Τώρα έρχεσαι να μας το χαλάσεις. Αλλά δεν θα σε αφήσουμε!
11 Ιουνίου 2010
Όταν ο Κύριος θεράπευσε τη συγκύπτουσα γυναίκα, ο αρχισυνάγωγος έκαμε την παρατήρηση ότι το θαύμα αυτό έγινε την ημέρα του Σαββάτου. Ημέρα αναπαύσεως, κατά την οποία δεν επιτρεπόταν οποιαδήποτε εργασία.
Δεν ήταν η πρώτη και μοναδική φορά, που οι εχθροί του Χριστού διαπίστωναν ότι παραβίαζε το Σάββατο. Κατ’ αυτούς, ο τύπος είχε απόλυτη αξία και προτεραιότητα κι έπρεπε να τηρείται ακόμη και με ζημία της ουσίας. Και η ουσία της θρησκείας είναι η αγάπη.
Σε μια παρόμοια περίπτωση ο Χριστός αποφάνθηκε με τα εξής αθάνατα λόγια του: «Το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο και ουχί ο άνθρωπος διά το Σάββατον».
Αλλά δυστυχώς «το γένος των Φαρισαίων είναι αθάνατο», για να θυμηθούμε τη φράση ενός μεγάλου χριστιανού συγγραφέως των ημερών μας. Τα «ουαί» που ξεστόμισε ο Υιός του Θεού εναντίον τους, δεν τους έθαψαν. Οι Φαρισαίοι διαιωνίσθηκαν κι επιβίωσαν στην αγία του Εκκλησία. Κι εδώ, όπως στη συναγωγή, υπάρχει η τάξη τους, υπάρχουν εκείνοι που κατορθώνουν να μεταβάλλουν τη θρησκεία της αγάπης σ’ ένα απαίσιο καθεστώς πνευματικής δουλείας, όπου ο άνθρωπος τίθεται κάτω από τον τύπο. Γι’ αυτούς ο Χριστός είναι πρόφαση, που τους επιτρέπει να κρατούν τον άνθρωπο σε παντοιότροπη κατάπτωση. Ο Ντοστογιέφσκι στην «Ιστορία του Μεγάλου Ιεροεξεταστή» διηγείται τα εξής : Ενώ καθόταν στο μέγαρό του ο αρχηγός της Ιεράς Εξετάσεως, άκουσε ξαφνικά θόρυβο στο δρόμο. Ρώτησε τους υπηρέτες του τί συνέβαινε κι εκείνοι του αποκρίθηκαν, αφού βγήκαν έξω και είδαν, ότι ο Χριστός είχε ξανακατέβει στον κόσμο και περπατούσε εκείνη την ώρα κάτω από το μέγαρο. Δεν μιλούσε, αλλά το πλήθος τον είχε αναγνωρίσει και πήγαινε πίσω του.
Ο φοβερός «υπερασπιστής της πίστεως» του θεανθρώπου κατσούφιασε. Πρόσταξε να τον πιάσουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του. Πραγματικά, σε λίγη ώρα, ο Κύριος βρισκόταν μπροστά στο θρόνο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, που καταθυμωμένος τον ρώτησε·
-Γιατί ξαναπαρουσιάσθηκες στον κόσμο ;
Αλλ’ ο Ιησούς, όπως και μπροστά στον Πιλάτο, σιωπούσε. Ήταν ντυμένος με φτωχικά ρούχα και ανυπόδητος.
-Τί ήθελες και ξαναφάνηκες; – συνέχισε μανιασμένος ο Ιεροεξεταστής. Είδαμε και πάθαμε τόσους αιώνες να διασκευάσουμε τη διδασκαλία σου και να τη φέρουμε στα μέτρα των συνηθειών μας. Εργαστήκαμε σκληρά, υπομονετικά για να κάνουμε απ’ αυτή ένα καθεστώς που θα βρισκόταν σε αρμονία με την ανθρώπινη φύση και που θα εξασφάλιζε την ταξί στον κόσμο. Τώρα έρχεσαι να μας το χαλάσεις. Αλλά δεν θα σε αφήσουμε.
Και γυρίζοντας στους λογχοφόρους του, πρόσταξε:
-Πάρτε τον και κάψτε τον στη φωτιά. Είναι ο μεγαλύτερος αιρετικός!
Ο μύθος αυτός του μεγάλου Ρώσου πεζογράφου είναι μία συνταρακτική υπενθύμιση του πόσο μακριά βρισκόμαστε από τον αληθινό Χριστό. Δεν θέλουμε να θυμόμαστε τα λόγια του παρά μες από τα καθησυχαστικά υπομνήματα που κρεμάμε κάτω από τον λόγο του με τις πράξεις μας. Πράξεις που το θέλημα του Θεού παραποιείται, πνίγεται, ατονεί.
Ο Υιός του Θεού μας ζητά πράγματα που υπερβαίνουν τη φύση μας. Η «κατά Χριστόν» ζωή είναι υπεράνθρωπη. Αλλά εμείς κατορθώνουμε να την προσαρμόζουμε προς τα κατώτερα ένστικτά μας και να επιχρίουμε απλώς την αμετανόητη αμαρτωλότητά μας με τα λόγια του. Η αγάπη, η καινούργια και υψίστη εντολή του Κυρίου, μένει μια ανύπαρκτη αρετή, ένα απλό όνομα. Στη θέα της βρίσκεται ο κτηνώδης εγωισμός. Την σκεπάζει ο τύπος. Το Σάββατο για μας εξακολουθεί να έχει μεγαλύτερη αξία από τον άνθρωπο.
(Β. Μουστάκης. «Κιβωτός», απάνθισμα.)