Συνοπτική Ιστορία της Ιεράς Μονής Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου
9 Ιουνίου 2010
Προς Ανατολάς της αγίας πόλεως Βηθλεέμ, εις απόστασιν 7 περίπου χιλ. Και κατά το μέσον της οδού, η οποία διέρχεται έμπροσθεν ταύτης, και οδηγεί προς την Ι. Μονήν (Λαύραν) του Αγίου Σάββα, ευρίσκεται η πάλαι ποτέ διαλάμψασα περιώνυμος και περιλάλητος Ι. Μονή του Αββά Θεοδοσίου (Ντερ Ιμπν, Αμπέτ), του μεγάλου Κοινοβιάρχου και Αρχιμανδρίτου, ήτις υπάγεται υπό την αγίαν πόλιν του Θεού, την Ιερουσαλήμ. Φαίνεται δε τόσον εκ Βηθλεέμ, όσον και εξ Ιεροσολύμων.
Ο Θεοδόσιος εγεννήθη εν έτει 424 μ.χ. εις την κώμην Μαγαρισσόν παρά τα Κόμανα της Καππαδοκίας, υπό γονέων ευσεβών, Προαιρεσίου και Ευλογίας καλουμένων, ο μετά ταύτα αποκληθείς Μέγας εξ αιτίας της ωραίας εμφανίσεως, γλυκύτητος και δράσεως αυτού, Κοινοβιάρχης δε εξ αιτίας του έργου του.
Το έτος 451, ήτοι σε ηλικία 27 ετών, εγκαταλείπει την πατρικήν οικίαν, με σκοπόν να επισκεφθή τους Αγίους Τόπους. Διερχόμενος την Αντιόχειαν΄εγνώρισεν εκεί και κατηξιώθη των ευλογιών του, τον περιώνυμον τότε και διαλάμποντα επ’ αγιότητι βίου και πλουσίαις δωρεαίς χαρίτων Συμεώνα τον Στυλίτην. Ο Θεοδόσιος εξεπλάγη, ακούων τον Συμεώνα να προλέγη εις αυτόν την μέλλουσαν μεγάλην εις την Εκκλησίαν και τους πνευματικούς αγώνας σταδιοδρομίαν του.
Αφού μετέβη και προσεκύνησε τα Ιερά Προσκυνήματα εις Ιεροσόλυμα προσήλθεκαι παρέμεινε πλησίον του αγίου Λογγίνου, καταγομένου και εκείνου εκ Καππαδοκίας, ο οποίος διέμενεν εις τον Πύργον του Δαβίδ, ενταχθείς συγχρόνως εις το Τάγμα των «Σπουδαίων» του Ναού της Αναστάσεως.
Ο Θεοδόσιος, επειδή επόθει μεγαλυτέραν μόνωσιν, μετέγη και παρέμεινεν εις το λεγόμενο «Παλαιόν Κάθισμα», ευρισκόμενον εις την λεωφόρον, η οποία οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα προς Βηθλεέμ, όπου υπήρχεν Ι. Ναός προς τιμήν της Θεοτόκου, ανεγερθείς υπό της ευσεβούς Ικελίας, εις την θέσιν όπου σήμερον υπάρχει η Ι. Μονή του Προφήτου Ηλία.
Ο Θεοδόσιος αφού έμεινεν εκεί ολίγον χρονικόν διάστημα, επειδή επόθει ακόμη μεγαλυτέραν ασκητικήν πολιτείαν, αναχωρεί από το «Παλαιόν Κάθισμα» και μεταβαίνει εις άλλον τόπον, σημαντικώτερον και αγιώτερον, εις τα ενδότερα της ερήμου. Παράδοσις τις εφέρετο από στόματος εις στόμα και τότε, ότι εις κάποιο σπήλαιον του τόπου εκείνου κατέλυσον οι τρεις Μάγοι ότε «χρηματισθέντες κατ’ όναρ μη ανακάμψαι προς Ηρώδην, δι’ άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών» (Ματθ. Β, 12).
Εις την θέσιν αυτήν ο Θεοδόσιος εσχημάτισε το πρώτον μίαν μικράν αδελφότητα, η οποία ηυξήθη ταχέως εκ της φήμης της αγιότητος αυτού.
Μετά την αύξησιν της αδελφότητας, προέβη εις την ίδρυσιν της Μονής, της οποίας τα θεμέλια ετέθησαν κατά τα έτη 465 – 475. μετά την ίδρυσιν της Μονής, αρχίζει η δράσις του μεγάλου Πατρός, τόσον εις τον μοναχικόν βίον, όσον και εις τους αγώνας κατά των αιρέσεων, του Νεστοριανισμού και Μονοφυσισμού. Εις τους αγώνας δε αυτούς συνηγωνίζετο, αλλά και απελάμβανε κοινής τιμής και ευγνωμοσύνης μετά του Σάββα του ηγιασμένου και του Μεγάλου Ευθυμίου, όχι μόνον της Εκκλησίας Ιεροσολύμων και των Μονών της Παλαιστίνης αλλά και ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ως προς την εσωτερικήν οργάνωσιν του Κοινοβίου, ο Θεοδόσιος δεν έλαβεν ως υπόδειγμα τα προηγούμενα Κοινόβια της Παλαιστίνης. Εις τούτο το συνετέλεσε κυρίως η θέσις του Κοινοβίου, επειδή ευρίσκεται επί οροπεδίου υψηλού και όχι εις τόπον χαμηλόν και βραχώδη. Από την Μονήν φαίνεται η Βηθλεέμ, η Ιερουσαλήμ μετά του Όρους των Ελαιών, ο Ιορδάνης, η νεκρά θάλασσα, και το Σαραντάριον Όρος. Εις τον ευχάριστον εκείνον τόπον διαμονής το Κοινόβιον ειργάζετο όχι μόνον διά τους εν αυτώ ασκουμένους, αλλά και την χριστιανικήν κοινωνίαν.
Οι κοινοβιάται επέτυχαν να συνδυάσουν εις την κοινωνικήν ζωήν την συνεχή άσκησιν προς τελειοποίησιν των, και την φιλοπονίαν προς ωφέλειαν του πλησίον. Η ωραία αυτή κοινοβιακή ζωή, συνετέλεσεν αφ’ ενός μεν εις το να αυξάνη ο αριθμός των μοναχών του Κοινοβίου, αφ’ ετέρου δε εις το να δέχεται το Κοινόβιον δωρεάς ευσεβών πλουσίων, αρχής γενομένης από κάποιον Ακάκιον. Αι δωρεαί διετίθεντο διά την ανέγερσιν Ξενώνων ή κελλίων των μοναχών, σιγά –σιγά δε εδημιουργήθη ολόκληρος πόλις πέριξ της Μονής.
Οι μοναχοί ανήλθον εις τους 700, και δεν ήσαν μόνον Έλληνες, αλλά και Βεσσοί (γένος Θρακικόν), και Αρμένιοι, ώστε εδημιουργήθη η ανάγκη εις το απέραντον Κοινόβιον να ανεγερθούν τέσσαρες Ναοί, εις τους οποίους έψαλλον κατ’ ιδίαν τας Ι. Ακολουθίας, οι μοναχοί των διαφόρων εθνοτήτων και ύστερον συνη