Ιωάννης Καποδίστριας, Ο άνθρωπος –Ο διπλωμάτης (1800-1828)
8 Ιουνίου 2010
Ελένης Ε. Κούκκου
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1831, λίγες ημέρες πριν το αίμα του βάψει τα σκαλοπάτια και την παραστάδα του ναού του αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο , ο Ιωάννης Καποδίστριας έγραφε στον επιστήθιο φίλο του και μεγάλο ευεργέτη της Ελλάδος, τον Ελβετό Ιωάννη –Γαβριήλ Eynard , και την ακόλουθη προφητική για τον εαυτό του φράση:
«Ας λέγουν και ας γράφουν ό,τι θέλουν. Θα έλθει όμως κάποτε καιρός, ότε οι άνθρωποι κρίνονται όχι σύμφωνα με όσα είπον ή έγραψαν περί των πράξεών των, αλλά κατ’ αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεών των. Υπ’ αυτής της πίστεως, ως αξιώματος, δυναμούμενος έζησα μέσα εις τον κόσμον μέχρι τώρα, οπότε ευρίσκομαι εις την δύσιν της ζωής μου, και υπήρξα πάντοτε ευχαριστημένος δια τούτο. Μου είναι αδύνατον πλέον να αλλάξω τώρα. Θα συνεχίσω εκπληρών πάντοτε το χρέος μου , ουδόλως φροντίζων περί του εαυτού μου, και ας γίνη ό,τι γίνη ».
Κανονικά, αφού επίσημα διατηρούσε τον τίτλο του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας, τιμημένος με τόσα ανώτατα παράσημα και διακρίσεις, επίτιμος πολίτης της πόλεως που έμενε και έχοντας επαφές και σχέσεις με όλους τους ισχυρούς και ευγενείς της Ευρώπης, έπρεπε να εγκατασταθεί σε μέγαρο μέ ανάλογο για τη θέση του προσωπικό και αμάξια. Αντί γιά όλα αυτά, νοίκιασε δυο φτωχικά δωμάτια σ’ ένα μέτριο σπίτι, στήν οδό Δημαρχείου 10, μέ τριάντα φράγκα μονάχα το μήνα, κοντά στην πλατεία της Tacconerie, και κράτησε κοντά του ένα μονάχα βοηθό γιά τις προσωπικές του ανάγκες και τις ανάγκες του σπιτιού. Κανόνισε μέ αυστηρή οικονομία να μη ξοδεύει για φαγητά και για όλα τα άλλα έξοδα περισσότερα από 180 φράγκα το μήνα και για τους δυό τους. Τα ετήσια εισοδήματα του έφταναν τις 32.000 χρυσά φράγκα. Και ξόδευε για τον εαυτό του ελάχιστο ποσόν.
Ο απόγονος του Eynard καθηγητής Olivier Reverdin αναφέρει ότι οί μισθοί του ισοδυναμούσαν με περισσότερα από 700.000 φράγκα εκείνης της εποχής. Γιά όλες όμως τις προσωπικές του ανάγκες ξόδευε συνολικά, μέ βία τις 2.500 φράγκα. Όλα τά άλλα διατίθονταν γιά τούς Έλληνες και τον αγώνα τους. Τά χρήματα του, κατατεθειμένα σε ασφαλείς Τράπεζες ή σε άλλες επενδύσεις, με τις συμβουλές ικανών τραπεζιτών, τροφοδοτούσαν τους βασικούς σκοπούς του.
Ο Καποδίστριας δέν περιόρισε μονάχα τον εαυτό του σ’ αυτές τις σκληρές οικονομικές θυσίες. Προχώρησε και σέ άλλες στερήσεις.
Από τότε που έφτασε στή Φραγκφούρτη ζούσε μαζί με τον αδελφό του Αυγουστίνο, που έσπευσε να τον συναντήσει εκεί και να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες ώρες. Η παρουσία του του ήταν ψυχικά απαραίτητη. Μα η πα¬ραμονή του στή Γενεύη του στοίχιζε πολύ, γιατί, δεν έπρεπε ό αδελφός του να στερείται τίποτα άπ’ όσα άπελάμβανε αυτός. Καί έτσι πήρε τήν απόφαση νά τον αποχωριστεί. «Όσο κι αν ησυντροφιά του με παρηγορεί, πρέπει να την στερηθώ», έγραφε στον Βιάρο, στις 11 Μαρτίου 1823. Και τον αποχωρίστηκε, εξηγώντας του πώς έπρεπε να επιστρέψει στην Κέρκυρα, για να μη γίνεται σπατάλη χρημάτων, που έπρεπε να εξυπηρετούν άλλους εθνικούς σκοπούς. Δεν άφησε ούτε τον Βιάρο να τον επισκεφτεί στην Ελβετία, πράγμα που τόσο πολύ το επιθυμούσε, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. «Το ταξίδι σου από την Κέρκυρα στην Ελβετία θα μου στοιχίσει όσα θα ξοδέψεις στην Κέρκυρα μέσα σε δυο χρόνια», του έγραφε.
Το γνωστό περιστατικό, που αναφέρει ή Charlotte de Sor, συμπληρώνει χαρακτηριστικά την απίστευτη εικόνα της λιτής ζωής που περνούσε στη Γενεύη. Το περιστατικό συνέβη τό 1825 και Ομως ο Καποδίστριας συνέχιζε να κατοικεί στα δυο αυτά ταπεινά δωμάτια της οδού Δημαρχείου 10, όπου «ζούσε με την πιο περιορισμένη οικονομία, εργαζόμενος σκληρά, όλη την ημέρα ως αργά τη νύχτα χωρίς ανάπαυλα, για να οργανώσει την κίνηση των φίλων και των προστατών όλων των ηρωικών παιδιών της Ελλάδος (εννοεί τά προσφυ γόπουλα). Μιά μέρα, στή διάρκεια μιας εγκάρδιας συνομιλίας, μου είπε μ’ εκείνη τήν αξιολάτρευτη απλότητα που τον διέκρινε: “Εκπλήττεσθε γιατί έχω διαλέξει αυτά τά δυο πενιχρά δωμάτια στο σπίτι της κυρίας Lamotte. . . Μά o λόγος είναι ότι μου στοιχίζουν μονάχα 30 φράγκα το μήνα καιασφαλώς δεν ξέρετε ότι για τη συντήρηση και των δυό μας (και του υπηρέτη του) δεν πρέπει νά ξεπεράσουμε το ποσόν των 6 φράγκων την ήμερα». Χονδρά δάκρυα ύγραναν τά μάτια μου, και του έσφιξα το χέρι με συγκίνηση: “Είσθε αξιοθαύμαστος “, του είπα βαθιά συγκλονισμένη. ” Μα όχι, κυρία μου, απλώς είμαι συνεπής προς τον εαυτό μου! Αυτό είναι όλο. “Οταν όλα τα διαβήματα και οι ενέργειες μου, όλες οι γραπτές μου εκκλήσεις ζητούν άπο τις γενναιόδωρες ψυχές ψωμί και ενδύματα γιά τούς συμπατριώτες μου. Οταν, άφου χτύπησα τις πόρτες των παλατιών των πλουσίων, χτύπησα μετά και τις πόρτες των καλυβών των φτωχών, για να συλλέξω τον όβολο του φτωχού, πρέπει να μπορώ να τους λέω με παρρησία: Έδωσα τά πάντα πριν ζητήσω και τή δική σας βοήθεια γιά τούς αδελφούς μου”. ΚαΙ πραγματικά είχε δώσει τά πάντα. Είχε γενναιόδωρα δαπανήσει όλη τήν αξιόλογη περιουσία του γιά νά υπερασπίσει τήν υπόθεση της πατρίδας του, μή κρατώντας γιά τον εαυτό του παρά. τά απολύτως αναγκαία γιά την επιβίωση του».