Δύο προσευχές του Αγίου Αυγουστίνου
15 Ιουνίου 2010
Δημιουργέ μου και Πλάστα μου, πολλά σου εζήτησα, εγώ που δεν είναι άξιος ούτε τα ολίγα να λάβω.
Ομολογώ, αχ! ομολογώ ότι όχι μόνον δεν είμαι άξιος να λάβω τας χάριτας που ζητώ, αλλά τουναντίον μου αξίζουν πολλές και φοβερές κολάσεις. Αλλ’όμως με παρακινούν να έχω θάρρος οι τελώναι και αι πόρναι και οι λησταί τους οποίους η χάρις Σου ετράβηξε από το στόμα του Σατανά και τους έβαλε στη μάνδρα των λογικών προβάτων του Χριστού. Διότι Συ Θεέ μου που δημιούργησες τα πάντα, Συ που είσαι θαυμαστός εις όλα τα έργα σου, είσαι ακόμη θαυμαστότερος όταν δείχνης το έλεός Σου. Δι’αυτό και με κάποιον δούλον σου είπες το ρητό «οι οικτιρμοί αυτού επί πάντα τα έργα αυτού». Και ημείς έχομεν πεποίθησιν ότι εκείνο, το οποίον Συ είπες για τον ένα, ισχύει για όλον τον λαόν σου, «το έλεός μου ου μη διασκεδάσω απ’αυτού» (το έλεός μου δεν θα το πάρω απ’αυτόν). Διότι κανέναν, Θεέ μου, δεν παραμελείς, κανέναν δεν πετάς, κανέναν δεν αποστρέφεσαι, ειμή μόνον εκείνον, ο οποίος μόνος του Σε αποστρέφεται εν τη ανοησία του.
Λοιπόν, όχι μόνον δεν πατάσσεις αμέσως εκείνους που σε παροργίζουν με τας αμαρτίας των, αλλά εάν σου ζητήσουν ποτέ, και δωρεάς τους δίνεις, Θεέ μου! η σωτηρία μου! εγώ ο ταλαίπωρος, εγώ Σε παρώργισα, εγώ το πονηρόν μπροστά στα μάτια Σου το έπραξα, τον θυμόν Σου άναψα, και έγινα άξιος της οργής Σου. Ημάρτησα και με ανέχθηκες, παρανόμησα και ακόμη μακροθυμείς. Εάν μετανοήσω, με λυπάσαι, εάν επιστρέψω, με δέχεσαι, και το ακόμη μεγαλύτερο, ενώ αναβάλλω, με περιμένεις. Ενώ πλανώμαι, με προσκαλείς να έλθω κοντα Σου, και ενώ ανθίσταμαι, συ με φωνάζεις, ενώ οκνώ, με δέχεσαι, όταν επανέρχωμαι, με περιβάλλεις με αγάπη, όταν δείχνωμαι ασύνετος, με διδάσκεις, όταν λυπούμαι, με γλυκαίνεις, όταν πέφτω, με σηκώνεις, όταν είμαι πεσμένος, πάλιν με παιρνεις, όταν σου ζητώ κάτι, μου το δωρίζεις, όταν ζητώ εσένα, έρχεσαι κοντά μου, όταν κτυπάω τη θύρα του ελέους Σου, ανοίγεις.
Ιδού, Κύριε ο Θεός της σωτηρίας μου, τι θα σου ανταποδώσω για όλα αυτά δεν γνωρίζω, πώς θα ανταποκριθώ δεν ηξεύρω. Με κανένα τρόπον δεν ημπορώ να κρυφτώ από τα μάτια Σου, αλλά μου έδειξες τον δρόμον της ευτυχίας, με εδίδαξες πως πρέπει να τον βαδίζω. Με εφοβέριξες με την κόλασι και μου υποσχέθης την απόλαυσιν εις τον παράδεισον.
Τώρα, λοιπόν, Θεέ μου, Συ που είσαι ο πατέρας των οικτιρμών και Θεός της παρηγορίας, κάρφωσε τας σάρκας μου με τον φόβο σου, δια να φοβηθώ τας απειλές σου και ξεφύγω από την αμαρτίαν, και δος μου την χαράν της σωτηρίας, ώστε στηριγμένος στην αγάπη Σου να απολαύσω όσα μου υποσχέθηκες. Κύριε, Συ που είσαι η δύναμίς μου, το στερέωμά μου, το καταφύγιο μου, η σωτηρία μου, φώτισέ με, σε παρακαλώ, τι πρέπει να σκέπτωμαι για Σένα, δίδαξέ με με ποια λόγια πρέπει να σε επικαλούμαι, με ποιες πράξεις πρέπει να σε ευχαριστώ, διότι ξεύρω ότι συ είσαι πολυέλεος, αυτό ξέρω πρώτον. Και δεύτερον, ότι κανέναν δεν περιφρονείς. Διότι μπροστά Σου, το πνεύμα που έχει κατάνυξι και λύπη, είναι θυσία και Συ, την καρδιά την συντετριμμένην και την τεταπεινωμένην την δέχεσαι.
Με αυτές, Θεέ μου, βοηθέ μου, με αυτές τις χάριτες πλούτισέ με, με αυτά τα οχυρώματα φράξε με εναντίον του πονηρού, με αυτήν τη δροσιά δρόσισέ με εναντίον της φωτιάς των αμαρτιών μου, εναντίον των εμπαθών ορέξεών μου. Συ, Κύριε, που είσαι η δύναμις της σωτηρίας μου, βοήθησέ με ώστε να μην αριθμηθώ μ’εκείνους, οι οποίοι για λίγο καιρό πιστεύουν και όταν έλθη ο πειρασμός φεύγουν από κοντά σου. Επισκίασε επάνω στην κεφαλή μου την ημέρα του πολέμου, γίνε η ελπίδα μου την ημέρα της θλίψεώς μου και η σωτηρία μου στην ημέρα της ανάγκης μου.
Ιδού, Κύριε, Συ που είσαι ο φωτισμός μου και ο σωτήρας μου, σου εζήτησα, όσα χρειάζομαι, σου είπα, όσα φοβούμαι, αλλά με δαγκώνει η συνείδησίς μου, με ελέγχουν τα κρυφά της καρδιάς μου, και εκείνο που με βάζει να πω ο πόθος, μου το διασκορπίζει ο φόβος.
Ο μεν ζήλος με παρορμά σε Σε, η δε δειλία με διώχνει. Τα μεν έργα μου με κάμνουν να φοβούμαι, αλλ’η ευσπλαχνία Σου με κάμνει να παίρνω θάρρος.
Η αγαθότης, που υπάρχει μέσα Σου, με κάνει να τρέχω, αλλ’η φαυλότης και η κακοήθεια που υπάρχει μέσα μου, με κάνει να βραδύνω. Και δια να ομολογήσω, ό,τι συμβαίνει, έρχονται στην μνήμη μου φαντάσματα μοχθηριών και κακών πράξεων, με τα οποία το θάρρος των προκατειλημμένων ψυχών χάνεται.
Φωτοδότα, φώτισε την ψυχήν μου
Ω Κύριε Ιησού Χριστέ, Λόγε του Θεού! Ω Θεέ Λόγε! Συ είσαι το φως, δια του οποίου εδημιουργήθη το φως το αισθητόν. Συ είσαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Εις Σε ούτε σκότος υπάρχει ούτε απάτη και ψεύδος ούτε ματαιότης ούτε θάνατος. Συ είσαι το φως και μακράν από Σε υπάρχει σκότος πνευματικόν. Συ είσαι η οδός της αληθείας και αρετής και χωρίς Σου καταντά ο άνθρωπος εις την πλάνην. Συ είσαι η αλήθεια, έξω από την οποία υπάρχει η ματαιότης. Συ είσαι η ζωή και μακράν από Σου υπάρει θάνατος.
Ειπέ, Κύριε, εις την ψυχή μου την διαταγήν σου «ας γίνη φως», για να ιδώ το φως το πνευματικόν και ξεφύγω από το σκότος της αγνοίας και της αμαρτίας, για να ιδώ την οδόν της αρετής και της σωτηρίας και επιστρέψω προς αυτήν από εκεί όπου δεν είναι οδός πραγματική, για να ιδώ την αλήθειαν και αποφύγω την ματαιότητα της προσκαίρου ζωής, για να ιδώ την ζωήν την πνευματικήν και αποφύγω τον θάνατον, τον οποίο φέρει η αμαρτία. Λάμψε, Κύριε, πλουσίως εις εμέ το πνευματικόν σου φως. Διότι Συ είσαι ο φωτισμός μου και ο Σωτήρ μου, τον οποίον θα σέβωμαι και θα φοβούμαι. Συ είσαι ο Κύριός μου, εις τον οποίον θα ψάλλω ύμνους. Συ είσαι ο Θεός μου, του οποίου το Όνομα θα ευλογώ και δοξάζω. Συ είσαι ο Πατήρ μου, τον οποίον θα αγαπώ. Συ είσαι ο Νυμφίος μου, εις τον οποίον θα φυλάξω την ψυχήν μου πιστήν και αφωσιωμένην.
Ω Κύριε, το φως της ψυχής μου, λάμψε εις εμέ τον φωτισμό σου. Λάμψε το φως σου εις εμέ τον τυφλόν κατά την ψυχήν, που παρίσταμαι τώρα εν προσευχή ενώπιόν Σου, που κάθημαι εις σκότος πνευματικόν και ευρίσκομαι υπό το κράτος και την δύναμιν του θανάτου. Και οδήγησε τα έργα μου εις την οδό της αρετής, η οποία φέρει την ειρήνην, δια να αξιωθώ να προσέλθω εις την σκηνήν την αξιοθαύμαστον, τον άγιον ναόν σου, που είναι οίκος Θεού, δια να προσφέρω εις Σε με φωνήν χαρμόσυνον λόγους ευχαριστίας και δοξολογίας. Διότι η πραγματική αύτη από καρδιάς δοξολογία είναι οδός και μέσον, δια του οποίου θα ημπορέσω να πλησιάσω προς Σε, οδός και μέσον δια του οποίου θα κατορθώσω να αποσυρθώ μεν από τον κακόν δρόμον της αμαρτίας, προς Σε δε να επιστρέψω. Διότι Συ είσαι πράγματι η οδός που οδηγεί εις την ζωήν.