Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
18 Ιουνίου 2010
O κ. Κλείτος Ιωαννίδης, συγγραφέας του βιβλίου “Γεροντικό του 20ου αιώνος”, εκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, συνομιλεί με τον Μητροπολίτη Μπάτσκας κ. Ειρηναίος Μπούλοβιτς
Κ.Ι.: Για το μεγάλο άνδρα της σερβικής Εκκλησίας και διανόησης, τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς, έχουμε την αγαθή τύχη να μας δώσει τις δικές του αναμνήσεις, εμπειρίες και μαρτυρίες ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μπάτσκας κ. Ειρηναίος Μπούλοβιτς.
Ειρ.Μπ.: Ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο της ιδιαίτερης μου πατρίδος, όταν ακόμη τα πράγματα ήσαν αρκετά δύσκολα για την Εκκλησία της Σερβίας, παρόλο που ευτυχώς είχε παρέλθει η εποχή των απηνών διωγμών. Ωστόσο το κομμουνιστικό πνεύμα ήταν ακόμη αρκετά ισχυρό και ανηλεές. Τότε τα παιδιά, που ενδιαφέρονταν για την πνευματική ζωή, ήταν σχετικά ολιγάριθμα και οι εκδόσεις αξιόλογων βιβλίων σπάνιζαν. Θυμούμαι, λοιπόν, με πόση αγαλλίαση ψυχής είχα πάρει στα χέρια μου το πρώτο βιβλίο του πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς. Το βιβλίο εκείνο είχε εκδοθεί στο εξωτερικό, εφόσον μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατήρ Ιουστίνος δεν μπορούσε πλέον να δημοσιεύσει τίποτε στη χώρα μας, διότι εθεωρείτο πρόσωπο ανεπιθύμητο για τις αρχές και για το κράτος.
Κ.Ι.: Λόγω του κομμουνισμού, δεν είναι;
Ειρ.Μπ.: Μάλιστα. Παρόλο, που ο Γέροντας ποτέ δεν είχε οποιαδήποτε ανάμιξη στην πολιτική ζωή του τόπου, είχε γράψει, και ως νέος θεολόγος ακόμη, όλα εκείνα τα γνωστά έργα του περί αθεϊσμού και περί ευρωπαϊκού Ανθρωπισμού, Ουμανισμού (4), του οποίου ακραία συνέπεια είναι ο κομμουνισμός. Έτσι οι κρατούντες θεωρούσαν τον πατέρα Ιουστίνο επικίνδυνο για την ιδεολογική τους επέκταση. Το βιβλίο, λοιπόν, εκείνο, που είχε περιέλθει στα χέρια μου, είχε τυπωθεί στο Μόναχο της Γερμανίας και περιείχε διάφορα μελετήματα και άρθρα του Γέροντος, γραμμένα με πολύ γλαφυρό ύφος΄ ο πατήρ Ιουστίνος ήταν ένας απαράμιλλος χειριστής της σερβικής γλώσσας. Εντυπωσιάσθηκα πολύ από εκείνο το βιβλίο. Όταν τέλειωσα το γυμνάσιο και πήγα στο Βελιγράδι, για να σπουδάσω θεολογία, ήρθε ως συμφοιτητής μας ένας ιερομόναχος, ο πατήρ Ιωάννης, ο οποίος γνώριζε το Γέροντα και πήγαινε κατά καιρούς στο μοναστήρι, όπου ο πατήρ Ιουστίνος ζούσε απομονωμένος. Ο πατήρ Ιωάννης προθυμοποιήθηκε να πάρει κι εμένα μαζί του να γνωρίσω τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς.
Πράγματι γοητεύθηκα πάρα πολύ από το πρόσωπο του Γέροντος, ο οποίος ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακός απ’ ό,τι φαινόταν στα κείμενά του. Όταν τελούσε τη Θεία Λειτουργία, όταν μιλούσε για το Χριστό μας ή για οποιοδήποτε θέμα της πίστεώς μας, τόσο πολύ συγκλονιζόταν ο ίδιος, ολόκληρο το είναι του, που θα μπορούσαμε άνετα να πούμε ότι ήταν πνευματικό ηφαίστειο. Ήταν γεμάτος ζωή και κίνηση. Να σκεφθείτε ότι μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής του -εκοιμήθη σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών- δεν βάδιζε, αλλά έτρεχε. Με τόσο ζωντανό και γοργό βηματισμό προχωρούσε. Τα είχα χάσει όταν για πρώτη φορά -ήταν Μεγάλη Σαρακοστή- τον είδα πώς έκανε μετάνοιες στις Ακολουθίες. Και σκεφτόμουν: «Ελατήριο έχει αυτός ο παππούλης»; Το ηφαιστειώδες της ομιλίας του ήταν πάντοτε συνδυασμένο με μια άκρα ταπείνωση κι αγάπη.Ήταν ένας συνδυασμός, που μπορεί να φαίνεται περίεργος κι απίθανος, πλην όμως ήταν πραγματικότητα στο πρόσωπο του Γέροντος Ιουστίνου. Με το Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, ο οποίος είχε μια πολύ μεγάλη ακτινοβολία, είχε συμβεί το εξής καταπληκτικό κι εντυπωσιακό. Εξ απαλών ονύχων, από τότε που χάραξε τις πρώτες γραμμές του, που θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητος, μέχρι το Μάρτιο του 1979, που έγραψε τις τελευταίες του γραμμές -από τις χιλιάδες σελίδες, που είχε γράψει σ’ όλη του τη ζωή- είχε την ίδια ανιούσα γραμμή΄ απλώς ενεβάθυνε εκείνο, το οποίο είχε αισθανθεί εκ νεότητος. Ήταν δε πάντοτε ριζωμένος στην Ορθόδοξη παράδοση, την οποία μαρτυρούσε μ’ όλη του τη δύναμη. Βεβαίως ήταν πολύ βαθύς γνώστης του προβληματισμού και του στοχασμού του δυτικού ανθρώπου. Όμως, στα ημερολόγιά του και τα κείμενά του, που έγραψε όταν ακόμη δεν ήταν ούτε δεκαοκτώ ετών και τα οποία έχουν διασωθεί, διακρίνει κανείς τον ίδιο μεγάλο δογματικό θεολόγο των μετέπειτα δεκαετιών, με τη διαφορά, φυσικά, του ύφους, της ηλικίας και των εκφραστικών δυνατοτήτων.
Κ.Ι.: Είναι γεγονός, Σεβασμιώτατε, ότι προέτρεπε για περαιτέρω θεολογικές σπουδές στην Ελλάδα;
Ειρ.Μπ.: Σ’ όλα τα πνευματικά του τέκνα, μεταξύ των οποίων ήμουν κι εγώ, έλεγε: «Χωρίς την ελληνική γλώσσα, δεν μπορείτε να γνωρίσετε την πατερική γραμματεία. Χωρίς δε τους Πατέρες της Εκκλησίας μας δεν υπάρχει ούτε ερμηνεία των Γραφών ούτε θεολογία. Ο,τιδήποτε γράφεται σήμερα, εφόσον δεν στηρίζεται στους Πατέρες, δεν έχει σχέση με τη βιωματική Ορθόδοξη θεολογία. Γι’ αυτό να πάτε στην Ελλάδα, όπου, ακόμη και σήμερα, συνεχίζεται αδιάκοπη, ζωντανή, η παράδοση της Εκκλησίας μας. Εκεί υπάρχουν κέντρα και φυτώρια πνευματικά, υπάρχει το Άγιον Όρος. Εκεί η θεολογία δεν είναι κάτι το αφηρημένο, αλλά είναι ζωή και πράξη». Πράγματι, με την ευχή του, πήγαμε όλοι στην Ελλάδα. Κι αυτό το γεγονός σημάδεψε όλη τη ζωή μας και την υπόστασή μας. Προσωπικά μπορώ να πω ότι, χάρη σ’ εκείνη την προτροπή του Γέροντος, έχω αποκτήσει μια, ας την πούμε έτσι, αυτοσυνειδησία διγενούς. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι μόνο Σέρβος’ άλλο τόσο είμαι και Έλληνας.
Κ.Ι.: Έχετε πει, άλλωστε, το γνωστό: «Γεννήθηκα Σέρβος και θα πεθάνω Έλληνας».
Ειρ.Μπ.: Αυτό είναι, πράγματι, που με εκφράζει.
Κ.Ι.: Συγκινούμαι, τόσο πολύ, Σεβασμιώτατε, κάθε φορά, που σκέφτομαι αυτά τα λόγια σας.
Ειρ.Μπ.: Ο Γέρων Ιουστίνος είχε αυτή την αίσθηση κι ήθελε να τη μεταλαμπαδεύσει και σ’ εμάς. Και πράγματι. Ας πω κι αυτό, που είναι καταπληκτικό. Η θεολογική του σκέψη καρποφόρησε περισσότερο στον ελληνόφωνο Ορθόδοξο κόσμο παρά στη Σερβία, στο σλαβόφωνο κόσμο.
Κ.Ι.: Λόγω του κομμουνισμού, προφανώς.
Ειρ.Μπ.: Και γι’ αυτό το λόγο, αλλά και γιατί εκεί έχουμε έλλειψη προσλαμβανουσών παραστάσεων. Ελάχιστοι άνθρωποι είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τα νοήματα και τα νάματα στα ύψη, που τα είχε καλλιεργήσει ο Γέρων Ιουστίνος με τα συγγράμματά του. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο συνάντησα ανθρώπους, από γυμνασιόπαιδες μέχρι ακαδημαϊκούς, που έχουν διαβάσει βιβλία του πατρός Ιουστίνου, πράγμα που δεν συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό στη Σερβία.
Κ.Ι.: Ποιο λόγο ωφέλιμο του πατρός Ιουστίνου θαθέλατε να μας πείτε, Σεβασμιώτατε;
Ειρ.Μπ.: Ένα από τα πολλά, που με είχαν εντυπωσιάσει, ήταν ότι, ενώ ήταν αυστηρός στις θεολογικές αποφάνσεις του -συνιστούσε πάντοτε το κλασικό, χωρίς ουδεμία περιστροφή διατυπωμένο- μας έλεγε και το επεσφράγιζε με το δικό του παράδειγμα ότι τον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να τον πλησιάζουμε «πάνω σε πόδια περιστεράς», δηλαδή βαδίζοντας όπως ένα περιστέρι. Μας υπεδείκνυε έτσι ν’ αντιμετωπίζουμε με πολλή προσοχή τον άλλο άνθρωπο. Να φροντίζουμε να μη πληγώσουμε, να μη ταπεινώσουμε, να μη περιφρονήσουμε το συνάνθρωπο μας, όποιος κι αν είναι αυτός. Αυτό μου θυμίζει τα λόγια του αγίου Νεκταρίου, του μεγάλου αγίου του αιώνα μας και θαυματουργού, ότι η εμμονή μας στην Ορθοδοξία, που είναι ευλογημένη κι απαραίτητη και οι αγώνες μας εναντίον των αιρέσεων δεν μας απαλλάσσουν από το χρέος της αγάπης μας προς όλους, ακόμη και προς τους πεπλανημένους και τους αιρετικούς.
Κ.Ι.: Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έχουν παραδώσει ότι η ζωή του μοναχού είναι καύσις καρδίας, ακόμη και υπέρ των δαιμόνων.
Ειρ.Μπ.: Όλοι οι Πατέρες, όλοι οι Γέροντες και στην κυριολεξία φωτιστές μας, έχουν την ίδια, ακριβώς, εμπειρία και μας δίνουν την ίδια μαρτυρία, με την προσωπική σφραγίδα του καθενός στον τρόπο εκφράσεως αυτού του βιώματος κι αυτής της εμπειρίας. Η πεμπτουσία, όμως, είναι η αυτή.
Κ.Ι.: Για την αγιότητα του Γέροντος Ιουστίνου τι θα είχατε να μας πείτε;
Ειρ.Μπ.: Η αγιότης του είναι πανθομολογούμενη στη Σερβία, τόσο ανάμεσα στο πλήρωμα της Εκκλησίας, όσο και στην ιεραρχία της. Δεν υπάρχει ούτε ένας, που ν’ αμφιβάλλει για την αρετή και την αγιότητα του. Πολλοί είναι εκείνοι, όχι μόνο από τη Σερβία, αλλά και από την Ελλάδα, που έχουν θαυμαστές εμπειρίες από το Γέροντα Ιουστίνο, ακόμη και θεραπείες και άλλου είδους χαρισματική βοήθεια.
Κ.Ι.: Τι θα λέγατε για την επίσημη ανακήρυξή του ως αγίου από την Εκκλησία;
Ειρ.Μπ.: Η ανακήρυξη και η τιμή των αγίων στην Ορθοδοξία είναι, όπως γνωρίζετε, ένα χαρισματικό γεγονός, το οποίο με αυθορμητισμό αναπηδά και αναβλύζει από το βίωμα του λαού του Θεού. Η επίσημη ανακήρυξη έρχεται απλώς ως μια πανηγυρική διαπίστωση μιας ήδη υπάρχουσας συνειδήσεως, της καθολικής συνειδήσεως, του καθολικού αισθήματος της Εκκλησίας. Αυτό το αίσθημα υπάρχει. Είναι λίγα, όμως, τα χρόνια που πέρασαν από την κοίμησή του, ώστε ίσως να είναι κάπως ενωρίς για την επίσημη πράξη της Εκκλησίας, η οποία ωστόσο δεν πιστεύω ότι θ’ αργήσει να γίνει. Ως κατακλείδα θα έλεγα ότι στο πρόσωπο του πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς συνδυάζονται ο άριστος δογματικός θεολόγος και ο συγγραφέας βίων των αγίων έχει γράψει και Συναξαριστές. Αυτή η σύνδεση του Θυσιαστηρίου και της ακαδημαϊκής έδρας, αυτή η σύνδεση της θεολογίας ως βιώματος και ως εκφράσεως αυτού του βιώματος -το δόγμα και η εμπειρία δεν είναι δύο χωριστά πράγματα, αλλά είναι το ίδιο πράγμα, διότι το δόγμα εκφράζει την πνευματική εμπειρία και η πνευματική εμπειρία διατυπώνεται ως δόγμα της Εκκλησίας- είναι ένα πολύ μεγάλο μήνυμα του πατρός Ιουστίνου στις μέρες μας.