Θα βρεθεί τελείως απροετοίμαστος.!
17 Ιουνίου 2010
Οι σαρκικοί άνθρωποι έχουν προσκολληθεί μ’ όλη τους τη ψυχή στα εγκόσμια. Το νόμο του Θεού τον γνωρίζουν επιφανειακά, όπως τον διδάχτηκαν στα σχολεία, δηλαδή έμαθαν το γράμμα του μόνο. Το πνεύμα του νόμου του Θεού δεν το γνωρίζουν, τους είναι τελείως ξένο στη καρδιά, τη ζωή και τις πράξεις τους. Τέτοιοι ήταν κι οι φαρισαίοι που ρώτησαν τον Κύριο: «Πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού;»
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως η ερώτηση αυτή δεν έγινε με καθαρή και ίσια καρδιά, δε διατυπώθηκε με αγνό και καλό σκοπό. Έγινε με καρδιακή ελαφρότητα, από περιέργεια, για να δουν τί θα τους απαντήσει ο Χριστός και να κριτικάρουν μετά την απάντησή του. Οι πονηροί και πανούργοι φαρισαίοι πίστευαν πως ο Κύριος θα τους έδινε κάποια ευκαιρία για να τον κατηγορήσουν μετά. Μέσα τους είχαν σχηματίσει άλλη αντίληψη για τον Μεσσία. Εκείνοι τον περίμεναν μεγαλοπρεπή και κυρίαρχο, όχι ένα φτωχό και ταπεινό άνθρωπο που δεν είχε «πού να γείρει το κεφάλι » (Ματθ. η’ 20). Έτσι του έκαναν την ερώτηση αυτή για να τον παγιδέψουν. Πίσω από την ερώτησή τους έκρυβαν την υστεροβουλία και τη πανουργία τους. Διατύπωσαν την ερώτηση με σοφιστεία και πονηρία, που δεν είναι καθόλου σύμφωνες με το πνεύμα του Θεού.
Ο Κύριος έδωσε κάποια απάντηση που ταιριάζει σε κάθε σαρκικό άνθρωπο, χωρίς εξαίρεση. Απευθύνεται σε όλους εκείνους που είναι προσκολλημένοι στα εγκόσμια κι η αμαρτωλή ζωή τους κινείται ανάμεσα στις ατέλειωτες κοσμικές μέριμνες και τις υλικές απολαύσεως. Απάντησε ο Θεάνθρωπος στους φαρισαίους: Η βασιλεία του Θεού δε θα ‘ρθει με κάποιο τρόπο που θα τη δουν τα σαρκικά μάτια, «δεν θα πούνε, να εδώ είναι ή εκεί· γιατί η βασιλεία του Θεού είναι κιόλας ανάμεσά σας» (Λουκά. ιζ, 21).
Αυτό σημαίνει πως ο άνθρωπος πρέπει να εγκαταλείψει τη σαρκική κι αμαρτωλή ζωή, να μετανοήσει, να ζήσει σύμφωνα με τις ευαγγελικές εντολές, να καθαρίσει και να ευπρεπίσει το ναό της ψυχής του. Όταν περάσει με επιτυχία από τη διαδικασία αυτή, το Άγιο Πνεύμα επισκιάζει την ψυχή και ολοκληρώνει την κάθαρση και το στολισμό της. Κι όταν διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο ο ναός του Θεού, ο ίδιος ο Θεός κατεβαίνει σ’ αυτόν κι εγκαθιστά εκεί την πνευματική κι αόρατη, πλην απόλυτα αισθητή κι αναγνωρίσιμη βασιλεία Του.
Εκείνος που δέχτηκε μέσα του τη βασιλεία του Θεού αποκτά ελπίδα και βεβαιότητα για τη δεύτερη έλευση του Χριστού. Αυτός μπορεί ν’ αναγνωρίσει και ν’ αποφύγει τον αντίχριστο ή και να τον αποκρούσει. Όποιος δεν δέχτηκε μέσα του τη βασιλεία του Θεού δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον αντίχριστο. Μ’ έναν ακατανόητο για τον ίδιο τρόπο, ανεπίγνωστα, θα γίνει σίγουρα οπαδός του. Δε θα μπορέσει να καταλάβει το τέλος του κόσμου που πλησιάζει και την επικείμενη φοβερή δεύτερη έλευση του Χριστού. Θα βρεθεί τελείως απροετοίμαστος. Δεν υπάρχει ανθρώπινη γνώση ούτε ανθρώπινος λόγος ικανός ν’ αντικαταστήσει το μόνο που χρειάζεται, δηλαδή τη διδαχή του Θεού. Εκείνος που έχει δεχτεί μέσα του τη βασιλεία του Θεού έχει ως οδηγό του το Άγιο Πνεύμα, που διδάσκει τον πιστό άνθρωπο και τον οδηγεί «σε όλη την αλήθεια» (Ιωάν. ιστ’ 13). Δεν τον αφήνει ν’ απατηθεί από κάποιο ψέμα, που για να γίνει πιστευτό είναι καλυμμένο με ψήγματα αλήθειας.
Πολύ σωστά έκανε κάποιος άγιος μοναχός που μιλώντας για τον αντίχριστο είπε:
Πολλοί είναι εκείνοι που θα πλανηθούν, θα πιστέψουν στον αντίχριστο και θ’ αρχίσουν να τον δοξάζουν σαν θεό παντοδύναμο. Αυτοί όμως που έχουν πάντα το Θεό μέσα τους κι οι καρδιές τους είναι φωτισμένες θα τον αναγνωρίσουν, θα δουν την αλήθεια επειδή έχουν ορθή πίστη. Όλοι όσοι έχουν γνώση του Θεού θα κατανοήσουν την έλευση του αντίχριστου. Εκείνοι όμως που έχουν δοσμένο το νου τους στα εγκόσμια πράγματα δε θα καταλάβουν πως έρχεται ο αντίχριστος, λόγω της προσκόλλησής τους στις κοσμικές μέριμνες, τις απολαύσεις και τις ηδονές. Ακόμα κι αν ακούσουν το λόγο του Θεού δε θα τον πιστέψουν, αλλά θα κατηγορήσουν εκείνον που τον κήρυξε.
Αυτόν που θα κηρύξει το λόγο αυτό θα τον λογαριάσουν άξιο για περιφρόνηση, θα τον οικτίρουν. Η ανθρωπότητα είναι σκοτισμένη από τη σαρκική σοφία και δε θα πιστέψει τη δεύτερη έλευση του Χριστού.
(Οσίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, «Η βασιλεία του Θεού και ο αντίχριστος». Έργα Γ΄, Αθήνα 2008)