεί και σ’ έναν αλλοεθνή και αλλόθρησκο άνθρωπο. Η εξωτερική εικόνα συνήθως μας παραπλανά. Πρέπει να αναζητήσει κανείς στο βάθος της ανθρώπινης συνείδησης το κριτήριο πνευματικής ποιότητας κάποιου. Ο Κύριος εισέρχεται στην ψυχή του συνομιλητή του και εκεί αποκαλύπτει μια θαυμαστή πίστη, την οποία και φέρνει στην επιφάνεια. Δεν παρασύρεται από την εξωτερική εικόνα, τους κοινωνικούς και θρησκευτικούς συσχετισμούς και όταν βρίσκει μια σπάνια πίστη με ιδιαίτερο θαυμασμό την προβάλλει· «Παρ’ ουδενί τοσαύτην πίστιν εν τω Ισραήλ εύρον».
Το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου υπηρέτη έρχεται ως επιβεβαίωση της σεμνής και ταπεινής πίστεως, αλλά και της άδολης αρετής του Ρωμαίου εκατόνταρχου. Έστω και αν με την κίνηση αυτή καταρρίπτεται το ψεύδος της θρησκευτικής υποκρισίας. Ο σκοπός της επιλογής της ευαγγελικής περικοπής από την Εκκλησία είναι ακριβώς ο ίδιος, να προβληθεί μια άλλη αντίληψη περί πίστεως και αληθινής θρησκευτικότητας. Προβάλλεται προς όλους ως τύπος πιστού ο σεμνός και ταπεινός που δεν κομπάζει και δεν καυχιέται για την πίστη του και τις αρετές του. Τη σωτηρία τη δική του και των συνανθρώπων του την εξαρτά όχι από την προσωπική, κοινωνική και θρησκευτική καταξίωση, αλλά από την απέραντη αγάπη και συγκατάβαση του Θεού προς όλους τους ανθρώπους και ιδιαίτερα προς τους αμαρτωλούς.
Η επανάληψη και σήμερα των ιδίων καταστάσεων
Δυστυχώς, η ίδια αυτή πραγματικότητα επαναλαμβάνεται και σήμερα. Υπάρχουν πολλοί χριστιανοί, ιδιαίτερα μεταξύ αυτών που έκδηλα δείχνουν ότι θρησκεύουν περισσότερο από τους άλλους, και οι οποίοι επιδιώκουν να διακρίνουν τους εαυτούς τους όχι από τους αδιάφορους ή τους άπιστους αλλά και από τους υπόλοιπους ακόμη πιστούς, ότι δήθεν αυτοί είναι οι μόνοι γνήσιοι και αυτοί είναι οι εκλεκτοί του Θεού. Επιθυμούν δε λόγω της θεοσέβειας τους να τους σέβονται και να τους τιμούν οι άλλοι και να δέχονται τις αντιλήψεις τους χωρίς αντίρρηση και αμφισβήτηση. Μ’ αυτό τον τρόπο αποδεικνύουν ότι ζουν σε πνευματικές αυταπάτες και ζηλωτικές ψευδαισθήσεις.
Και μόνο το γεγονός, ότι διακρίνουν τους εαυτούς των από τους υπόλοιπους πιστούς και θεωρούν τις αντιλήψεις τους και τις πεποιθήσεις τους ως τις μόνες ορθόδοξες και αληθινές, φανερώνει το φαρισαϊκό τους πνεύμα. Μάλιστα δε πολλοί από αυτούς προβάλλονται και ως «τύποι» πνευματικού ανθρώπου και καλούν τους άλλους σε μίμηση. Και το χειρότερο, συμβαίνει πολλές φορές οι τύποι αυτοί να εκμεταλλεύονται τη θρησκευτικότητά τους και να εμπορεύονται την πίστη, αποδεικνύοντας μ’ αυτό τον τρόπο την αρρωστημένη σχέση τους με τη θρησκεία. Και δεν αντιλαμβάνονται ότι τελικά αυτούς ιδιαίτερα ο Θεός τους απεχθάνεται.
Η θρησκευτική αυταρέσκεια είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα στην πνευματική ζωή. Τα ασκητικά κείμενα ιδιαίτερα μιλούν για το πάθος αυτό. Τους ασκητές της έρημου πάντα τους φόβιζε ο πειρασμός μήπως μετά από σκληρό αγώνα πνευματικής ζωής πιστέψουν στο τέλος πως κάτι έγιναν και μήπως ξεστρατίσει ο νους τους από την αρετή της ταπεινοφροσύνης. Ο διάβολος ακριβώς εδώ βρίσκει το αδύνατο σημείο τους. Υπάρχουν στην ιστορία της Εκκλησίας πολλοί που πίστεψαν πως έγιναν άγγελοι και θεοί ακόμη και γκρεμίστηκαν από το ύψος που είχαν φτάσει. Και είναι κρίμα.
Μια ζωή ολόκληρη αγώνων πνευματικών, στερήσεων, κακουχιών και σκληρών προσπαθειών να πέσουν στο κενό, γιατί κάποια στιγμή του πειρασμού απολυτοποιήσαμε τους εαυτούς μας, υψώσαμε το εγώ μας και περιφρονήσαμε τους άλλους. Ο πνευματικός εγωισμός είναι ο χειρότερος πειρασμός από όλους, μας τονίζουν συνεχώς οι Πατέρες της Εκκλησίας. Μπορεί κανείς ν’ ανέβει την κλίμακα των αρετών και στο τελευταίο σκαλί να χάσουμε την εγρήγορση, αναπαυμένοι στα επιτεύγματα και να πέσουμε στο κενό. Η ουσιαστική πνευματική ζωή στηρίζεται σ’ αυτήν ακριβώς τη διαρκή ταπείνωση. Να γιατί οι «αμαρτωλοί», που συναισθάνονται διαρκώς την αμαρτωλότητά τους και την πνευματική τους γύμνια, ζητούν πάντα από τα βάθη της καρδιάς τους το έλεος του Θεού· «Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». Αντίθετα οι ευσεβείς και οι ενάρετοι μπορεί να χαθούν γιατί έχουν στηρίξει τη σωτηρία τους στις δικές τους επιτυχίες και στα δικά τους καλά έργα.
Στην παράδοση της Εκκλησίας μας έχει επικρατήσει η μυστική ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Αυτήν επαναλαμβάνουν διακαώς όχι μόνο οι ταπεινοί και αμαρτωλοί, αλλά και οι Όσιοι και οι Άγιοι. Και ο εκατόνταρχος της ευαγγελικής περικοπής, αν και αλλόφυλος και αλλόθρησκος και κατά την εκτίμηση των Γραμματέων και Φαρισαίων άνδρας αμαρτωλός, είλκυσε την αγάπη και το έλεος του Κυρίου διότι είχε πλήρη συναίσθηση της αναξιότητάς του.
Εδώ βρίσκεται το μυστικό της σωτηρίας. Οι Άγιοι της Εκκλησίας ποτέ δεν είχαν τη βεβαιότητα της αγιότητάς τους και της ενάρετης καταξίωσής τους. Πάντα έλεγαν και πίστευαν ότι ήσαν οι έσχατοι των αμαρτωλών και μάλιστα ευχαριστούσαν τον Θεό περισσότερο για τις αμαρτίες τους, που είλκυαν το έλεος, παρά για τις αρετές τους που κινδύνευαν να αποξενωθούν από τους άλλους αδελφούς.
Ο εκατόνταρχος μας δίνει μάθημα ταπεινοφροσύνης αλλά και αληθινής πίστεως, έξω από τα θρησκευτικά κριτήρια της εποχής του. Αυτή την εσωτερική πίστη, χωρίς θρησκευτική ταυτότητα, διείδε ο Χριστός και έκανε το θαύμα του. Οι άλλοι, οι φωνασκούντες ζηλωτές και οι αυτοχαρακτηριζόμενοι ως «υιοί της βασιλείας του Θεού» τελικά «εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον», όπου «έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων».
(Γεωργίου Π. Πατρώνου, Ομότ. Καθηγ. Πανεπιστημίου, Κήρυγμα και Θεολογία, τ. Α΄)